Loading...

1. ΘΕΟΣΟΦΙΑ – Πηγές, Έσωθεν Μαρτυρίες, Συνέπειες

  1. ΘΕΟΣΟΦΙΑ – Πηγές, Έσωθεν Μαρτυρίες, Συνέπειες

Η ΘΕΟΣΟΦΙΑ = θεϊκή σοφία;

Ο περιπετειώδης βίος της Έλενας Μπλαβάτσκι

Η ίδρυση της Θεοσοφικής Εταιρείας

Οι Αναληφθέντες Διδάσκαλοι και οι μαθητές τους

Οι αρχές της Θεοσοφίας

Η μυστική διακυβέρνηση των πλανητών από ανεπτυγμένα πνευματικά όντα

Η πτώση

Η ανθρώπινη ματαιοδοξία κι άλλες καμουφλαρισμένες παγίδες

Ο ρόλος του Εωσφόρου –Σατανά

Στροφή προς τον χριστιανισμό;

Ο Ιησούς Χριστός και το φαινόμενο walkin

Η περίπτωση Κρισναμούρτι

Κριτικά συμπεράσματα

Θετικά και αρνητικά σχόλια

Ένας δρόμος χριστιανικής πνευματικότητας:

Ο Γιάκομπ Μπαίμε

Τι είναι η αληθινή θεοσοφία

ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΞΕΡΕΙΣ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΟΣΟΦΙΑ;

«Θεοσοφία είναι η γνώση των θείων πραγμάτων που αποκτάται με έμπνευση, η οποία προέρχεται από τον Θεό. Μια τέτοια γνώση, όμως, δεν αποτελεί το τέρμα της αναζήτησης, όπως στη θεολογία, αλλά, αντίθετα, αντιπροσωπεύει ένα πηγαίο απόκτημα, που προέρχεται από τον θεό με άμεση ενόραση. Αντίθετα με τον μυστικιστή, ο θεόσοφος δεν σταματά σ’ αυτήν, αλλά τη συνδυάζει με την επιστημονική ή προεπιστημονική γνώση.

Με την έννοια αυτή θεόσοφοι ήταν ο Παράκελσος, ο Μ. Έκαρτ, ο Γ. Μπαίμε, και ο Αγκρίπα φον Νετεσχάιμ» (Εγκυκλοπαίδεια Δομή).

«Υπάρχει μία δυτική – χριστιανική θεοσοφία, η οποία στηρίζεται στο ότι όποιος ακούει το Λόγο του θεού αποκτά ως δωρεά θεία σοφία (Προς Κορινθίους Α΄1). Η αληθινή θεοσοφία είναι το ευαγγέλιο, γιατί μας φέρνει σε κοινωνία με το Λυτρωτή, που «μας έδωσε ο θεός με σκοπό τη σοφία και τη δικαιοσύνη και την αγιοσύνη και τη λύτρωση». Υπ’ αυτήν την έννοια ρέει ένα μεγάλο ρεύμα χριστιανικής θεοσοφίας από τους αλεξανδρινούς Πατέρες της εκκλησίας και τον Ωριγένη ως τη Χίλντεγκαρντ του Μπίνγκεν, τον Μπαίμε, τον Έτινγκερ, τον Σέλλινκ… ως τους ρώσους σοφιολόγους Σολοβιεφ, Μπερντάγιεφ και Μπουλγκάκωφ.

Αυτό το κύριο ρεύμα χριστιανικής θεοσοφίας πρέπει να διαχειρίζεται από τις «Θεοσοφικές Εταιρείες», οι οποίες παρουσιάστηκαν το 19ο αιώνα στη βάση του σύγχρονου αποκρυφισμού και πνευματισμού και οι οποίες το μόνο κοινό που έχουν με την πρώτη είναι η ονομασία». [Handbuch Religioese Gemeinschaften – Εγχειρίδιο Θρησκευτικών Κοινοτήτων, (ΕΘΚ) και Λεξικό των Κοσμοθεωριών, (ΛΚ) εκδόσεις Herder].

Στον αυτό-ορισμό της η σύγχρονη Θεοσοφία θεωρεί για τον εαυτό της ότι είναι «η ουσία και ο πυρήνας, ο καρπός και ο σκοπός όλων των θρησκειών. Η Θεοσοφία έχει τον προορισμό να κάνει όλον τον κόσμο μία εκκλησία του Θεού, όπου θα λάμπει το Φως της Σοφίας…

Η θρησκεία του μέλλοντος θα είναι (ανθρωποκεντρική), ένας ανθρωπισμός που θα διαπνέεται από το θεϊκό πνεύμα της αυτογνωσίας…

Μπορεί βέβαια να περάσουν εκατομμύρια χρόνια ώσπου να φτάσει η ανθρωπότητα ως σύνολο σ’ αυτό το ύψος… όμως ο άνθρωπος με την αληθινά αφυπνισμένη αυτοσυνείδηση μπορεί να επισπεύσει αυτήν τη διαδικασία με τη μαγική δύναμη του θεϊκού πνεύματος και ίσως να το επιτύχει μετά από λίγες ενσαρκώσεις, Σ’ εκείνον που χτυπάει σωστά την πόρτα, θα του ανοιχτεί.

«Η δύναμη να λυτρωθούμε είναι μέσα σε μας τους ίδιους» (Φρ. Χάρτμαν: «Η Μαγεία»).

Σε αντιστοιχία με αυτόν τον υψηλό στόχο, η Θεοσοφία αντλεί από ποικίλες πηγές. Σε βασικές γραμμές, οι ιδέες περί εκπόρευσης και βαθμίδων των κόσμων προέρχονται από το νεοπλατωνισμό και το γνωστικισμό. η θεωρία των αρχετύπων είναι από τον Πλάτωνα και το νεοπλατωνισμό. η κοσμογονία και η ανθρωπογονία από τα αρχαία μυστήρια, τον γνωστικισμό, τον ινδουισμό και τον βουδισμό. η σύζευξη του ανθρώπου με το θείο από τ’ αρχαία μυστήρια, το μυστικισμό και την πανσοφία του Μεσαίωνα. ο συμβολισμός των αριθμών από τον Πυθαγόρα και την Καμπαλά. η μετεμψύχωση και η διδασκαλία για το κάρμα από το βουδισμό και τον ινδουισμό. Επίσης η αστρολογία είναι μία ακόμη πηγή.

Αντίστοιχα είναι οι κύριοι στόχοι της Θεοσοφικής Εταιρείας (Θ.Ε.), της «μητέρας» όλων των θεοσοφικών διδασκαλιών και οργανώσεων. Φιλοδοξεί:

α. να είναι ο πυρήνας της αδελφοποίησης των ανθρώπων πέρα από θρησκευτικές, φυλετικές, οικονομικές κλπ. διαφορές.

β. να δίνει το ερέθισμα για μια συγκριτική μελέτη που να παντρεύει θρησκεία, φιλοσοφία και φυσικές επιστήμες.

γ. να προωθεί την έρευνα ανεξήγητων φαινομένων και των κρυφών δυνάμεων του ανθρώπου.

Πρόκειται πράγματι για αξιέπαινους στόχους. Στη συνέχεια θα εξετάσουμε κριτικά, δηλαδή αδογμάτιστα αλλά και χωρίς εθελοτυφλία, κατά πόσον η Θεοσοφία ανταποκρίνεται σε αυτά που υπόσχεται, αν είναι εφικτά και με ποιες προϋποθέσεις (βλ. κριτική ανάλυση στο τέλος του κεφαλαίου).

Η ΘΕΟΣΟΦΙΑ = θεϊκή σοφία;

Η Θεοσοφία είναι ένα βασικό ρεύμα του σύγχρονου εσωτερισμού. Συνήθως κατά κανόνα εννοείται η πνευματική παράδοση που εγκαινιάστηκε με την Helena Petrowna Blavatsky (1831 – 1891), γνωστή με τ’ αρχικά της H.P.B., από την οποία παράδοση προέκυψε μία πλειάδα αποκρυφιστικών – εσωτεριστικών ομάδων και στη συνέχεια το New Age.

Ο περιπετειώδης βίος της Έλενας Μπλαβάτσκι

Για την περιπετειώδη ζωή της έχουν γραφτεί πολλά αφού και η ίδια διέδιδε τόσα αντιφατικά και ευφάνταστα, που ο βιογράφος της A.P. Sinnett είχε απελπιστεί, γιατί δεν μπορούσε να βρει αρχή και τέλος εκεί μέσα, ιδίως για κάποια εξόφθαλμα φανταστικά ή εξωφρενικά. Ωστόσο ορισμένα γεγονότα επαληθεύονται από άλλα δεδομένα, ούτως ώστε τουλάχιστον ένα μέρος των ψευδών ισχυρισμών της μπορεί να παραβλεφτεί. Τώρα τα λίγο ως πολύ εξακριβωμένα γεγονότα:

Κόρη ενός Ρώσου στρατηγού γεννήθηκε στην Ουκρανία στις 12-8-1831 και μεγάλωσε σε στρατώνες. Η αδελφή της Βέρα έγραφε αργότερα γι’ αυτήν: «Είχε δύο τόσο διαφορετικές φύσεις, που νόμιζε κανείς ότι ζούσαν δύο οντότητες σε ένα σώμα. Η μία ήταν φίλερις, χαιρέκακη και πεισματάρα, γεμάτη ελαττώματα και κακοήθεια. Η άλλη έκλινε προς το μυστικισμό και τη μεταφυσική». Ο παραμικρός αντίλογος μπορούσε να της προκαλέσει υστερικές εκρήξεις που κατέληγαν σε ασυγκράτητους σπασμούς. Πολλές φορές την υπέβαλαν σ’ εξορκισμό γιατί παρουσίαζε φαινόμενα κατάληψης από πνεύματα.

Ταυτόχρονα είχε φανερά ικανότητες διαμέσου και ήδη ως δωδεκάχρονη έγραφε με την αυτόματη γραφή. Σχεδόν όλοι όσοι την γνώρισαν αργότερα την χαρακτήρισαν ως μία ύπαρξη που είχε: «αντρική ψυχή σ’ ένα γυναικείο σώμα». Αυτή η ανδροπρέπεια ήταν χαρακτηριστική σε όλη της τη ζωή.

Σε ηλικία δεκαεπτά χρόνων παντρεύτηκε έναν πολύ μεγαλύτερό της, το στρατηγό Μπλαβάτσκι, τον οποίο εγκατέλειψε αμέσως μετά το γάμο και μεταμφιεσμένη σε ναύτη πήγε σαν θερμαστής στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί γνώρισε μία Ρωσίδα κόμησα που την πήρε μαζί της στην Αίγυπτο, όπου βρήκε έναν Κόπτη μάγο στον οποίο μαθήτευσε τρεις μήνες.

Με εναλλασσόμενες φίλες ταξίδεψε στα Βαλκάνια, στην Ελλάδα, στη Γαλλία, στο Λονδίνο και στη Β. Αμερική για να μελετήσει τα μυστικά των ινδιάνων μάγων και του βουντού, της πιο μαύρης από όλες τις μορφές μαύρης μαγείας. Από εκεί πήγε στην Ινδία απ’ όπου έκανε δύο αποτυχημένες προσπάθειες να φτάσει στο Θιβέτ. Επιστρέφοντας στη Δύση, θριάμβευσε επιδεικνύοντας τις ιππευτικές της ικανότητες σ’ ένα τσίρκο στα Βαλκάνια…

Το 1858, μετά από δεκαετή απουσία επέστρεψε στη Ρωσία, όπου οι ικανότητες διαμέσου την έφεραν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, καθώς η επικοινωνία με πνεύματα ήταν παντού της μόδας. Επειδή όμως παρουσίασε σοβαρά ψυχικά προβλήματα, πήγε να αναρρώσει στους παππούδες της στον Καύκασο. Εκεί παρουσιάστηκε πάλι αυτό που σήμερα αποκαλείται «διχασμός της προσωπικότητας», όπου ένα μέρος της εκφραζόταν ως άνδρας. Αργότερα υποστήριξε ότι αυτός ο «άντρας» ήταν ένας απεσταλμένος των «διδασκάλων» της.

Σε γενικές γραμμές η συμπεριφορά της ήταν αυτή ενός μέντιουμ που δεν είχε κανέναν έλεγχο πάνω στα πνεύματα που την χειραγωγούσαν ούτε φαινόταν να έχει συναίσθηση αυτού του κινδύνου.

Το 1863 πήγε στην Ιταλία, όπου υποτίθεται ότι ντυμένη αντρικά πολέμησε – και τραυματίστηκε – μαζί με τον Γκαριμπάλντι εναντίον των Γάλλων.

Η ίδρυση της Θεοσοφικής Εταιρείας

Το 1873 η H.P.B. πήγε στις Η.Π.Α. όπου σ’ έναν πνευματιστικό κύκλο γνώρισε τον Henry Steel Olcott, ο οποίος αναγνώρισε το ταλέντο της ως μέντιουμ και την προώθησε, παρουσιάζοντάς την σαν κόμησα Μπλαβάνσκι. Μαζί ίδρυσαν το πνευματιστικό «Miracle club» το οποίο στις 17-4-1875 μετονομάστηκε σε «Θεοσοφική Εταιρεία» (Θ.Ε.).

Τότε ακόμη το καθοδηγητικό της πνεύμα λεγόταν John King (αργότερα Master Morya).

Στόχος της Θ.Ε. ήταν να ερευνηθούν παλιές πρακτικές και διδασκαλίες μαγείας, δηλαδή οι ανατολικές θρησκείες δεν έπαιζαν ακόμη κανένα ρόλο ούτε οι «Διδάσκαλοι».

Τα επόμενα δύο χρόνια η Η.Ρ.Β. μελέτησε βιβλία μαγείας και αποκρυφισμού και συνέγραψε το «Ίσις Αποκεκαλυμμένη». Αυτό το αξιοσημείωτο βιβλίο υπήρξε η πρώτη προσπάθεια υπεράσπισης των παλαιών θρησκειών.

