Κριτήρια για τη διάκριση ανάμεσα σε λευκή και μαύρη μαγεία και σε «θείους ανθρώπους»
Στο Ι κεφάλαιο γνωρίσαμε γενικότερα τα μεγάλα ρεύματα που τροφοδοτούν (και τροφοδοτούνται από) τη μαγική σκέψη, την αστρολογία, την Καμπάλα και τη μαντεία. Ακολουθώντας την πορεία αυτών των ρευμάτων μέσα στο χρόνο, θα τα συναντήσουμε να συρρέουν άλλοτε υπόγεια κι άλλοτε φανερά, ειδικά σε εποχές συγκρητισμού, όπως η ελληνιστική περίοδος, αλλά και η δική μας.
Ας δούμε τι γράφουν ο Μιρσέα Ελιάντε και ο Ιοάν Κουλιάνο στο «Λεξικό των Θρησκειών» (εκδόσεις Χατζηνικολή) για το πνευματικό κλίμα της εποχής εκείνης:
…Η αστρολογία σαν σύνθεση δύο συστημάτων —της κίνησης των άστρων και της επίγειας ύπαρξης— προέρχεται από τη Μεσοποταμία και την Αίγυπτο, αλλά ο ελληνιστικός συνδυασμός πολλών ανατολικών στοιχείων με την ελληνική αστρονομία είναι μοναδικός. Αποδίδεται στον αιγυπτιακό θεό Ερμή-Θωθ, εμφανίζεται προς το τέλος του 3ου αιώνα π.Χ., και απασχολείται με προβλέψεις τόσο καθολικές (γενικά, κοσμικόν θέμα) όσο και ατομικές, σχετικές με το μέλλον, καθώς και με ιατρικές συμβουλές (ιατρομαθηματικά).
…Η μαγεία κατά την ελληνιστικο-ρωμαϊκή περίοδο αποδεικνύεται από την άφθονη παραγωγή σε επικλήσεις, σύμβολα, ξόρκια, φυλακτά, αφορισμούς και ύμνους, που διατηρούνται σε εγχειρίδια στα ελληνικά και στα δημοτικά αιγυπτιακά — οι περίφημοι «μαγικοί πάπυροι». Τα κείμενα για τη μαγεία αφθονούν και στη λογοτεχνία της εποχής.
…Οι θαυματουργοί\ χωρίς να είναι δημιούργημα του ελληνισμού, θα επιβιώσουν και στη χριστιανική εποχή, καθώς μάλιστα μερικοί μελετητές είδαν στο πρόσωπο του Ιησού ένα μάγο. Το θαύμα, εκείνη την εποχή, αποτελούσε στοιχείο της καθημερινής ζωής. Οι μάγοι δεν πρόβαλλαν την ικανότητα να γίνονται αόρατοι, να έχουν το χάρισμα των γλωσσών και να μεταφέρονται στη στιγμή μέσα στο χώρο; Δεν έπειθαν ότι ήταν δυνατό να επηρεάσουν εξ αποστάσεως όχι μόνον τις ανθρώπινες υπάρξεις, αλλά ακόμη και τα στοιχεία της φύσης; Δεν θα έπρεπε, λοιπόν, να εκπλαγούμε από το γεγονός ότι ot άνθρωποι πίστευαν στις πιο απίθανες ιστορίες. Το τυπικό πορτραίτο του ελληνιστικού «θείου ανθρώπου» ήταν ο Απολλώνιος ο Τυανεύς (1ος αιώνας μ.Χ.), σύμφωνα με τη βιογραφία του από τον Φιλόστρατο (περ. 217). Ο Απολλώνιος, μυημένος στην αρχαία πυθαγορική σοφία, ήταν κάτι ανάλογο με τους Βραχμάνους και τους Αιγύπτιους ιερείς.
Αργότερα, νεοπλατωνικοί συγγραφείς, όπως ο Πορφύριος (περ. 234-301/5) και ο Ιάμβλιχος (περ. 250-330) θα συντάξουν ένα Βίο του Πυθαγόρα βασισμένο σε προγενέστερες παραδόσεις, αναγορεύοντας τον αρχαίο φιλόσοφο ως πρότυπο κάθε «θείου ανθρώπου» {θείος ανήρ). Η διδασκαλία της θεουργίας, όπως παρουσιάζεται στα Χαλδαϊκά Λόγια, που γράφτηκαν το 2ο αιώνα μ.Χ. από τον Ιουλια- νό τον Χαλδαίο και το γιο του Ιουλιανό τον Θεουργό, και όπως προβάλλεται από τους νεοπλατωνικούς, από τον Πορφύριο ώς τον Μιχαήλ Ψελλό (11ος αιώνας), διδάσκει πώς να επικαλούμαστε τους θεούς και να εξασφαλίζουμε τη μεσολάβησή τους. Πριν προσηλυτιστεί στο χριστιανισμό και γίνει επίσκοπος, ο νεοπλατωνικός Συνέ- σιος από την Κυρήνη (περ. 370-414) είχε γράψει την πραγματεία Περί των ονείρων, όπου ισχυριζόταν ότι το όνειρο είναι ο καταλληλότερος χώρος συνάντησης με τους θεούς. Επίσης, στη φιλοσοφία του Πλωτίνου (205-270), ιδρυτή του νεοπλατωνισμού, υπέρτατος σκοπός της ύπαρξης είναι η εκστατική ένωσή της με τον παγκόσμιο Νου· οι μαθητές του θα καταλήξουν να πολλαπλασιάσουν τα ενδιάμεσα όντα και τις συναντήσεις μαζί τους.
Η αλχημεία είναι επίσης μια ελληνιστική διδασκαλία, που αναπτύσσεται κατά τον 3ο και 4ο αιώνα μ.Χ. με τα γραπτά του Ζωσιμά και των σχολιαστών του. Τα αλχημιστικά κείμενα ενσωματώνονται καθ’ ολοκληρίαν στο ελληνιστικό, θρησκευτικό περιβάλλον, που υπερτονίζει τη μύηση και τη συνακόλουθη αλλαγή, δηλαδή την ποιοτική «μεταβολή» του ατόμου.
Ο ερμητισμός αποτελεί ένα από τα δημιουργήματα του ελληνισμού. Τα αστρολογικά βιβλία, που αποδίδονταν στην αθάνατη σοφία του αιγυπτιακού θεού Ερμή-Θωθ, είχαν ήδη εμφανιστεί από τον 3ο αιώνα μ.Χ., αλλά αυτό που αποκαλούμε Corpus hermeticum είναι μια συλλογή γραπτών διαφόρων ειδών, που συντάχθηκε από το 100 ώς το 300 μ.Χ. και που αναμφίβολα γνώρισε κάποιες αλλαγές στους γνωστικούς κύκλους. Στην πραγματικότητα, ο ερμητισμός αποτελεί μια ετικέττα για τις γνώσεις της αστρολογίας, της μαγείας και της αλχημείας, που αποτελούν πολιτιστικά δάνεια εκείνης της εποχής. Μόνον η κοσμογονία της πραγματείας Ποιμανδρής είναι πρωτότυπη. Η ύπαρξη μιας ερμητικής κοινότητας κατά τους πρώτους αιώνες μ.Χ. είναι προβληματική, ενώ η ύπαρξή της κατά το Μεσαίωνα αποτελεί σίγουρα ένα κακόγουστο παραμύθι.
ΙV 1. Αποκρυφισμός και Αλχημεία
Δεν μπορούμε να ασχοληθούμε με τη μαγεία χωρίς ν’ αναφερθούμε ταυτόχρονα και στην αλχημεία και ιδιαίτερα στις καταβολές και στις συνέπειές της στην πνευματική ζωή της ανθρωπότητας μέχρι και σήμερα. Καταρχάς θα δούμε τι θεωρούν οι ίδιοι οι αλχημιστές για την τέχνη τους και στη συνέχεια θα επικεντρωθούμε σε μερικά από τα κέντρα βάρους της αλχημείας.
Εννοείται ότι σ’ αυτήν την εξέταση θ’ αναφερθούμε επίσης σε ορισμένες, σπάνιες λαμπρές φυσιογνωμίες της ακμής της αλχημείας, όπως ο Παράκελσος.