Η θέση της Η.Ρ.Β. εδώ ήταν εν μέρει ενάντια στο χριστιανισμό και στην επιστήμη. Η ίδια έγραψε σε συγγενείς της ότι δεν της αξίζουν έπαινοι για τη συγγραφή του, γιατί δεν το θεωρούσε εργασία: «Όταν αισθάνομαι πίεση να γράψω, κάθομαι κάτω και υπακούω. Και τότε γράφω μ’ ευκολία για τα πάντα, όπως π.χ. μεταφυσική, ψυχολογία, φυσικές επιστήμες, οτιδήποτε. Ποτέ δεν αναρωτιέμαι αν μπορώ να γράψω γι’ αυτό το θέμα ή αν έχω την ικανότητα γι’ αυτό το έργο. Απλώς κάθομαι κάτω και γράφω. «Γιατί μου τα υπαγορεύει κάτι που ξέρει τα πάντα».

Σε μία άλλη επιστολή της έγραφε ότι ήταν μόνιμα σαν μαγεμένη, έβλεπε οράματα και οπτασίες σε νηφάλια κατάσταση, χωρίς ύπνωση. Την κατάσταση αυτή την εξηγούσε ότι προερχόταν από το «εσωτερικό Εγώ» της, το «φωτισμένο εαυτό», αλλά τελικά την απέδωσε στην επίδραση των «Διδασκάλων» της.

Αυτοί οι υποτιθέμενοι «Διδάσκαλοι» έπαιζαν όλο και πιο σημαντικό ρόλο στο έργο της, αν και στο «Ίσις» δεν αναφέρονταν, ώσπου εν τέλει χαρακτηρίστηκαν «μαχάτμας» (μάχα άτμα = μεγάλη ψυχή).

Κατά την καταγραφή του «Ίσις» η ΗΡΒ παρουσίασε πρόσκαιρα μία ολική κατάληψη από πνεύματα. Σύμφωνα με τον Όλκοτ ένα βράδυ την κατέλαβαν τρία ή τέσσερα διαφορετικά πνεύματα ανδρών, χωρίς να βρίσκεται σε ύπνωση. Συνεπώς αυτήν την κατάσταση την βίωνε συνειδητά, ένα φαινόμενο που είναι αρκετά γνωστό από την παραψυχολογία αλλά κι από την ψυχιατρική.

Αξιοπερίεργο είναι εξάλλου ότι στο «Ίσις» δεν γίνεται ακόμη λόγος για την επταδική σύσταση του ανθρώπου, για το νόμο του κάρμα και για τη μετενσάρκωση. Η τελευταία μόνο θεωρείται ότι ισχύει ως εξαίρεση, σε λίγες περιπτώσεις, όπως για τις αποβολές, τους «διανοητικά καθυστερημένους και για έναν μεσσία». Όμως αργότερα στο «Μυστική Διδασκαλία» τα τρία αυτά σημεία αναδείχτηκαν σε κύριο θεοσοφικό δόγμα.

Σύμφωνα με το λεξικογράφο Miers, η Θ.Ε. συνδέθηκε κρυφά με την ινδική εταιρεία Arya Samaj*. Όταν έγινε γνωστή η αλληλογραφία της Η.Ρ.Β. με τον ιδρυτή της, Swami Sarasvati, οι έντονες αντιδράσεις στις ΗΠΑ, την υποχρέωσαν να καταφύγει μαζί με τον Όλκοτ στην Ινδία. Τον Ιανουάριο του 1879 αποβιβάστηκαν στη Βομβάη, όπου αμφότεροι έγιναν δεκτοί με τιμές από την Arya Samaj, (κατά μία πηγή, προσχώρησαν στο βουδισμό) και εκεί εφευρέθηκε επίσης η ιστορία για τη Λευκή Αδελφότητα στο Θιβέτ και για τους Αναληφθέντες Διδασκάλους.

Σε μία άλλη παρουσίαση γίνεται λόγος για τον Swami Dayanand, ο οποίος ήθελε να μεταρρυθμίσει την παλαιά, στηριγμένη στις Βέδες, θρησκεία. Ο Όλκοτ του έγραψε στις 18-2-1878 ότι οι ιδρυτές της Θ.Ε. ήταν απογοητευμένοι από τον χριστιανισμό και δεδηλωμένοι εχθροί του. Γι’ αυτό είχαν στραφεί προς την φιλοσοφία τής Ανατολής και ζητούσαν φώτιση και συμβουλή από τον Swami.

Ο Dayanand, ο οποίος δημοσίευσε αυτήν την επιστολή του Όλκοτ, απάντησε δίνοντας την ευλογία του και εκφράζοντας τη χαρά του για την απόρριψη της χριστιανικής πίστης. Συγχρόνως εξήγησε τις αρχές και το πιστεύω της Arya Samaj, καθώς ο ίδιος ήταν κάθε άλλο παρά άθεος.

Φθάνοντας όμως στη Βομβάη, η ΗΡΒ τού δήλωσε απερίφραστα «με τις μέγιστες δυνατές εκφράσεις» ότι ήταν άθεη. Ως αποτέλεσμα ο Dayanand αρνήθηκε να συναινέσει στην ένωση των δύο εταιρειών. Λέγεται επίσης ότι στο ημερολόγιό του ο Όλκοτ έγραφε πως αμφότεροι δεν συμμερίζονταν την πίστη σ’ έναν θεό.

Για παράδειγμα, όταν πέθανε κάποιος βαρώνος Πωλμ, με την κληρονομιά του οποίου μπόρεσαν να μετοικήσουν στην Ινδία, οργάνωσαν την κηδεία του ως εξής: Ο Όλκοτ φόρεσε μία γούνα λεοπάρδαλης και στο φέρετρο έβαλαν τρία αβγά, ενώ κάποιος άλλος κρατούσε ένα αποξηραμένο φίδι. Άραγε μπορεί να βρει κανείς ακόμη σήμερα δημοσιευμένες αυτές τις σελίδες; (Πηγή: Ρ. Πάσσιαν)

Το 1882 η Θ.Ε. μεταφέρθηκε στο Μαντράς κι από ένα προάστιό της μετονομάστηκε Adyar – Θ.Ε., για να διαφοροποιηθεί από άλλες θεοσοφικές ομάδες που στο μεταξύ είχαν αποσχιστεί εξαιτίας διαφόρων διαφωνιών με τη Θ.Ε.

Οι Αναληφθέντες Διδάσκαλοι και οι μαθητές τους

Στις 26-3-1885, η ΗΡΒ υποχρέωθηκε να εγκαταλείψει οριστικά την Ιινδία λόγω του σκάνδαλου με το ντουλάπι όπου εμφανίζονταν «μαγικά» οι επιστολές των «Διδασκάλων», το οποίο όμως ντουλάπι διέθετε προς το δωμάτιο της ΗΡΒ μία κρυφή πόρτα από πίσω.

Ο Franz Hartmann που ήταν ένας οξύνους μα και αδογμάτιστος υπερασπιστής της Θεοσοφίας, παραδέχτηκε την απάτη με το ντουλάπι σ’ ένα κείμενό του το 1906. Την εξήγησε δε ως μία «Ευσεβή απάτη της ΗΡΒ που (καλοπροαίρετα) ήθελε μ’ αυτήν να μυήσει τη Δύση στους θησαυρούς της αρχαίας ινδικής σοφίας».

Προκύπτει βέβαια εδώ το ερώτημα αν οι δήθεν «εξαγνισμένοι, φωτισμένοι και φιλάνθρωποι Διδάσκαλοι» και η ΗΡΒ, «ιέρεια» στην υπηρεσία τους, δικαιούνταν να καταφεύγουν σε ταχυδακτυλουργικά κόλπα για να υποστηρίξουν το έργο τους;! Είναι δυνατόν ιδιαίτερα αναπτυγμένες οντότητες, είτε είναι πνεύματα είτε «διδάσκαλοιι», να εκδηλώνονται μέσα από ένα διάμεσο, με ψυχική αστάθεια και χαλαρή ηθική;

 Ο Χάρτμαν έδειχνε να πιστεύει στην ύπαρξη τους, ωστόσο στο προαναφερθέν κείμενό του, εκφράστηκε αρνητικά για τη σύνδεση της Θ.Ε. με μύστες και μαχάτμας. Παραδέχτηκε ότι «από μία πλευρά ευνοήθηκε η θαυματομανία των ανθρώπων, μέχρι που στην ανοησία αυτή δόθηκε ένα τέλος καθώς ξεσκεπάστηκε κάποια στιγμή, όπως ήταν αναμενόμενο».

Ο εκδότης Karl Rohm, στενός φίλος του, έγραφε σ’ ένα βιβλίο του το 1916, ότι ο Hartmann παραδέχτηκε πως οι Διδάσκαλοι της ΗΡΒ ήταν μεν ευφυείς, όμως κοινοί θνητοί. Ομολογούσε ανενδοίαστα ότι στο Adyar κορόιδευαν τους φανατικούς κυνηγούς επιστολών των «μαχάτμας».

Υποστήριζε επιπλέον ότι τέτοια φαινόμενα ήταν στη μοίρα όλων των Μυστικών Σχολών από τη στιγμή που ανοίγονταν στο ευρύτερο κοινό.

Εκτός αυτού παραδεχόταν ότι υπάρχουν απατεώνες που εκμεταλλεύονται την ανθρώπινη τάση για μυστικοπάθεια για να «περνάνε καλά» και για να πουλάνε «μυστικά και μυητικούς βαθμούς» έναντι πληρωμής υποδυόμενοι τους «κρυφούς μύστες».

«Ο χαζός που πέφτει στα δίχτυα τους, γίνεται τότε δεκτός στο σύνδεσμο των τεχνητώς «πεφωτισμένων» μετά από λίγο ως πολύ γελοίες τελετές. Συνήθως στο τέλος γίνεται τρελός ή και ο ίδιος απατεώνας. αλλιώς εγκαταλείπει νωρίτερα ή αργότερα την εταιρεία, πιο φτωχός σε χρήμα και σε αυτοεκτίμηση, όμως πιο πλούσιος χάρη στην εμπειρία που κέρδισε μέσω της εξαπάτησης και των ελπίδων που δεν ευοδόθηκαν».

Επιστρέφοντας από την Ινδία στην Ευρώπη, η ΗΡΒ άρχισε να καταγράφει τη «Μυστική Διδασκαλία» «καθ’ υπαγόρευση» του master Djwal Khul (D.K.)

Ωστόσο στον έμπιστο, στενό συνεργάτη της Franz Hartmann, μετέπειτα ιδρυτή μίας γερμανικής Θ.Ε το 1896, η ΗΡΒ εξομολογήθηκε, μ.ά. «Είναι τρομακτικό το γεγονός ότι κατά καιρούς μού παρουσιάζεται ένας μαχάτμα, που εγώ τον εκλαμβάνω για αληθινό «Διδάσκαλο».

Αργότερα όμως αναγνωρίζω με φρίκη ότι ήταν ένας δαίμονας που κρυβόταν κάτω από τη μάσκα του».

Η Mabel Collins (1851 – 1927), μία από τις γνωστότερες συγγραφείς από την αρχική περίοδο της Θ.Ε., τοποθέτησε τους «Διδασκάλους από τα Ιμαλάια» στο εσωτερικό της ανθρώπινης ψυχής, πράγμα που οδήγησε σε διάσταση από την ΗΡΒ και τη Θ.Ε.

Ο θεοσοφιστής ζωγράφος Herman Schmiechen, ο οποίος γνωρίστηκε στο Λονδίνο με την ΗΡΒ, ζωγράφισε με τη φαντασία του πορτρέτα του Μορύα και του Κουτ Χούμι. Σύμφωνα με τον Miers, αργότερα δήλωσε ότι αυτοί οι δύο δεν υπήρξαν ποτέ ως πρόσωπα, «αλλά προήλθαν απλώς από της συνειδησιακή σφαίρα της διάνοιάς της ΗΡΒ».

Άλλοι πάλι, όπως ο καθηγητής C.W. Sellin, υποστήριζαν ότι ο Κουτ Χούμι ήταν η ίδια η ΗΡΒ. Όντως, όπως μαρτυρούν όλες οι βιογραφίες της, η ΗΡΒ χαρακτηριζόταν από έκδηλο διχασμό προσωπικότητας και συχνά ήταν εκτός εαυτού.

Ένας άλλος βιογράφος της, ο γιατρός Franz Freudenberg έγραψε μια για παράδειγμα:

«Η φαντασία της είναι αχαλίνωτη και εφευρίσκει διαρκώς ιστορίες…

Η χονδροειδής, απρεπής στάση της και η ανδροπρεπής συμπεριφορά της αρχικά έφεραν ρίγη απέχθειας στην καλή κοινωνία της Ν. Υόρκης, όπως ήταν φυσικό… Τις επιστολές της στον Όλκοτ τις υπογράφει σαν «Τζακ», αλλά και στις επιστολές τους οι μαχάτμας την αναφέρουν ως «ο αδελφός μας ΗΡΒ» και ως αδελφό την περιμένουν να επιστρέψει στη Γη, κατά την Α. Μπέζαντ.

Στις 3-4-1875 η ΗΡΒ παντρεύτηκε τον Αρμένιο Μ. Μπετανέλυ υπό τον όρο ότι ο γάμος δεν θα συμπεριλάμβανε σεξουαλική επαφή. Ένα χρόνο αργότερα χώρισε και δήλωσε πασιχαρής ότι «η σκέψη να παραδώσει το σώμα της σ’ έναν άντρα ήταν τόσο φρικτή κι αδιανόητη, που η ίδια εξηγούσε ότι η συναίνεσή της σ’ ένα λευκό γάμο μόνο σε μία κατοχή της από πνεύματα μπορούσε ν’ αποδοθεί»!

Πιθανότατα αυτή η υποψία που εξέφρασε η ίδια δεν αφορούσε μόνο εκείνον το γάμο. Μία παράξενη σχετική εκτίμηση, για να πούμε το λιγότερο, είχε κάνει επίσης ο Subba Row.