Παράλληλα όμως θα δείξουμε και τις αρνητικές συνέπειες που είχε το μείγμα μαγικής –νεοπλατωνικής –μεσαιωνικής σκέψης τόσο σε κύκλους των διανοούμενων όσο και στον απλό λαό. Γιατί τα παραπροϊόντα της αλχημείας ήταν μ.ά. οι ψευτοεπιστήμονες αστρολόγοι, οι μαγγανευτές και οι μαύροι μάγοι, και τα αναρίθμητα βιβλία με οδηγίες μαγείας. Όλο αυτό το σκηνικό οδήγησε σε παράπλευρες απώλειες με τρομερές συνέπειες: την ασύμμετρη πίστη στη δαιμονική –διαβολική κυριαρχία και το κυνήγι των μαγισσών που προέκυψε απ’ αυτήν την πίστη.
Οι καρποί των ρευμάτων αυτών επιβίωσαν και πολύ αργότερα, ακόμη και στους μεταγενέστερους Ροδόσταυρους και Τέκτονες. Τα πνευματικά παράγωγα της μεσαιωνικής σκέψης τα συναντάμε μέχρι και σήμερα, με λίγο ως πολύ εύηχα ονόματα στο ευρύ πεδίο του εσωτερισμού. Έτσι θα ανατρέξουμε στις πηγές πολλών παραδόσεων και φαινομένων του εσωτερισμού, που μας απασχόλησαν ως τώρα.
ΙV2. Ο Αποκρυφισμός
Αποκρυφισμός είναι ένας συλλογικός όρος που περιλαμβάνει τις μυστικές δυνάμεις που δρουν στη σφαίρα της ψυχής, της φύσης και στις σχέσεις μεταξύ των δύο.
Αποκρυφιστές είναι εν μέρει μεγάλοι φιλόσοφοι και ερευνητές που πειραματίζονται, ανοίγουν δρόμους, γράφουν βιβλία, δημιουργούν σχολές σκέψης και μυστικές εταιρείες. Είναι ευνόητο βέβαια ότι εκτός από σοβαρούς διανοητές, υπάρχουν και μεγάλοι τσαρλατάνοι οι οποίοι αναζητούν προσωπική δόξα, επιρροή και χρήμα.
Η πιο αντιπροσωπευτική φιγούρα στην πρώτη κατηγορίια στα τέλη του Μεσαίωνα ήταν ο Κορνήλιος Αγρίππας φον Νέττεσχαϊμ (1487-1553). Είχε πολύ μεγάλη μόρφωση, μιλούσε οκτώ γλώσσες, ο δε μαθητής του και μετέπειτα εκδότης του, ο Βάιερ, θαύμαζε την τεράστια βιβλιοθήκη του. Μία τέτοια πολυμάθεια προκαλούσε σταθερά την εχθρότητα από τις κοινότητες των μοναχών που τον κατηγορούσαν για μαγεία, με αποτέλεσμα να περιπλανάται μόνιμα σαν περιπετειώδης κοσμοπολίτης από τη μία ευρωπαϊκή χώρα στην άλλη.
Το 1511 συνέγραψε το πρωτόλειο έργο του “De occulta philosophia”, για την απόρυφη φιλοσοφία. ωστόσο το έδωσε για έκδοση πολύ αργότερα, το 1530, αναγκασμένος εκ των πραγμάτων να παρέμβει, προκειμένου να βάλει τέλος σε μία πληθώρα από ψευδεπίγραφα συγγράμματα που χρησιμοποιούσαν το όνομά του. Τον ίδιο καιρό δημοσίευσε το δεύτερο κύριο έργο του με τον τίτλο “De incertitudine et vanitate scientiarum et artium et excellentia verbi divini”, για την αβεβαιότητα και τη ματαιότητα των επιστημών, σε αντιδιαστολή με την υπεροχή του θείου Λόγου. Σ’ αυτό το έργο αποκήρυξε το πρώτο του βιβλίο και δήλωσε ότι δεν υπάρχει βεβαιότητα στη γνώση, επειδή είμαστε πεπερασμένα και εφήμερα όντα. “Deus verax, homo mendax” ήταν μία μόνιμη ρήση του. καθώς μόνον ο θεός είναι αληθινός και ο άνθρωπος ψεύδεται, μονάχα η Αγία Γραφή είναι φερέγγυα. Στη βάση τού ότι μόνο ο θεός είναι η αλήθεια, αποκήρυξε επίσης τη μαγεία και την αστρολογία, τις οποίες εξεθείαζε στο νεανικό του έργο.