Ο Charles Leadbeater, ο γνωστός συνεργάτης της μετέπειτα προέδρου της Θ.Ε. Annie Besant, κατέγραψε στις 14-6-1885 αυτήν την εκτίμηση του Subba Row, ενός από τα ηγετικά μέλη της Θ.Ε. με ιδιαίτερες παραφυσικές ικανότητες. Αυτός υποστήριξε ότι η ΗΡΒ «είχε φύγει από την επίγεια ζωή πριν 20 χρόνια» κι ότι έκτοτε τέσσερις διαφορετικές οντότητες είχαν καταλάβει το σώμα της.

Αυτή θα ήταν η εξήγηση γιατί «η μαντάμ τόσο συχνά διαψεύδει κάτι που υποστήριξε μόλις λίγο πριν! Ειδικότερα, ένας Μύστης που απέτυχε στο στόχο του, εν είδει μετανοίας πέρασε εθελοντικά σε αυτό το σώμα, προκειμένου να μεταδώσει την αλήθεια στην ανθρώποτητα…»

Και συνεχίζει ο Subba Row:

«…Όπως υποθέσαμε πολύ σωστά, ο Μύστης αυτός φεύγει συχνά από το σώμα της ΗΡΒ για άλλες ασχολίες… Όσο λείπει λοιπόν, έχει φροντίσει να τον αντικαθιστούν δύο chelas (υπηρέτες μαθητές), που ξέρουν μόνο λίγα από αποκρυφισμό. Αλλά επειδή ένας chela δεν επιτρέπεται να αγγίξει ένα γυναικείο σώμα σε ορισμένες περιόδους ή όταν η πάσχει από κάποια γυναικολογική πάθηση, γι’ αυτό έπρεπε να πάρει τη θέση τους μια φρικτή, άξεστη, στρυφνή, αγράμματη Θιβετιανή γριά…»

Εδώ παρατηρεί ο Ρ. Πάσσιαν που μεταφέρει τα λεγόμενα του Subba Row από τον Leadbeater, ότι ακόμη και στενοί συνεργάτες και οπαδοί της ΗΡΒ δεν ήξεραν ούτε οι ίδιοι και προσπαθούσαν να μαντέψουν ποιο πνεύμα εκδηλωνόταν κάθε φορά μέσω της μαντάμ Μπλαβάτσκι.

Και πάλι ο Subba Row: «Φαίνεται ότι το καθένα απ’ αυτά τα πνεύματα δεν ξέρει τι έχουν πει ή έχουν κάνει πριν τα άλλα τρία. Έτσι προκύπτειι μία ατελείωτη σύγχυση…

Επί μήνες, καθώς η ΗΡΒ πάσχει από διάφορες ασθένειες, το πάνω χέρι το έχει συνεχώς η φρικτή γριά που τυραννάει τον περίγυρο με τα νεύρα της. Ελπίζοντας ότι ο Μύστης θα καταφέρει να ολοκληρώσει τη «Μυστική Διδασκαλία». Αλλά πόσο μπορεί να διατηρηθεί ακόμη αυτό το φτωχό άρρωστο σώμα, μας είναι άγνωστο προς το παρόν».

Στο σημείο αυτό παρατηρεί ο Πάσσιαν: «Κατά βάση πρόκειται για μια μορφή καταληψίας, όταν το σώμα ενός ετοιμοθάνατου, ενός που βρίσκεται σε κώμα ή σ’ εξωσωματική κατάσταση ή επίσης σε βαθύ τρανς (ύπνωση), καταλαμβάνεται από μία ξένη προσωπικότητα. Κατά καιρούς συμβαίνουν τέτοιες περιπτώσεις όπου ο παθών εμφανίζει μία πλήρη μεταμόρφωση της προσωπικότητάς του. Για παράδειγμα δεν αναγνωρίζει πια τον περίγυρό του και δείχνει να έχει ξεχάσει καθετί από την προηγούμενη ζωή του. Συχνά εκλαμβάνουν τέτοιες περιπτώσεις σαν επαλήθευση της θεωρίας της μετεμψύχωσης, επειδή η «νέα» προσωπικότητα δίνει ακριβείς πληροφορίες για την προηγούμενη ζωή της.

…Φαίνεται ότι μόνο λίγοι εσωτεριστές συνειδητοποιούν ότι η χειραγώγηση ενός τέτοιου φαινομένου walkin από μία ξένη προσωπικότητα ισοδυναμεί με χείριστου είδους μαύρη μαγεία. Κανένα άυλο ον που είναι ανεπτυγμένο πνευματικά και ακολουθεί τη θεϊκή τάξη της Δημιουργίας εν πνεύματι Ιησού Χριστού… δεν θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο»!

Κατά τον Πάσσιαν, οι τέσσερις διαφορετικές προσωπικότητες, μεταξύ των οποίων και μια κακοτράχαλη, ηλικιωμένη Θιβετιανή, εξηγούνται ως περιοδική κατοχή του μέντιουμ, χωρίς να βρίσκεται όμως σε κατάσταση ύπνωσης.

Και αφού η ίδια η ΗΡΒ άλλωστε είχε παραδεχτεί ότι καμία φορά ο «μαχάτμα» που της παρουσιάστηκε αποδείχτηκε τελικά ότι ήταν δαίμονας στην πραγματικότητα, άραγε πόσες φορές δεν το αντιλήφθηκε καθόλου;

Οπωσδήποτε παρά την πολυτάλαντη ενδιαφέρουσα, ασυνήθιστη προσωπικότητά της, δεν θα πρέπει να την ζηλεύει κανείς για την ικανότητα του μέντιουμ. Η ίδια πλήρωνε πολύ βαρύ τίμημα σωματικής και ψυχικής υγείας και ήταν σχεδόν μόνιμα άρρωστη. Ας το λάβουν υπόψη τους αυτό το γεγονός και άλλα διάμεσα σε παρόμοια κατάσταση. Για να αναπτύξει κανείς με ασφάλεια τέτοιες ικανότητες, απαιτείται ανιδιοτελής βούληση, συνεχής αυτοβελτίωση και εμπεδωμένη πίστη στον Θεό.

Ο προαναφερθείς θεόσοφος δρ. Φραντς Χάρτμαν έγραφε ότι οι διδασκαλίες τής ΗΡΒ δεν ήταν προϊόν φαντασίας ούτε μεταδόσεις από πνεύματα. Κατ’ αυτόν «λέγεται ότι προέρχονται από το αρχαιότερο χειρόγραφο, το βιβλίο Dzyan (ήτοι Βιβλίο της Επίγνωσης), το οποίο περιέχει τις έρευνες των μυστών και των σοφών. Λέγεται ότι το πρωτότυπο το κατέχουν οι Διδάσκαλοι της Σοφίας στο Θιβέτ».

Πάντως η ΗΡΒ είχε υποστηρίξει ότι ήταν η μόνη θνητή που το είχε δει και πάνω στις «Στροφές του Ντζυάν» στηρίχτηκε η «Μυστική Διδασκαλία».

Οι αρχές της Θεοσοφίας

Η ανάγνωση της θεοσοφικής διδασκαλίας δυσχεραίνεται από την πληθώρα σανσκριτικών όρων. Επιπλέον πάρα πολλά παραθέματα στα σανσκριτικά, στα ελληνικά και στα λατινικά είναι λάθος. Ωστόσο ομολογουμένως οι βασικές αρχές με την πρώτη ματιά φαίνονται ελκυστικές και είναι οι εξής:

  1. Η ενότητα των πάντων και η εκδίπλωση των κόσμων από την ενότητα αυτή (πανθεϊσμός).

  1. Η ενότητα αυτή εκδηλώνεται σε επτά βαθμίδες ή επίπεδα, δηλ. η διδασκαλία για την επταδική σύσταση του ανθρώπου και του σύμπαντος.

  1. Η θειότης και η αθανασία του ανθρώπου.

  1. Η εξέλιξη της συνείδησης μέσω των φυσικών βασιλείων ως τον άνθρωπο, και στη συνέχεια «ως τον υπεράνθρωπο και ως το θείο ον».

  1. Η περιοδική επιστροφή των πάντων, ιδίως η μετενσωμάτωση (μετενσάρκωση) ως όχημα ανέλιξης.

  1. Ο νόμος της ανταπόδοσης, του κάρμα, βάσει του οποίου ο άνθρωπος διαμορφώνει αυτοβούλως τη μοίρα του.

  1. Η ύπαρξη μίας Ιεραρχίας Μυστών, των λεγομένων Διδασκάλων ή Μαχάτμας που συναποτελούν τη «Μεγάλη Λευκή Αδελφότητα». Όταν ο άνθρωπος αναπτυχθεί, από ένα ορισμένο στάδιο κι ύστερα, του παρουσιάζονται ως καθοδηγητές του.

Ένα ακόμη σημείο που συνήθως δεν αναφέρεται είναι η αρχή ότι οφείλεται θεία λατρεία στον Εωσφόρο(-Σατανά) ως δημιουργό και κύριο του υλικού κόσμου.

(Πηγή: Ρ. Πάσσιαν)

Ο Πανθεϊσμός της Μπλαβάτσκι (η ταύτιση θεού και κόσμου, όπου ο θεός θεωρείται σαν η Ψυχή του Κόσμου) είναι ιδιαίτερα υλιστικός. Το σύμπαν ταυτίζεται με τη απρόσωπη «θεότητα», από την οποία εκδιπλώνεται σε διάφορες βαθμίδες, ώσπου τελικά επιστρέφει χωρίς συνείδηση του εαυτού, στο απολύτως Υπεραισθητό. Η επιστροφή αυτή επαναλαμβάνεται εκ νέου σε αμέτρητες περιόδους που αντιστοιχούν «στις Ημέρες και στις Νύκτες του Βράχμα», ήτοι μία περίοδος δημιουργίας η «Manvantara» και μία περίοδος ανάπαυσης η «Pralaya», που η καθεμιά τους περιλαμβάνει «επτά αιωνιότητες».

Το κοσμικό γίγνεσθαι αναπαριστά την αναπνοή του Βράχμα: «Όταν αυτή η Μία Οντότητα εκπνέει, δημιουργείται το σύμπαν όταν εισπνέει, εξαφανίζεται πάλι». «Η θεότης μας είναι η μυστική δύναμη της εκδίπλωσης και της σύμπτυξης». («Κλειδί της Θεοσοφίας»). Με άλλα λόγια πρόκειται για έναν νεοπαγανισμό, από τη στιγμή που η «ζωτική δύναμη» που εγκατοικεί στον κόσμο λατρεύεται ως η ύψιστη θεϊκή αρχή. Από μόνη της η αέναη επαναλαμβανόμενη κοσμογονία και καταστροφή του σύμπαντος στη βάση της «εκπνοής – αναπνοής» του Βράχμα εκτυλίσσεται σαν ένα σπείραμα (σπιράλ) με ανιούσα εξέλιξη. [H. Ruppert, «Θεοσοφία»]

Κατά τη «Μυστική Διδασκαλία» όλοι οι προσωποιημένοι θεοί υπήρξαν άνθρωποι σε προηγούμενες περιόδους εκδίπλωσης. Ο άνθρωπος ξεκινάει την πορεία του ασυνείδητα ως Μονάδα, η οποία «είναι ένα άτομο του Απολύτου». Συνείδηση αποκτιέται μέσα από ένα μακρύ δρόμο εξέλιξης διαμέσου απείρων υλικών μορφών. Μέσα από αυτήν τη μακραίωνη εξέλιξη ο «εν δυνάμει θεός μέσα στη Μονάδα» εξελίσσεται σε όντως θεό (βλ. παρακάτω για την ταύτιση (παραχάραξη) και για τη διάσταση μεταξύ Θεοσοφίας και Νέας Αποκάλυψης).

Η μυστική διακυβέρνηση των πλανητών από ανεπτυγμένα πνευματικά όντα

Αυτή η θεοσοφική θεωρία προέρχεται από τους «Άρχοντες» του αρχαίου γνωστικισμού. Από την άλλη πλευρά προσφέρει το υπόβαθρο για τον ιδιότυπο συγκριτισμό της θεοσοφίας, αφού έτσι συγχωνεύονται όλοι οι σημαντικοί ιδρυτές θρησκειών και άλλες γνωστές προσωπικότητες της ιστορίας σε αυτήν τη «μυστική παγκόσμια διακυβέρνηση». Για παράδειγμα γράφει ένα θεοσοφικό περιοδικό: «Πολλοί Μαχάτμας είναι γνωστοί στην ιστορία, π.χ. στην Ινδία ο Κρίσνα, ο Βούδας, στην Κίνα ο Λαοτσέ, ο Κονφούκιος, στο Θιβέτ ο Τσονγκχα-πα, στην Περσία ο Ζωροάστρης, στη Συρία ο Ιησούς ή Γιέσουα, στην Ελλάδα ο Πυθαγόρας, ο Εμπεδοκλής, ο Πλάτων, ο Απολλώνιος Τυανεύς». Στους μαθητές κι απεσταλμένους της Ιεραρχίας «στον εξωτερικό κόσμο» συμπεριλαμβάνονται ο απόστολος Παύλος, ο Αμμώνιος Σακκάς, ο Πλωτίνος, ο Ιουλιανός ο Αποστάτης, ο Παράκελσος, ο Μέσμερ, ο μάγος Καλιόστρο και όλοι οι μετέπειτα ηγέτες και δάσκαλοι της Θεοσοφικής Εταιρείας. Παρόμοια με τον ίδιο τρόπο συγχωνεύονται οι συλλήψεις περί θεού των ιστορικών θρησκειών, ιδίως του ιουδαϊσμού και του χριστιανισμού. Φερ’ ειπείν ο Ιεχωβά ταυτίζεται με τον Βάκχο ή με τον Ήλιο, και υποτίθεται ότι ακόμη και ο Μωυσής με τους Ισραηλίτες λάτρευαν τον Ιεχωβά – Βάκχο.

Τα ανάλογα ισχύουν για τον Χριστό, ο οποίος είναι ένας από τους τρεις μεγάλους Μύστες, ενώ ο «Διδάσκαλος Ιησούς» είναι ένας άλλος. Μάλιστα κατά τον Λεντμπήτερ υπήρχε ένας «ιστορικός» Ιησούς, άλλος από το Ναζωραίο, που έζησε 100 χρόνια νωρίτερα. Όπως ο Στάινερ διαβάζοντας με την εσωτερική όραση τα Ακασικά Χρονικά κατέληξε σε «δύο διαφορετικά αγόρια με το όνομα Ιησούς», έτσι και ο Λεντμπήτερ στα «αιθερικά Αρχεία» ανακάλυψε ότι Ιησούς και Χριστός ήταν δύο διαφορετικοί άνθρωποι. Ο Χριστός ήταν ο μέγας Διδάσκαλος, ενώ ο Ιησούς, που είχε γεννηθεί 105 χρόνια νωρίτερα, του διέθεσε απλώς το σώμα του.

Ο δε Χριστός προϋπήρξε ως Ερμής, Ζωροάστρης, Ορφέας, Βούδας Γκαουτάμα και τελικά Απολλώνιος Τυανεύς. Επιπλέον, οι απόστολοι δεν έζησαν ποτέ επί Γης. Και σ’ αυτό το θέμα, οι διαφορές μεταξύ των εκπροσώπων της Θεοσοφίας είναι διαμετρικές, γεγονός που παραδέχονται και θεόσοφοι. Πολλοί ενορατικοί υποστηρίζουν ότι διαβάζουν τα Ακασικά χρονικά, μόνο που δυστυχώς γι’ αυτούς όχι τα ίδια πράγματα. Ο καθένας «διαβάζει» παραδόξως κάτι άλλο, με αποτέλεσμα αμέτρητες αντιφάσεις, γεγονός που μπορεί να διαπιστώσει ο κάθε αφυπνισμένος αναγνώστης μόνος του.

Σε γενικές γραμμές η Θεοσοφία ξεχωρίζει τους «θεούς» από τον «θεό». Οι πρώτοι είναι «όλα εκείνα τα όντα που έχουν ξεπεράσει το ανθρώπινο στάδιο, είναι δηλαδή «υπεράνθρωποι».

Αντίθετα «θεός» είναι η «καθαυτό θεία Αρχή», «Άτμα» ή «Λόγος», που διαπερνά όλο το σύμπαν.

Ένας προσωπικός θεός, που ενσαρκώνει την αγάπη, όπως στο χριστιανισμό, εδώ δεν υπάρχει. Μάλιστα ο ΚουτΧούμι σε μία «επιστολή» χαρακτηρίζει «ανόητους» όλους όσοι «πιστεύουν σ’ έναν φιλόστοργο Πατέρα και Δημιουργό στους Ουρανούς»…

Οι ασάφειες και οι αντιφάσεις της Η.Ρ.Β. οδήγησαν σε ασάφειες και αντιφάσεις και τους διαδόχους της, ιδίως όσον αφορά στη θεωρία περί θεού. Στις «επιστολές των Μαχάτμας» λέγεται: «Αρνούμαστε ότι υπάρχει Θεός, τόσο ως φιλόσοφοι όσο κι ως βουδιστές». Υπάρχει διάσταση ακόμη και σήμερα σ’ αυτό το θέμα αφενός ανάμεσα στους οπαδούς της αθεΐας των «επιστολών» και αφετέρου της «Νέας Θεοσοφίας» της Α. Μπέζαντ, η οποία ερμήνευσε την Μπαγκαβάτ Γκίτα βασίζοντάς την περισσότερο πάνω σ’ ένα θεϊκό υπόβαθρο. Πάντως και η Μπέζαντ θεωρεί ότι ο Ιησούς και οι απόστολοι δεν έζησαν ποτέ, ότι την δε Κ. Διαθήκη την εφηύραν καλόγεροι το 2ο αιώνα.

Μάλιστα ο G. Wyld έγραφε στο «Light» στις 13-2-1901: «Όταν ήμουν πρόεδρος του βρετανικού παραρτήματος της Θ.Ε., η κυρία Μπλαβάτσκι υποστήριζε ότι δεν υπάρχει ούτε προσωπικός ούτε απρόσωπος θεός και συχνά έκανε χυδαία, βέβηλα αστεία για το πρόσωπο και τη διδασκαλία του Χριστού».

Ομοίως απορρίπτεται και προσευχή προς μία ύψιστη Αρχή, προς το θεό. Ο Jinarajadasa (1875-1953) πρόεδρος μετά το 1945 της Θ.Ε. Adyar, εξαιρετικά δραστήριος τέκτονας και ροδόσταυρος (Πηγή: Miers), είχε δηλώσει ότι για τον Βούδα η εμπιστοσύνη στην προσευχή ισοδυναμεί με δεισιδαιμονία. Επιπλέον ο Φρ. Χάρτμαν στο βιβλίο του «Μυστήρια, Σύμβολα και Μαγικές Δυνάμεις» τόνιζε ότι «υπάρχει μόνο ένας θεός, ο «Ανώτερος Εαυτός» μέσα στον άνθρωπο (βλ. αργότερα την αληθινή έννοια του «θεϊκού σπινθήρα» μέσα στον άνθρωπο, σύμφωνα με τη θεόπνευστη Νέα Αποκάλυψη (Ν.Ο.)!). Μόνο με αυτόν τον “ουράνιο πατέρα” έχει νόημα να μιλάει κανείς…».

Και για την Η.Ρ.Β. η προσευχή «είναι μία αδυναμία που βασίζεται σε μία πλάνη, αφού δεν υπάρχει αυτό που ονομάζεται «άνωθεν βοήθεια». Η παράκληση σ’ έναν προσωπικό θεό είναι κενή ματαιολογία».

Προφανώς η κυρία Μπλαβάτσκι δυστυχώς δεν είχε πάρει ποτέ βοήθεια από την προσευχή – ή μάλλον δεν θέλησε ποτέ να πάρει.

Από την άλλη πλευρά, η Άννι Μπέζαντ, η οποία πρόσκειτο στον αποκρυφισμό και στην Ινδία έγινε ένθερμη οπαδός του ινδουισμού, προσπάθησε να φέρει πιο κοντά στη Δύση τη θεοσοφική σκέψη οικειοποιούμενη χριστιανικούς όρους και δίνοντάς τους θεοσοφική ερμηνεία.

[Πηγή: Handbuch Religioese Gemeinschaften (H.R.G.), Εγχειρίδιο Θρησκευτικών Κοινοτήτων, 1993].

Ως αποτέλεσμα, στη Θεοσοφία εισήχθη ένα είδος προσευχών, ως «επικλήσεις», αλλά χωρίς σχέση μ’ έναν προσωπικό Πατέρα – Θεό. Για παράδειγμα η Μπέζαντ θέσπισε το θεοσοφικό «Μάντραμ της Ενότητας» ήτη «Συμπαντική Επίκληση».

Στο β’ τόμο του «Ίσις» η ΗΡΒ γράφει: «ο κόσμος δεν χρειάζεται σχισματικές εκκλησίες ούτε του Βούδα ούτε του Ιησού ούτε του Μωάμεθ ούτε του Σβέντενμποργκ ούτε του Καλβίνου ούτε κανενός άλλου».

Η πτώση

Το πρωταρχικό αμάρτημα της πτώσης μίας μερίδας αγγέλων μαζί με τον Εωσφόρο (βλ. Ιούδα 6, Πέτρου Β΄ 2,4 και αναλυτικότερα στη Νέα Αποκάλυψη) η ΗΡΒ το θεωρεί μία χονδροειδή θεολογική εξαπάτηση.

Κατ’ αυτήν οι «ηλιακοί» ή «πύρινοι άγγελοι» έγιναν «στασιαστές στον Ουρανό», επειδή αρνήθηκαν να ενσωματωθούν σε «κελύφη ανθρώπων» χωρίς συνειδητότητα. Ήθελαν ο άνθρωπος ν’ αποκτήσει αυτοσυνειδησία και αυτεξούσιο, δηλαδή «αυτοθυσιάστηκαν για τη διανοητική ανεξαρτησία της ανθρωπότητας».

Αντίθετα, από τη χριστοκεντρική Αποκάλυψη είναι γνωστό ότι ο Θεός ως Υπερτέλειο Ον δημιούργησε άσπιλα πνεύματα, τα οποία όφειλαν να γίνουν σε όλα τέλεια με τη θέλησή τους. ασφαλώς διέθεταν ελευθερία βούλησης, αφού διαφορετικά θα ήταν κατώτερα όντα, απλώς μηχανές – εκτελεστές της θείας βούλησης.

Αυτή η ελευθερία τούς επέτρεπε να μπορούν δυνητικά να σκεφτούν και να ενεργήσουν αντίθετα στο θείο θέλημα. Είχαν επομένως τη δυνατότητα να «εκπέσουν», όσο δεν είχαν (αυτοπροαίρετα) ακόμη τελειοποιηθεί απολύτως με τις δικές τους επιλογές.

Έτσι μία μερίδα απ’ αυτούς στασίασε (επιστολή Ιούδα 6) και «θέλησαν να γίνουν οι ίδιοι θεοί». (Μωυσή Γένεση 3,5), με αποτέλεσμα να εκπέσουν από το Νόμο και την αρμονία του Θεού στην ανομία και κατά συνέπεια στην αδυναμία. Και αυτό κράτησε ως την ολοκλήρωση της αποστολής του Ιησού Χριστού» χάρη στην οποία μπορούμε έκτοτε με τις δικές του δυνάμεις να επιστρέψουμε στον Πατέρα – Δημιουργό μας.

Η ΗΡΒ και οι «Διδάσκαλοι» της λένε σχεδόν το ίδιο, μα με μία σημαντική ειδοποιό διαφορά: Στη χριστιανική διδασκαλία τόσο η πτώση των αγγέλων όσο και των πρωτόπλαστων έγινε αυτόβουλα, ίδια ευθύνη των έκπτωτων. Συνάμα ο δρόμος της επιστροφής ήταν πάντα ανοιχτός για τους «άσωτους υιούς».

Αντίθετα στη θεοσοφική σχολή τής Adyar, ήμασταν προκαταδικασμένοι να πέσουμε υποχρεωτικά στην υλική διάσταση.

Άρα δεν χρειάζεται να θλιβόμαστε που «χάσαμε την παραδείσια κατάσταση της αθωότητας. Έπρεπε να γίνει έτσι για να μπορέσουμε να αναπτύξουμε τις υπολανθάνουσες δυνάμεις συνείδησης και βούλησης» («Theosophische Kultur», Λειψία 5/1934).

Με άλλα λόγια εδώ η λογική ακολουθία αναστρέφεται, αφού ακριβώς επειδή είχαμε συνείδηση, βούληση και αυτενέργεια, γι’ αυτό υπήρχε και η δυνατότητα της πτώσης αλλά και της απόδοσης ευθυνών. Και όλα αυτά που ίσχυαν τότε ισχύουν και τώρα και για πάντα…

Η ανθρώπινη ματαιοδοξία κι άλλες καμουφλαρισμένες παγίδες

Σε γενικές γραμμές πρέπει να ειπωθεί ότι η Θεοσοφία – και δυστυχώς όχι μόνον αυτή –βρίθει από περίπλοκες περιγραφές «Ηλιακών Λόγων» και «Πλανητικών Ιεραρχιών», από σκοτεινές κοσμογονίες και ανθρωπογονίες κ.ο.κ.

Και όλα αυτά με δυσνόητους όρους που προκαλούν κυκλοφορική συμφόρηση στον εγκέφαλο αντί για φώτιση στην καρδιά. Με άλλα λόγια πρόκειται για εγκεφαλική «γνώση» που δύσκολα θα κάνει τον άνθρωπο καλύτερο. Και αυτό δεν είναι τυχαίο, αφού έτσι ο προχωρημένος «γνώστης» αυτών των απόκρυφων θεωριών αυτοκολακεύεται ότι είναι ένας από τους λίγους που γνωρίζουν τα μυστικά του σύμπαντος…

Στην πραγματικότητα δε, το περίφημο «κατώτερο Εγώ» του μάλλον μεγαλώνει, αφού με όλες αυτές τις φανταστικές γνώσεις μπορεί να κάνει εντύπωση στους άλλους… Και ενώ νομίζει ότι τους προσφέρει, στην ουσία θέλει ν’ ασκήσει εξουσία πάνω τους διανύοντας κατ’ ευφημισμό «την ατραπό είτε της δεξιάς χειρός δηλαδή την ατραπό του υποτιθέμενα «καλού» της λευκής μαγείας ή – ακόμη χειρότερα – της αριστεράς χειρός» δηλαδή της μαύρης μαγείας…

Ο ρόλος του Εωσφόρου –Σατανά

Η Θεοσοφία όμως το βλέπει αλλιώς το πράγμα κι έτσι προωθεί την εσωτεριστική αποκατάσταση του Εωσφόρου. Για παράδειγμα ο Φρ. Χάρτμαν, επικαλούμενος τη «Μυστική Διδασκαλία», γράφει: «…η “πτώση του Εωσφόρου” στην πραγματικότητα σημαίνει κατάβαση στην ύλη για τον Φορέα του Φωτός. Μόνον έτσι μπορεί η ύλη να φωτιστεί και να την διαπεράσει η πνευματική συνείδηση. Χωρίς την “πτώση” ενός αγγέλου δεν θα υπήρχε λύτρωση για τον άνθρωπο…».

Με άλλα λόγια, εδώ σαφώς ο Εωσφόρος αντικαθιστά τον Ι. Χριστό. Χάρη σ’ αυτόν αιχμαλωτιστήκαμε στην ύλη, επειδή υποτίθεται ότι μόνον εδώ μπορούμε ν’ αποκτήσουμε αυτοσυνειδησία και ν’ αναπτυχθούμε προς το Φως. Συνεπώς ο Σατανάς είναι εκείνος «που κάνει το γήινο άνθρωπο θείο… που του δίνει το Νόμο της Ζωής του Πνεύματος και τον ελευθερώνει από την αμαρτία της άγνοιας, δηλαδή από το θάνατο» (Μυστική Διδασκαλία)

Λογικά λοιπόν, αφού στη Μ.Δ. ο Εωσφόρος –Σατανάς είναι ο λυτρωτής θεός, κατ’ ακολουθία, όταν ο άνθρωπος γίνει θεός, γίνεται σατανικός! Η αναστροφή των εννοιών αντίθετα με την κοινά αποδεκτή σημασία τους κρύβεται συχνά πίσω από τις «κρυφές αλήθειες» του εσωτερισμού. Άλλωστε πράγματι η σύγχρονη δημόσια ζωή είναι η πλέον κατάλληλη για να κάνει τους ανθρώπους διαβόλους…

Όντως η παραμονή στην «Κοιλάδα των Δακρύων» που είναι η ύλη και η Γη, οφείλει να μας οδηγήσει στο ξεμάγεμα από την απάτη, τη μαγγανεία της ύλης. Ωστόσο η ύλη δεν προέκυψε από «την πρόθεση του Εωσφόρου να φέρει το Φως», αλλά από τη δική του και δικά μας πτώση… Ο Εωσφόρος, όσο ισχυρή κι ανυποχώρητη θέληση κι αν έχει, είναι κι αυτός ένα δημιούργημα. συνεπώς υπόκειται κι αυτός επίσης στους νόμους του σύμπαντος. Άρα οι νόμοι και η ίδια η ύλη δεν μπορεί να προέρχεται απ’ αυτόν αλλά από το Δημιουργό όλων. (Ρ. Πάσσιαν)

Σύμφωνα με τη Νέα Αποκάλυψη, ο Εωσφόρος και οι ακόλουθοί του επιστρέφουν ατομικά και σταδιακά στην πνευματική δημιουργία σε μία εξελικτική διαδικασία που διαρκεί αιωνιότητες. Ο αντίθεος πόλος όμως προσπαθεί να υπονομεύσει και να καθυστερήσει τη νομοτελειακή αυτή επιστροφή, δηλαδή την πνευματοποίηση της ύλης, παρασύροντάς μας σε απατηλούς στόχους. Σκοπός του είναι να διαιωνιστεί η ύλη, που είναι το βασίλειό του. Ως συνέπεια, εδώ είναι το πεδίο της μάχης μεταξύ φωτός και σκότους, η οποία διεξάγεται για την κάθε ανθρώπινη ψυχή. Επομένως είναι αποκαλυπτικό το γεγονός ότι για τη Θεοσοφία και για πολλούς Εσωτεριστές ο Εωσφόρος παριστάνει τον λυτρωτή της ανθρωπότητας.

Από την αυγή της ανθρωπότητας το κακό προσωποποιείται με δύο μορφές. Μπορεί να αποκαλείται με διάφορα ονόματα, όμως κατά βάση έχει αυτά τα δύο πρόσωπα: αφενός φανερά ως Σατανάς, ο άρχων του σκότους, του χάους, της καταστροφικότητας και λιγότερο φανερά αφετέρου ως Εωσφόρος, που παραπλανά και παρασύρει σε εκτυφλωτικό, ψεύτικο φως.

Η «Μυστική Διδασκαλία» παραχαράσσει ή συγκαλύπτει αυτήν τη διπλοπροσωπία. Εδώ γίνεται επανειλημμένα λόγος για «Κύριους της Φλόγας» και της «Σκοτεινής Σοφίας» με αρχηγό τον Εωσφόρο – Σατανά, τον οποίο «άδικα» δαιμονοποίησε η εκκλησία. Αντίθετα εδώ είναι «ο Λόγος» (Μ.Δ., δηλ. υποκαθιστά το Χριστό!) και ο θεμελιωτής της Ιεραρχίας Μυστών του πλανήτη μας («Μικρό Λεξικό της Θεοσοφικής Κοσμοθεωρίας» της Β. Flemming). Καλό πιστοποιητικό πράγματι για την «Ιεραρχία των Διδασκάλων» και την πραγματική καταγωγή τους!

Και μάλιστα ο Σατανάς – Εωσφόρος δεν είναι απλώς ο Κύριος του Κάτω Κόσμου, αλλά και «ο Κύριος αυτού του κόσμου, ο θεός του πλανήτη μας και ο μοναδικός θεός!…

Και για να γίνει σαφές μια για πάντα: αυτός που το ιερατείο κάθε δογματικής θρησκείας και ιδίως της χριστιανικής, ονομάζει Σατανά ή εχθρό του θεού, στην πραγματικότητα είναι το ύψιστο θεϊκό Πνεύμα, η απόκρυφη Σοφία». («Μυστική Διδασκαλία»). Μάλιστα η ΗΡΒ επανέλαβε και τον Ύμνο στο Σατανά του Ελιφάς Λεβί, τον οποίον εκτιμούσε ιδιαίτερα.

Ως επακόλουθο, για την ΗΡΒ το κακό είναι «απλώς η σκιά του Φωτός, χωρίς την οποία δεν θα μπορούσε να υπάρξει Φως…!» Άρα εάν εξαφανιζόταν το κακό, θα έπαυε και το καλό να υπάρχει. Γι’ αυτήν μοναδικός διάβολος είναι η ανθρωπότητα και δεν υπάρχει άλλος (Μ.Δ.)

Εδώ έχουμε άλλο ένα εύγλωττο παράδειγμα όπου –όπως και στο θιβετιανικό βουδισμό – οι έννοιες αντιστρέφονται εκ του πονηρού. Και όμως είναι γνωστό ότι φως μπορεί να υπάρχει και χωρίς σκιά, όχι όμως και τ’ αντίθετο…

Ένα ακόμη εύγλωττο παράδειγμα του πώς ηγετικά στελέχη της Θ.Ε. αντέστρεφαν διαστρεβλωτικά οικουμενικές αξίες, ήταν ο Λεντμπήτερ. Το 1905 αποκλείστηκε από τη Θ.Ε. εξαιτίας των παράδοξων μεθόδων διαπαιδαγώγησης που εφάρμοζε με αγόρια που του είχαν εμπιστευτεί, μέθοδοι που χαρακτηρίζονται ως παιδεραστία. Ο ίδιος το παραδέχτηκε ανοιχτά, υποστηρίζοντας ότι δεν έκανε τίποτα κακό. Πρόθεσή του ήταν να αποκτήσουν τα παιδιά τη δεύτερη όραση, πράγμα που κατ’ εκείνον γίνεται πιο εύκολα όταν έχουν διεγερθεί σεξουαλικά. (Ας σημειωθεί εδώ ότι το ίδιο επιχείριημα θ’ ακούσουμε αργότερα από τον γνωστό Ινδό γκουρού Σάι Μπάμπα στο κεφάλαιο για τον γκουρουϊσμό, για τη σεξουαλική κακοποίηση αγοριών που του είχαν εμπιστευτεί…)

Τότε η Μπέζαντ τον καταδίκασε εκτοξεύοντας πολύ αυστηρούς ηθικοπλαστικούς μύδρους. Όμως φαίνεται ότι η απέχθειά της καταλάγιασε σύντομα, όπως και η ηθικολογία, καθώς ο Λεντμπήτερ έγινε ο πιο στενός συνεργάτης της και το 1911 η Μπέζαντ επέβαλε δυναμικά την επιστροφή του στη Θ.Ε. (Πηγή: Ρ. Πάσσιαν).

Στροφή προς τον χριστιανισμό;

Άλλη μια αξιοσημείωτη όψη της ΘΕ υπήρξε η φαινομενική στροφή προς τον χριστιανισμό, τον οποίον κατηγορούσε επί μακρόν. Η ΗΡΒ ήταν η πρώτη διδάξασα όταν έγραψε τον «Εσωτερισμό των Ευαγγελιών», όμως εκεί ο μοναδικός λυτρωτής της ανθρωπότητας ήταν ο Εωσφόρος. Βέβαια γίνεται λόγος και για τον Χριστό, όχι όμως ως ιστορική προσωπικότητα αλλά ως χριστική αρχή μέσα στον άνθρωπο.

Η Α. Μπέζαντ στη συνέχεια προσπάθησε στον «Εσωτερικό Χριστιανισμό» να ερμηνεύσει θεοσοφικά τις χριστιανικές έννοιες. Έτσι μετά τον πνευματισμό, το βουδισμό και τον ινδουισμό, από το 1913 κι ύστερα προβλήθηκε ένας αλλοιωμένος χριστιανισμός χωρίς θεό και χωρίς Χριστό (Miers).

Ο Λεντμπήτερ με τη σειρά του ήταν ο πρώτος διδάξας της ιστορίας με τα δύο παιδιά που είχαν τ’ όνομα Ιησούς, που ισχυρίστηκε ότι είδε με την πνευματική όραση στα Ακασικά Χρονικά. Την ίδια θεωρία ανέπτυξε αργότερα και ο Ρ. Στάινερ στην Ανθρωποσοφία.

Παράλληλα ο Λεντμπήτερ και η Μπέζαντ υποστήριξαν ότι ο Ιησούς των ευαγγελίων δεν υπήρξε ποτέ, οι δε εξιστορήσεις στην Κ. Διαθήκη είναι ψευδολογίες μοναχών από τον 1ο ή 2ο αιώνα. Υπήρξε μόνο ένας Παγκόσμιος Διδάσκαλος, ο Alcyone, ο οποίος έζησε με τ’ όνομα Ιησούς στην Παλαιστίνη το 105 π.Χ. Αυτός ο Ιησούς λιθοβολήθηκε στη διάρκεια μίας στάσης, αλλά δεν είχε σχέση με τον γνωστό Ιησού.

Με τον Alcyone, αργότερα γνωστό ως Κρισναμούρτι, θ’ ασχοληθούμε παρακάτω.

Ο Ιησούς Χριστός και το φαινόμενο walkin

Στο Ταλμούδ αναφέρεται η ιστορία τού Παντέρα, σύμφωνα με την οποία ένας Ρωμαίος αξιωματικός που αποπλάνησε τη Μιριάμ, την αρραβωνιαστικιά του Ιωσήφ, ήταν ο πατέρας του Ιησού. Προφανώς πρόκειται για fake news της εποχής εκείνης για να ατιμαστεί ο Ιησούς στα μάτια των Ιουδαίων. Αυτήν την εκδοχή υιοθέτησε και η ΗΡΒ και εφηύρε τον Γιέσου ή Γιέσουα ή Γιεχόσουα μπεν Παντέρα, που γεννήθηκε το 105 π.Χ., ενώ ο Ιησούς δεν υπήρξε ποτέ.

Εδώ ακόμα τα πράγματα είναι σχετικά απλά. Πολύ πιο περίπλοκη είναι η ιστορία με τα δύο αγόρια με το ίδιο όνομα, αλλά και με τη διαφορά μεταξύ Ιησού και Χριστού, σύμφωνα με μία άλλη ακόμη αντιφατική εκδοχή.

Κατ’ αυτήν λοιπόν ο Ιησούς ήταν άνθρωπος, ενώ ο Χριστός ως «Λόγος» ήταν μία οντότητα, η οποία δραστηριοποιήθηκε μέσω του φυσικού σώματος του Ιησού τα τρία χρόνια ανάμεσα στη βάπτιση και στη σύλληψή του.

Κατά τη βάπτιση από τον Ιωάννη, έλαβε χώρα μία αλλαγή προσωπικότητας, ένα φαινόμενο walkin όπως έχει παρατηρηθεί σε περιπτώσεις βαθιάς ύπνωσης ορισμένων μέντιουμ. Συγκεκριμένα το Εγώ του Ιησού αποσύρθηκε στον άλλον κόσμο αφήνοντας το σώμα του στη διάθεση του Χριστού.

Συνάμα, επειδή στην Κ. Διαθήκη περιέχονται ασυμφωνίες ανάμεσα στα δύο γενεαλογικά μητρώα του Ιησού των ευαγγελίων, προέκυψε ο ισχυρισμός ότι υπήρξαν δύο αγοράκια με τ’ όνομα Ιησούς, ένα στη Ναζαρέτ κι ένα στη Βηθλεέμ, αν και αμφότερα γεννήθηκαν στη δεύτερη. Και τα δύο ζεύγη γονέων ονομάζονταν Ιωσήφ και Μαρία, το ένα καταγόταν από τη γενεά του Σολομώντα, το άλλο από την ιερατική γενεά του Νάθαν.

Μάλιστα κατά τον Στάινερ στο σολομωνικό Ιησού, ενώ επισκεπτόταν τις αρχαίες μυστηριακές σχολές στην Ηλιούπολη της Αιγύπτου, ενσωματώθηκε ο Ζωροάστρης και τον μεταμόρφωσε σε φορέα της ζωροαστρικής σοφίας.

Την εορτή του Πάσχα, που αναφέρει ο Λουκάς στην ιστορία του δωδεκάχρονου Ιησού, οι δύο έφηβοι συναντήθηκαν στο Ναό. Εκεί λοιπόν το Εγώ του σολομώνειο –ζωροαστρικού Ιησού μεταπήδησε στο ναθανικό Ιησού, έτσι ώστε οι γονείς τού τελευταίου δεν τον αναγνώρισαν σχεδόν μετά τις τρεις μέρες στο Ναό. Αντίθετα ο σολομωνικός Ιησούς, χωρίς το Εγώ του, έρεψε σιγά –σιγά και τελικά πέθανε. Στο μεταξύ πέθανε η μία Μαρία από τη μία πλευρά κι ο ένας Ιωσήφ από την άλλη. Οι δύο χηρεύσαντες παντρεύτηκαν μεταξύ τους (happy end!) κι έτσι ο μοναδικός ναθανικός Ιησούς μεγάλωσε με τη μία Μαρία και τον άλλον Ιωσήφ. Τελικά, στη βάπτιση από τον Ιωάννη τον κατέλαβε η προσωπικότητα του θεϊκού Χριστού (βλ. πιο πάνω) και η ιστορία καταλήγει με άλλη μία αλλαγή προσωπικότητας, το ήδη γνωστό μας φαινόμενο του walkin.

Αντί για άλλο σχόλιο, εδώ θα παραθέσουμε το λήμμα «Ιησούς» από το «Λεξικό της Απόκρυφης Γνώσης» (ΛΑΓ) του Miers: «Σε ορισμένες εσωτερικές ομάδες υιοθετείται το όνομα του Ιησού Χριστού, προκειμένου να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι η διδασκαλία τους είναι χριστιανική ή φιλική προς το χριστιανισμό. Ωστόσο ο χριστιανισμός είναι αποκλειστικά η πίστη στη λύτρωση διά του Ιησού Χριστού. Αλλά ακριβώς αυτήν την πίστη απορρίπτουν οι σχετικές ομάδες. Μάλιστα στη Θ.Ε. Adyar ο Ιησούς θεωρείται ένας εκ των Διδασκάλων, μολονότι από την άλλη πάρα πολλά θεοσοφικά κείμενα υποστηρίζουν ότι ο Ιησούς δεν έζησε ποτέ. Ο δε Ρ. Στάινερ, τον χωρίζει σε δύο πρόσωπα».

Η περίπτωση Κρισναμούρτι

Πίσω τώρα στον Alcyone ή Κρισναμούρτι ή Μαϊτρέγια Χριστό.

Ήδη η ΗΡΒ είχε προφητέψει τον ερχομό ενός νέου Παγκόσμιου Διδάσκαλου. Μπέζαντ και Λεντμπήτερ ανακάλυψαν ότι αυτός ο νέος μεσσίας ή «Χριστός – Μαϊτρέγια» είχε ενσαρκωθεί σ’ ένα αγοράκι από οικογένεια φτωχών βραχμάνων. Η ΑΒ τον υιοθέτησε και μόλις δωδεκάχρονο τον μύησε στις θεοσοφιστικές θεωρίες. Τον πήραν μαζί τους στην Ευρώπη, όπου ο Λεντμπήτερ ανέλαβε την εκπαίδευσή του. Όμως όταν έγιναν γνωστές οι «παιδαγωγικές μέθοδοι» του Λ., ο πατέρας του παιδιού ζήτησε δικαστικά να του επιστραφεί ο γιος του, αλλά χωρίς επιτυχία.

Στη συνέχεια η ΑΒ τον προώθησε με κάθε τρόπο και ίδρυσε μαζί του την παγκόσμια οργάνωση Τάγμα του Αστέρος της Ανατολής, προκειμένου να τον προβάλλει ως την ενσάρκωση του μεσσία Μαϊτρέγια. Έτσι τον παρουσίασε λέγοντας ότι είναι «ο μέγας απεσταλμένος της Απόκρυφης Ιεραρχίας, ο Παγκόσμιος Διδάσκαλος, ο Μποντισάτβα, ο ΣριΚρίσνα, ο Χριστός ο Κύριος… Αποκαλέστε τον Παντοδύναμο, Ισχυρό, και Φιλεύσπλαχνο, με ό,τι όνομα θέλετε. Έρχεται για να αναδιαμορφώσει όλα τα πράγματα , για να δημιουργήσει εκ νέου τον κατεστραμμένο μας κόσμο…».

ΑΒ και Λεντμπήτερ ανακάλυψαν τουλάχιστον 32 από τις αμέτρητες προηγούμενες ενσαρκώσεις του, μεταξύ των οποίων ως Βούδας και ως Χριστός. Ένα παράδειγμα για να κρίνει ο αναγνώστης ιδίοις όμμασι:

Περίπου 18.000 χρόνια πριν την εποχή μας ο Κ. είχε ενσαρκωθεί στη βόρεια Αφρική. Ο πατέρας του λεγόταν Λέων, η μητέρα του Αχιλλέας, η γυναίκα του Ήλιος, ο πεθερός του Ουρανός και η πεθερά του Πρωτέας. Οι γιοι του ονομάστηκαν Ηρακλής και Αλδεβαράν, ενώ οι κόρες Μερκούρια, Οδυσσέας, Βεατρίκη και Υδροχόος. Η Μπέζαντ, που ήταν η μαμή στη γέννησή του πριν περίπου 20.000 χρόνια, σχετιζόταν μαζί του από πιο παλιά. Πάνω από 200.000 χρόνια νωρίτερα, ήταν ένας από τους πίθηκους που φύλαγαν σαν πιστά σκυλιά την καλύβα του… (Πηγή: Ρ. Πάσσιαν).

Εδώ προφανώς έχουμε άλλο ένα δείγμα του πού οδηγεί η αναζήτηση «αποκλειστικών» πληροφοριών από τους πνευματικούς κόσμους και πόσο αβάσιμες είναι εάν δεν τις ζητάμε από τον θεό…

Όταν ο Κ. έγινε 30 χρονών, η ΑΒ οργάνωσε την επίσημη αναδοχή της αποστολής του ως Παγκόσμιου Διδασκάλου, στην ίδια ηλικία δηλαδή που ο Ιησούς άρχισε το διδακτικό του έργο. Στον εορτασμό, που έγινε σύμφωνα με τα ινδουιστικά τελετουργικά τυπικά, παραβρέθηκαν περίπου 20.000 άνθρωποι.

Ο Κ. αποδείχτηκε άξιος μαθητής της Θεοσοφίας και δήλωνε: «Δεν αναγνωρίζω κανέναν θεό ούτε την πίστη σ’ αυτόν. Δεν αναγνωρίζω κανένα δόγμα, καμία θρησκεία ούτε το φόβο της θρησκείας». Στη συνέχεια όμως διέψευσε τις προφητείες των ηγετών της Π.Θ.Ε. και τις προσδοκίες των οπαδών του, καθώς το 1929 προέβη σε μία αξιοσέβαστη κίνηση που όμως διέσυρε τη Θ.Ε. Διέλυσε το Τάγμα του Αστέρος και διακήρυξε ότι στο εξής δεν θα ήταν πλέον ενσαρκωτής του Παγκόσμιου Δασκάλου, αλλά απλώς εκφραστής του, στην υπηρεσία του ανθρώπου. Βασική αρχή της διδασκαλίας του έγινε η αυτογνωσία και η εσωτερική απελευθέρωση. Η σκέψη του ήταν αυτοσχεδίασμα που απέφευγε συνειδητά τη σταθερότητα των όρων. (Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ)

Κριτικά συμπεράσματα

Θετικά και αρνητικά σχόλια

Πριν περάσουμε στα κριτικά συμπεράσματά μας, θέλουμε να αναφέρουμε πρώτα το απόφθεγμα του Ωριγένη για τους «αιρετικούς», τους οποίους έβλεπε καλοπροαίρετα, όπως κάθε αναζητητή.

Έλεγε λοιπόν ο Ωριγένης για τους «αιρετικούς» της εποχής του, ότι το ερευνητικό πνεύμα τους τους οδηγεί να σκέφτονται πιο βαθιά αλλά όχι αναγκαστικά και πιο αληθινά. Κατ’ αναλογία μπορεί να ειπωθεί για τον κάθε καλόβουλο «αιρετικό» – και για τον θεόσοφο – ότι το ανήσυχο, ασυμβίβαστο πνεύμα του τον οδηγεί σε μονοπάτια έξω από την πεπατημένη οδό των πολλών, οι οποίοι πιθανότατα δεν έχουν τη δική του θέληση ν’ ανακαλύψουν ή να βιώσουν την πίστη τους ζωντανά και αντ’ αυτού απλώς να παπαγαλίζουν κι αναμασούν ό,τι τους σερβίρουν άλλες «αυθεντίες».

Έτσι οι πολλοί μένουν στο λήθαργό τους, εκτός εάν τους αφυπνίσει η έμφυτη, έμπρακτη αγάπη τους. Για τούτον το λόγο ο Ωριγένης είχε και γι’ αυτούς καλά λόγια, θεωρώντας την ευσέβεια του λαού ως τον πλατύ – αν και όχι μοναδικό – δρόμο προς τον Θεό.

Αντίθετα ο «αιρετικός» έχει τη δυνατότητα να προχωρήσει πιο μακριά και πιο γρήγορα.

Αυτό όμως προϋποθέτει ότι έχει ταπεινή και ανοικτή στάση και κυρίως αγάπη για την αλήθεια και προσφεύγει στο θεό για να την βρει. Χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις πολλοί αναζητητές έμειναν στο ημίφως ή στο σκοτάδι, ακόμη κι ας ήταν λαμπροί στοχαστές. (βλ. «Οι Παγκόσμιες Θρησκείες και τα Μεγάλα Ρεύματά τους).

Και ως γνωστόν οι «μονόφθαλμοι» μπορούν να παρασύρουν και πολλούς άλλους «τυφλούς» και να πέσουν όλοι μαζί στον γκρεμό…

Η Θεοσοφία αυτή καθαυτήν σήμερα μπορεί – τουλάχιστον αριθμητικά – να μην παίζει ιδιαίτερο ρόλο, όμως οι ιδέες της μεταφυτεύονται όλο και περισσότερο, ιδίως η ιδέα της αυτολύτρωσης, η διδασκαλία για το κάρμα, τη μετεμψύχωση και την ενότητα των πάντων.

Στάσεις ζωής που ως τώρα δεν είχαν ασπαστεί κάποια ιδιαίτερη κοσμοθεωρία, όπως των χορτοφάγων ή των οικολόγων, του εθελοντισμού, της ψυχοθεραπείας κλπ. και κυρίως το κίνημα της Νέας Εποχής, αφομοιώνουν σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό θεοσοφιστικές αντιλήψεις.

Η Θεοσοφία αυτοπροσδιορίζεται ότι είναι και θα γίνει «η ουσία και ο πυρήνας, ο καρπός και ο σκοπός κάθε θρησκείας». Έχοντας βάλει τόσο ψηλά τον πήχυ της αποκλειστικότητας, η ΗΡΒ επιδίωξε να βρει τα κοινά σημεία απ’ όλες τις θεωρίες, και τις παραδόσεις του εσωτερισμού, του γνωστικισμού και του αποκρυφισμού.

Γι’ αυτόν το σκοπό αναγκαστικά κατέφυγε σε καινοφανείς ερμηνείες, σε παραλήψεις και σε γενικεύσεις. Έτσι τελικά δημιουργήθηκε ένα συγκρητιστικό σύστημα που αξιώνει να εκπροσωπεί το αληθινό εσωτερικό νόημα όλων των θρησκειών. Σε βασικές γραμμές θεωρεί ότι η κοιτίδα της αληθινής θρησκείας είναι η Ινδία και ότι ο ινδουισμός και ο βουδισμό στην αυθεντική τους μορφή είχαν δώσει το κύριο θέμα σε όλες τις άλλες θρησκείες. Αυτό είναι η θέωση του ανθρώπου, που επιτυγχάνεται όταν καθαρίσει από τα υλικά στοιχεία του, υπερβεί δηλαδή το κατώτερο εγώ του και αφυπνίσει το θεϊκό Εαυτό του.

Σε αυτό το σημείο η Θεοσοφία ταυτίζεται με τις περισσότερες θρησκείες και ιδίως με το χριστιανισμό. Όμως ο θεοσοφικός «χριστιανισμός» δεν δέχεται τον προσωπικό θεό ούτε τον Ιησού Χριστό ως γιο του. Δεν δέχεται την αμφίδρομη σχέση του θεού κι ανθρώπων ούτε την απαλλαγή από την αμαρτία και τα προσωπικά «καρμικά» χρέη χάρη στη θυσία του Ιησού Χριστού.

Στην καλύτερη περίπτωση ο Ιησούς είναι ένας μύστης που έχει υπερβεί το κατώτερο Εγώ του. Η δε διδασκαλία του είναι απλώς ένα παράδειγμα και μία προτροπή γι’ αυτογνωσία. Αυτό του επέτρεψε δε να γνωρίζει τις προηγούμενες ενσαρκώσεις του. Η γέννηση, τα πάθη και η ανάσταση συμβολίζουν αλληγορικά την πνευματική αναγέννηση του ανθρώπου και δεν έχουν καμία λυτρωτική δύναμη, αφού για τον άνθρωπο «δεν υπάρχει καμία άλλη λύτρωση εκτός από την αυτογνωσία». Η εκκλησία ήταν που μετέτρεψε τον Ιησού Χριστό σε «μεσολαβητή» και «αποδιοπομπαίο τράγο» για τις αμαρτίες των ανθρώπων (Χάρτμαν).

Αλλά «ο αληθινός, αρχικός χριστιανισμός μόνο μέσω της Θεοσοφίας μπορεί να γίνει φανερός και να εφαρμοστεί. Αντίθετα οι εκκλησίες και οι ομολογίες γίνονται δεκτές μόνο σαν «δεκανίκια για τους υπανάπτυκτους» και σαν «οδοδείκτες προς την παγκόσμια θρησκεία».

Κατά συνέπεια λέει η Θεοσοφία, και η Βίβλος διδάσκει τις απόκρυφες επιστήμες. δεν αποτελεί θεία αποκάλυψη, αλλά περιέχει τις «μέγιστες αλήθειες της φιλοσοφίας της θρησκείας». Έτσι το Πάτερ ημών π.χ. είναι μία αλληλουχία από μάντραμ (μαγικές φόρμουλες) που πρέπει ν’ αφυπνίσουν στον άνθρωπο την επίγνωση ότι είναι θεός.

Για παράδειγμα, η ρήση: «Και λύτρωσέ μας από το κακό», «είναι η παράκληση για αυτογνωσία, για επίγνωση του Ανώτερου Εαυτού, επίγνωση της θείας οντότητας. γιατί μόνον αυτή η επίγνωση μας λυτρώνει απ’ οτιδήποτε αισθανόμαστε ως κακό, ήτοι τη συνείδηση της πολλότητας, η οποία είναι η αιτία κάθε πόνου και διχογνωμίας» (Χ. Ρούντολφ).

Κάθε ον πρέπει να διατρέξει όλα τα στάδια από το πνεύμα προς την ύλη και αντίθετα από την ύλη προς το πνεύμα.

Το αθάνατο μέρος του ανθρώπου, η Μονάδα, μετενσωματώνεται αλλεπάλληλα από τις πιο χαμηλές βαθμίδες των φυσικών βασιλείων ως την ανθρώπινη υπόσταση, απ’ όπου τείνει προς τον τελικό προορισμό της.

Μία παρόμοια εξέλιξη συναντάμε επίσης στη θεόπνευστη Νέα Αποκάλυψη, αλλά με εντελώς διαφορετικές προϋποθέσεις, αφού εδώ όλα τα στάδια καθοδηγούνται και διευκολύνονται από τον προσωποποιημένο θεό Ιησού Χριστό. Ελλείψει Ιησού Χριστού όμως, η Θεοσοφία υιοθετεί αναγκαστικά τη διδασκαλία της μετενσάρκωσης και του κάρμα. Κατ’ αυτήν ο άνθρωπος μπορεί να επισπεύσει την επιστροφή στην πνευματική υπόσταση εάν πάνω απ’ όλα πασχίζει να μην δημιουργήσει νέο κάρμα.

Συνοψίζοντας, η Θεοσοφία διαμόρφωσε ένα διεθνή συγκρητισμό πάνω στη βάση του αποκρυφισμού του 19ου αι. (J.Aagaard). Όπως ο αρχαίος γνωστικισμός προσπάθησε να αυτοπροβληθεί ως «η αληθινή, βαθύτερη σημασία» εννοιών που είχε συλλέξει επιλεκτικά από διαφορετικά φιλοσοφικά συστήματα, έτσι και η Θεοσοφία προσπαθεί να προβληθεί πότε ως «εσωτερικός χριστιανισμός» και πότε ως «εσωτερικός βουδισμός». Εντούτοις έτσι μεταλλάσσει τα βασικά πιστεύω του χριστιανισμού.

Οπωσδήποτε οι ηθικοί στόχοι των θεόσοφων είναι πολύ υψηλοί και σοβαροί. Πρέπει ωστόσο να παρατηρηθεί ότι η θεοσοφική ηθική δεν επικεντρώνεται στην αγάπη για τον άλλον, αλλά στην αποφυγή και επανόρθωση του κάρμα, με στόχο την αυτό-τελειοποίηση (Ε.Θ.Κ.) και θέωση.

Ένας δρόμος χριστιανικής πνευματικότητας:

Ο Γιάκομπ Μπαίμε

Σήμερα οι άνθρωποι που ψάχνουν για νόημα και ολοκλήρωση στρέφονται συνήθως στις ανατολικές φιλοσοφίες ή στα παρακλάδια των εσωτερικών παραδόσεων.

Συχνά όμως αγνοείται το γεγονός ότι και στα καθ’ ημάς υπάρχει μία πλούσια πνευματική παράδοση. Ένα τέτοιο παράδειγμα, που αξίζει να το πάρει κάποιος σαν οδηγό στον πνευματικό του δρόμο, ήταν ο Γιάκομπ Μπαίμε.

Είναι πραγματικά αξιοθαύμαστοι οι οραματισμοί του απλού παπουτσή στα τέλη του 16ου – αρχές 17ου αιώνα. «Παρόμοια πράγματα έχουμε ν’ ακούσουμε από την εποχή του Ηράκλειτου», έλεγε ο φιλόσοφος Ερνστ Μπλοχ για τον Γ.Μ.

Ο ΓΜ εντρύφησε σε θέματα που απασχολούν επίσης την εσωτερική φιλοσοφία. Έτσι ρωτούσε:

«Μπορεί ο άνθρωπος να ασχοληθεί σ’ όλη τη ζωή του σ’ αυτόν τον κόσμο με κάτι πιο ωφέλιμο κι απαραίτητο από το να γνωρίσει αληθινά τον εαυτό του, τι είναι, από πού προέρχεται κι από ποιον; για ποιο σκοπό δημιουργήθηκε και ποιο είναι το λειτούργημά του»;

Με βάση αυτά τα ερωτήματα αναπτύσσει με βαθιά ενόραση τη θεοσοφία, την κοσμοσοφία, την ανθρωποσοφία και τη χριστοσοφία. Οι διδασκαλίες του επηρέασαν μ.α. και το δυτικό αποκρυφισμό, αλλά στον Γ.Μ. βρίσκουμε το πρωτότυπο, όπου τίποτα δεν είναι κίβδηλο. Όπως τα διατύπωσε ο Ε. Μπλοχ, ανάμεσα στη θεοσοφία του ΓΜ και της ΗΡΒ ή την ανθρωποσοφία τού Στάινερ, υπάρχει μία διαφορά όπως ανάμεσα στην καλή λογοτεχνία και στα ρομαντζάκια.

Ο ΓΜ δεν δραπέτευσε σε φανταστικούς κόσμους παρ’ όλο που μιλούσε για την «υπεραισθητή ζωή». Την πραγματικότητα του κακού και του πόνου την αντιμετώπισε συνειδητά. παρόλα τα ενορατικά, εξωκοσμικά και φιλοσοφικά στοιχεία του, η διδασκαλία του βασιζόταν πάντα στην επίγεια εμπειρία και στο βιβλικό μήνυμα. Η επίγεια πορεία είναι κατ’ αυτόν αποκλειστικά η πορεία τελείωσης του ανθρώπου. Και ο δρόμος που τον οδηγεί στον προορισμό του είναι αυτός που βάδισε ο Χριστός. Έτσι ο ΓΜ δεν περιορίζει ούτε απορρίπτει αλλά δείχνει το δρόμο για την τελείωση. Υιοθετεί πολλά από τα θέματα του αποκρυφισμού, όμως τα απαντά σε συνάρτηση πάντα με τον Ιησού Χριστό. [Β. Γιάντσεν, «Ο Αποκρυφισμός» 1989]

Τι είναι η αληθινή θεοσοφία

Η θεοσοφία είναι η γνώση του Θεού μέσα στην ανθρώπινη ψυ­χή και έτσι δεν περιλαμβάνει μόνο τη γνώση όλων των πραγμάτων αλλά και τα θεία έργα και τις θεϊκές αποκαλύψεις στη φύση. Για το λόγο αυτό οι θεοσοφικές διδασκαλίες δεν βασίζονται μόνο στη θεολογία, αλλά και σε ολόκληρη τη σφαίρα της ανθρώπινης αυτο­γνωσίας και επίσης στο σύνολο της γνώσης της φύσης. Ωστόσο ο σκοπός της θεοσοφίας δεν είναι η γνώση, αλλά η πράξη, με άλλα λό­για η αγάπη…

Η θεοσοφία είναι μία πνευματική επιστήμη που στέκεται υψη­λότερα από κάθε φιλοσοφία καθώς δεν εδράζεται σε ανθρώπινες θεωρίες αλλά στο γνώθι σ’ αυτόν, δηλαδή στη θεϊκή αλήθεια. Είναι κατ’ ακολουθία η δύναμη εκείνη χάρη στην οποία ο άνθρωπος μπο­ρεί, εφόσον αγαπά την αλήθεια, να την ανακαλύψει μέσα στον ί­διο του τον εαυτό.

Η θεοσοφία δεν έχει το σκοπό να κερδίσει πιστούς για ένα συ­γκεκριμένο εκκλησιαστικό σύστημα, αλλά είναι υπεράνω δογμά­των και ομολογιών και αποβλέπει στο να καταστήσει ικανό τον κα­θένα να βρει την αλήθεια μέσω του θείου φωτός, του αληθινού Λό­γου. Ως εκ τούτου δεν είναι ένα ανθρώπινο πόνημα, αντίθετα οι α­ληθινοί θεοσοφιστές έχουν πάντα τη φώτιση εκ των ένδον και με αυτή τη δύναμη του θεϊκού Πνεύματος εμβαθύνουν σε όλο και πιο βαθιές σοφίες του Θεού για να τις μεταλαμπαδεύσουν ύστερα με τον προσφορότερο τρόπο στους συνανθρώπους τους.

Αυτό που ξεχωρίζει τη χριστική θεοσοφία από την ανατολική είναι το ότι η πρώτη ανάγεται στον Ιησού Χριστό ως διδάσκαλο και απολυτρωτή, ενώ η δεύτερη επικαλείται ως θρησκευτικό ηγέ­τη το Βούδα και επίσης αντλεί πολλά στοιχεία από ινδικές φιλο­σοφίες.

Κατά βάση όμως δεν υπάρχει ούτε ινδικός ούτε χριστικός μυστι­κισμός, όπως δεν υπάρχει π.χ. ούτε μία ελληνική ή γαλλική αλήθεια, δεδομένου ότι μόνο ο Θεός μπορεί να είναι η θεμελιώδης αλήθεια όλων των σχετικών, κοσμικών αληθειών. Κατ’ επέκταση, η θεϊκή αυτογνωσία είναι μία και μοναδική και αποτελεί το υπόβαθρο ό­λων των θρησκειών. Ως εκ τούτου εάν αντιπαραβάλει κανείς τον «ινδικό» με τον «χριστικό» μυστικισμό, διαπιστώνει ότι οι διαφο­ρές τους είναι εξωτερικές, αφορούν δηλαδή στην πρακτική και τις θεωρήσεις σχετικά με την πίστη, ενώ τα εσωτερικά βιώματα παρου­σιάζουν πολλές ομοιότητες.

Η ινδική θεοσοφία πιστεύει στην επανειλημμένη μετενσάρκωση πάνω στη Γη και στο κάρμα. Θα πρέπει να παρατηρηθεί εδώ όμως ότι σε πολλές διδασκαλίες της Μπλαβάτσκι δεν υπάρχει καν η έν­νοια του κάρμα, ενώ στη «Μυστική δοξασία» εμφανίζεται μόνο σπάνια και δευτερευόντως. Οι διάδοχοι της Μπλαβάτσκι ήταν ε­κείνοι που έδωσαν ιδιαίτερη σημασία στον όρο αυτό και τον έθε­σαν στο επίκεντρο της θεοσοφίας.

Αρχικά η Θεοσοφική Εταιρεία ήταν μία πνευματιστική οργάνω­ση που εδραζόταν σε πνευματιστικά φαινόμενα και βουδιστικές διδασκαλίες. Στο διάστημα 1894-1912 ωστόσο, με την αποδοχή της ινδουϊστικής διδασκαλίας υπό την ηγεσία της Άννι Μπεζάντ, με­ταβλήθηκε σε ένα σύστημα χωρίς προσωπικό Θεό και χωρίς Ιησού Χριστό.

Αντίθετα, η χριστική θεοσοφία, που βασίζεται στη χριστική δι­δασκαλία, δεν αναγνωρίζει τη μετεμψύχωση, παρά μόνο ως εξαί­ρεση και όχι ως κανόνα.

Ο δε νόμος του Κάρμα αναιρείται από το νόμο της αγάπης και της ευσπλαχνίας του Ιησού Χριστού, τη γνωστή «χάρη» την οποία, όπως είναι ευνόητο, δεν γνωρίζει η θεοσοφία της ανατολής. Η πρώτη βλέπει στον Ιησού Χριστό τον απολυτρωτή του ανθρώπινου γέ­νους από την αδυναμία, ενώ η δεύτερη διδάσκει την αυτολύτρωση.

Στη χριστική θεοσοφία ο Θεός έγινε άνθρωπος μέσα στον Ιησού, ο οποίος έφτασε επί γης στη θέωση. Εν αντιθέσει, η ινδική θεοσο­φία διδάσκει ότι ο Θεός είναι μέσα στα πάντα και έτσι στην ουσία αποτελεί μία μορφή μυστικιστικού πανθεϊσμού.

Μία σαφής αναφορά στη θεοσοφία μέσα στη Βίβλο περιέχεται στην πρώτη κορινθιακή επιστολή του Παύλου 2, 6-16, όπου γίνεται λόγος για την αποκάλυψη της σοφίας του Θεού μέσω του Πνεύμα­τος.

Συχνά η θεοσοφία συγχέεται με τη φιλοσοφία. Το σωστό είναι ωστόσο ότι η φιλοσοφία έχει πραγματικά αξία μόνο όταν απογειώ­νεται από το στενό ορίζοντα της ανθρώπινης διανόησης χρησιμο­ποιώντας ως όχημα τη θεοσοφία, δηλαδή τη γνώση της θεϊκής α­λήθειας. Η αυτογνωσία δεν χρειάζεται ως όργανο τη φιλοσοφία ή την ανάπτυξη θεωρητικών υποθέσεων, γιατί δεν βασίζεται σε θε­ωρητικά αξιώματα αλλά στον ίδιο της τον εαυτό. Η αλήθεια υπάρ­χει πέρα από κάθε αμφιβολία ή εικασία αφού είναι η ιδιότητα του ίδιου του Θεού.

Η φιλοσοφία είναι προϊόν της ανθρώπινης διανόησης, η αληθι­νή θεοσοφία δεν μπορεί να είναι δικό της παράγωγο. Υπάρχουν πολλά διαφορετικά φιλοσοφικά συστήματα αλλά η αυτογνωσία δεν ανήκει σε κανένα σύστημα ή προσωπικότητα δασκάλου γιατί ο κύ­ριος της αλήθειας είναι μόνο η ίδια η αλήθεια, δηλαδή ο Θεός.

Ο φιλόσοφος αναζητεί να βρει την αληθινή ουσία των πραγμά­των έξω από τον εαυτό του, ενώ στη θεοσοφία το ον αυτοαναγνωρίζεται μέσα στον ίδιο του τον εαυτό.

Η θεοσοφία είναι η γνώση της αλήθειας μέσα στο άδυτο του αν­θρώπου την οποία αποκτά μόνο όταν γίνει ένα μαζί της, όταν δη­λαδή πάψει να ερευνά και να αναζητά με το περιορισμένο εγώ του, με αποτέλεσμα στοχασμός και αναλυτική σκέψη να περνούν σε δεύτερη μοίρα. Ένας σύγχρονος φιλόσοφος είχε πει επί τούτου εύ­στοχα: «Μόνο ο φιλόσοφος εκείνος που είναι εξοπλισμένος με πλούσια γνώση και με όλη του την καρδιά επιδιώκει να φτάσει στο στόχο του μέσα από μακροχρόνια, ακατάπαυστη διανοητική εργα­σία, θα μπορέσει να δημιουργήσει ένα ολοκληρωμένο οικοδόμημα». Ο θεοσοφιστής για να φτάσει στο όλον δεν χρειάζεται να το κτίσει επαγωγικά από τα μεμονωμένα μέρη του, διότι αυτός κατέ­χει το παν από τη στιγμή που του δίνει τη δυνατότητα να εκδιπλωθεί στο εσωτερικό του.

Κάποιος που διακατέχεται από κριτική στάση ίσως εδώ να δια­κρίνει παραλληλίες με το New Age, με την ολιστική σκέψη του Φρίτγιοφ Κάπρα για παράδειγμα. Αλλά ακριβώς το παράδειγμα αυτό του Κάπρα είναι πρόσφορο για να γίνει ο διαχωρισμός μεταξύ θεοσοφικοΰ στοχασμού και φιλοσοφικού στοχασμού, τον οποίο αντι­προσωπεύει υποδειγματικά ο Κάπρα.

Ο θεοσοφιστής δεν βάζει τον εαυτό του στο κέντρο των αναζητήσεών του, απεναντίας καταφεύγει στη σιγή και παραδίδεται στον Θεό, για να μπορεί αυτός να μιλήσει μέσα του. Ο φιλόσοφος θέλει να αποκτήσει δική του γνώση, ο θεοσοφιστής αναζητεί την αυθυπέρβαση κι έτσι τη γνώση της θεϊκής αλήθειας.

Το έργο του φιλοσόφου είναι η σύνθεση, η σύγκριση, η επεξερ­γασία υποθέσεων και η διατύπωση θεωριών. Ο θεοσοφιστής, αντί­θετα, έχει ως μόνο έργο την υπέρβαση της ανθρώπινης φύσης του μέσω της υπακοής στο θείο νόμο. Γι’ αυτό δεν χρειάζεται να κατα­σκευάσει μια ιδέα, για να συλλάβει την Ενότητα, όπως οι φιλόσο­φοι, χρειάζεται απλά να αφήσει την Ενότητα του Παντός να εκ­φραστεί συνειδητά στο εσωτερικό του.

Ο φιλόσοφος, για να προσεγγίσει την αλήθεια, προσπαθεί να διανοηθεί το τι θα μπορούσε να είναι η αλήθεια, αποκλείοντας με την εις άτοπο απαγωγή οτιδήποτε αντίκειται ενδεχομένως σ’ αυτή, σύμφωνα με τους όρους που έχει επιλέξει ο ίδιος για να οικοδο­μήσει το σύστημά του. Ο θεοσοφιστής δεν προσπαθεί να διανοη­θεί τίποτα, παρά αφήνει να τον οδηγήσει το φως που κατοικεί στο Θείο Λόγο και το δεύτερο φως που κατοικεί μέσα του.

Ο φιλόσοφος πασχίζει να τελειοποιήσει τις γνώσεις του σχετικά με το γνωστικό του αντικείμενο στον υπέρτατο βαθμό, αλλά παρ’ όλα αυτά παραμένει ένας θνητός άνθρωπος, που οι θεωρίες του δεν του χαρίζουν την αθανασία, ούτε του χρησιμεύουν όταν απο­δημήσει στις «αιώνιες μονές».

Ο θεοσοφιστής θέλει να κερδίσει την αιωνιότητα και γι’ αυτό πα­σχίζει να δημιουργήσει στη φύση του τις προϋποθέσεις εκείνες που χρειάζονται για να ανάψει ο αθάνατος σπινθήρας στην καρδιά του, ώστε να του αποκαλυφθεί η θεϊκή βούληση.

Τη φιλοσοφία μπορεί επίσης να την ασκήσει κανείς για την προ­σωπική του ευχαρίστηση, σαν χόμπι, αλλά η θεοσοφία απαιτεί πλή­ρη αφοσίωση στο αληθινό είναι, με μεγάλη αγάπη, ταπεινοφροσύ­νη και συνέπεια.

Το φιλοσοφείν μαθαίνεται και μέσα από τα βιβλία, ενώ η είσο­δος για την αληθινή θεοσοφία είναι ο «μυστικός θάνατος», το οποίο σημαίνει ότι καθετί ψεύτικο μέσα στον άνθρωπο πρέπει να πεθά­νει, για να μπορεί να αναστηθεί στη θέση του η αλήθεια, ο Θεός. Εκεί αποκλειστικά και μόνο αποβλέπει η σπουδή και η άσκηση της αληθινής θεοσοφίας.

Σημειωτέον ότι η θεοσοφία και η θεολογία διαφέρουν επίσης εκ βάθρων μεταξύ τους, για το λόγο ότι η δεύτερη βασίζεται σε θεω­ρίες και δόγματα πίστης, ενώ η πρώτη σε βιώματα πίστης. Η θεο­λογία είναι ο λόγος περί Θεού και όχι ο Λόγος του Θεού. Στηρί­ζεται, δηλαδή, στον αποκαλυφθέντα Λόγο, με βάση τη Βίβλο, αλ­λά δεν παράγει Λόγο.

Αυτό είναι άλλωστε το μέγιστο πρόβλημα της θεολογίας, ότι δη­λαδή οι θεολόγοι διδάσκουν κάτι που οι ίδιοι δεν το βιώνουν -ε­κτός από λίγες εξαιρέσεις- διότι ο Θεός δεν παύει να αποκαλύ­πτεται ζωντανά μέσα στον άνθρωπο και μάλιστα κάθε φορά δια­φορετικά (αλλά όχι αντιφατικά) και έτσι είναι διαρκώς παρών. Για να ασκήσουν τη θεολογία οι θεολόγοι πρέπει να μελετήσουν και όχι να βιώσουν την πίστη τους.

Η θεωρητική και η βιωματική γνώση κανονικά πρέπει να συμ­βαδίζουν και όντως υπήρξαν πολλά παραδείγματα θεολόγων που συνδύαζαν και τα δύο. Πολλές φορές όμως οι συνάδελφοί τους τους στιγμάτιζαν ως αιρετικούς, ακριβώς επειδή εκείνοι κατείχαν κάτι που οι ίδιοι στερούνταν: τη ζωντανή εμπειρία της πίστης. Όταν, όμως, οι θεολόγοι παντρεύουν την επιστήμη τους με τη φιλοσοφία αντί με τη θεοσοφία, το αποτέλεσμα είναι ο σχολαστικισμός, που σφράγισε με το ιδιότυπο κλίμα του το μεσαίωνα, και όχι μόνο.

Για όλους τους παραπάνω λόγους η θεοσοφία δεν σημαίνει αυ­τόματα αιρετική σκέψη και γι’ αυτό δεν θα πρέπει να απορρίπτε­ται χωρίς εμβάθυνση…

Εκτός αυτού, μια βασική διαφορά μεταξύ της χριστοκεντρικής θεοσοφίας και των εσωτερικών διδασκαλιών της ανατολικής θεο­σοφίας είναι ότι οι οπαδοί του χριστικού πνεύματος δεν διδάσκουν τίποτα κρυφά, αλλά αντίθετα φανερά κι ελεύθερα για τον καθένα. Όπου σε αντιδιαστολή συναντά κανείς μυστικοπάθεια και πέπλα μυστηρίου ή όπου καλλιεργείται η προσωπική ή ομαδική υπεροψία με την πεποίθηση ότι «εμείς είμαστε κάτι το ξεχωριστό», καθώς αυ­τό ακριβώς επιδιώκουν μυστικές μυήσεις, ειδικά σύμβολα, βαθμοί στην ιεραρχία κ.λπ., εκεί δεν υπάρχει ταπεινή προσέγγιση και συ­νακόλουθα παραγνωρίζεται το τι θέλει πραγματικά ο Θεός.

Εδώ θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι οι μυήσεις είχαν το νόημά τους στην αρχαιότητα, όπου το γενικό επίπεδο πνευματικότητας ή­ταν πολύ χαμηλό και λίγοι μόνο άνθρωποι με πολύ ισχυρή θέληση και αγάπη για την αλήθεια ήταν πρόθυμοι μέσα από σκληρές α­σκήσεις αυθυπέρβασης να «θανατώσουν», δηλαδή να απεκδυθούν τον παλιό τους εαυτό, για να αναζητήσουν τη νοερή ιδέα του θείου. Όμως ο Ιησούς Χριστός με το έργο του στη Γη άνοιξε τις πύλες σε όλους, εξασφάλισε σε όλους τη δυνατότητα να μυηθούν στη θεϊκή σοφία και να βρουν την απολύτρωση, άσχετα από τις πνευματικές, ταξικές, κοινωνικές κ.λπ. δυνατότητες του καθενός.

Έτσι, οι μυητικές διαδικασίες και η συμμετοχή στα μυστήρια α­ντικαταστάθηκαν πολύ απλά από τη ζωντανή, καθημερινή εφαρ­μογή των εντολών της αγάπης, πράγμα που είναι εφικτό για τον καθένα. Γι’ αυτό σε έναν άλλο δέκτη του εσωτερικού Λόγου, τον Γκότφριντ Μαγερχόφερ, λέει ο Κύριος σε σχέση με τους Τέκτονες: «Αυτό που έλεγα κάποτε στους Εσσαίους, να μην κάνουν τί­ποτα στα κρυφά, παρά να κάνουν τα πάντα φανερά, το ίδιο πρέπει να ειπωθεί και στους σημερινούς τέκτονες…».

Πάρα πολλοί άνθρωποι σήμερα δεν βρίσκουν τον πνευματικό τους δρόμο μέσα στον κυκεώνα από μεθόδους, τεχνικές, διδασκα­λίες κ.λπ., ενώ αρκετοί δοκιμάζουν χωρίς διάκριση και δεύτερη σκέψη καθετί που διεγείρει την περιέργειά τους. Αυτή η διέγερση που προκαλείται έντεχνα από την υπερπροσφορά κοσμικής σοφίας αντιστοιχεί συμβολικά στον καρπό από το «δέντρο της γνώσης» που έφαγαν οι πρωτόπλαστοι, με αποτέλεσμα την πτώση τους από τη σφαίρα της ελευθερίας στη δέσμευση του νόμου και του θανά­του.

Η δεύτερη αυτή πτώση ήταν επανάληψη της πρώτης, μεγάλης πτώσης που έλαβε χώρα στην πνευματική δημιουργία, όπου οι πε­ρισσότεροι άγγελοι στο τέλος πίστευαν περισσότερο τα ψέμματα των ψευδοδιδασκάλων αρχηγών της ανταρσίας κατά του Θεού, πα­ρά τον ίδιο το λόγο Του, που άκουγαν μεσ’ στην καρδιά τους.

Το ίδιο «σενάριο» επαναλαμβάνεται καθημερινά με τον κάθε άνθρωπο και σε όλη την εξέλιξη του. Έτσι, μέχρι να αποφασίσει μόνος του ελεύθερα να επιλέξει το καλό και αληθινό, παραμένει πνευματικά νεκρός.

Συνειδητά ή ασυνείδητα όλους τους ανθρώπους τούς διακατέχει ο πόθος να λάβουν φως από τον κόσμο του πνεύματος και να απε­λευθερωθούν από το υπαρξιακό τους άγχος, γιατί ο εσωτερικός ε­αυτός δεν είναι ευτυχισμένος στο σκοτάδι της Γης, όσο κι αν ναρ­κώνεται -με διάφορους τρόπους- ο εξωτερικός άνθρωπος. Λίγοι όμως έχουν ωριμάσει τόσο που να επιλέξουν το σωστό δρόμο στρε­φόμενοι απευθείας στην ίδια την Αλήθεια, το Δημιουργό, και με το σωστό πνεύμα, για να τους ικανοποιήσει τον πόθο για ελευθερία και φως.

Η αναλήθεια ή η πλάνη δεν οδηγούν στην ελευθερία, την ένωση με τον Θεό, καθώς σημαίνουν έλλειψη ελευθερίας· και στη συγκε­κριμένη φάση της ιστορίας της ανθρωπότητας, επειδή βρίσκεται στο τέλος μιας λυτρωτικής περιόδου της Γης, η αναλήθεια συνεπά­γεται μάλιστα πλήρη και οδυνηρή στέρηση της ελευθερίας, μια που οι περισσότεροι λόγω της ανεπαρκούς ωριμότητας τους θα επανα­λάβουν τη μακριά επίπονη πορεία μέσα στα βασίλεια της φύσης.

Γι’ αυτό λέγεται στην Ντούντε:

«Δεν υπάρχουν αρκετά μελανά χρώματα για να σας περιγράψουν το τι σημαίνει το ότι αποποιείστε πάλι την ελευθερία που αποκτή­σατε μέχρι τώρα και επιστρέφετε σε εκείνο το σημείο απ’ όπου σας βοήθησαν να αναδυθείτε η αγάπη και η χάρη Μου…».

Από τα παραπάνω πρέπει να έγινε σαφές ότι η Βίβλος έχει μεν ένα εσωτερικό νόημα, που αποκαλύπτεται στα μάτια της αγάπης, όμως ο θείος Λόγος δεν είναι απόκρυφη διδασκαλία. Μπορεί, βέ­βαια, να είναι κεκαλυμμένος, όμως όποιος κατέχει το θείο φως δεν το κρύβει, αλλά το βάζει στο λυχνοστάτη, για να φωτίζει τους πά­ντες (Ματθ. 5, 15, Μάρκ. 4, 21, Λουκ. 11, 33).

Από τα προηγούμενα πρέπει να έγινε σαφής ο διαχωρισμός με­ταξύ χριστικής και ινδικής θεοσοφίας. Ένα παρακλάδι της τελευ­ταίας είναι επίσης η ανθρωποσοφία του Ρούντολφ Στάινερ, που θα εξεταστεί αργότερα.

(ΟΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΚΟΣΜΟΙ, εκδ. Πύρινος Κόσμος)

** Άρια Κοινότητα

 

2020-03-25T18:03:49+00:00