Ωστόσο ο τίτλος του νεανικού του πονήματος πέρασε στην ιστορία, καθότι καθιέρωσε τον όρο «αποκρυφισμός» εννοώντας σκοτεινές, μυστηριώδεις διδασκαλίες συμπεριλαμβανομένης και της μαγείας. Εκείνη την εποχή τα όρια μεταξύ επιστήμης και μαγείας ήταν ρευστά για τους περισσότερους. Στοχαστές όπως ο Αγρίππας βασίστηκαν στη νεοπλατωνική φιλοσοφία, προκειμένου ν’ αποδείξουν την ενότητα επιστήμης και μαγείας. Ο Αγρίππας, όπως και ο νεοπλατωνιστής μάγος, ήθελε να επιτύχει την ανάβαση στον ουρανό για ν’ αποσπάσει τη θεία συνδρομή.
Οι νεοππλατωνιστές θεουργοί υποστήριξαν ότι ο άνθρωπος πρέπει να βοηθηθεί από ένας θεό για να πετύχει τη θέωσή του. Με τη θεουργία μπορεί να ενεργοποιήσει τον θεό, ώστε να του δώσει αυτά που θέλει, γνώσεις, ικανότητες κλπ. «Γι’ αυτό και τα όρια μεταξύ θεουργίας και μαγείας παρέμεναν συνήθως ασαφἠ. Η θεωρία της θεουργίας, όπως και της μαγείας, βασίζεται στην αρχή της παγκόσμιας συμπάθειας, δηλ. της πίστης σε μία κρυφή ενότητα μεταξύ εικόνας και πρωτοτύπου. Επενεργώντας με το σωστό τρόπο πάνω στη θεϊκή εικόνα, ο θεουργός (ή ο μάγος) μπορούσε να κινήσει τον ίδιο το θεό (ή το δαίμονα) (Θρησκειολογικό Λεξικό, εκδ. Ελληνικά Γράμματα)
Ο Αγρίππας πρέσβευε ότι όποιος θα ήταν εφοδιασμένος με ουράνιες γνώσεις και δυνάμεις που αποφέρει η ανάβαση και η επαφή με το Θείο, θα μπορεί να επιστρέψει στη Γη και να τολμήσει να κατακτήσει την ύψιστη γνώση. Η αστρολογία, τα μαθηματικά και θρησκευτικές τελετές είναι τα εργαλεία του. Το ωροσκόπιο που στηρίζεται στην αρμονία των κοσμικών δυνάμεων, γι’ αυτό γνωρίζει και το προσωπικό του μέλλον.
Άρα στο νεανικό του έργο ο Αγρίππας υποστήριζε την ισχύ των μαγικών συμβόλων και επωδών, εφόσον βέβαια υπάρχει επαφή με ανώτερες δυνάμεις. «Γιατί το Πάνω έλκει το Κάτω και το Κάτω μεταβάλλεται ώστε γίνεται ίδιο με το Πάνω», θεωρούσε τότε ο νεαρός Αγρίππας, όπως ήταν άλλωστε και το πνεύμα της εποχής του.
Ωστόσο παρ’ όλο που αναθεώρησε τη στάση του απέναντι στο νεανικό του πιστεύω, η ζημιά είχε ήδη γίνει και του έμεινε ανεπανόρθωτα το στίγμα του μάγου (βλ. π.χ. στην Εγκυκλοπαίδεια Δομή τη λανθασμένη παρουσίαση του έργου του ως «κατά της επιστήμης»). Η χειρότερη συνέπεια ήταν όμως, ότι στο μεταξύ το πρώτο βιβλίο του είχε διαδοθεί σε αστρολόγους και μάγους. Επιπλέον, 27 χρόνια μετά το θάνατο του εμφανίστηκε ξαφνικά άλλο ένα βιβλίο μαγείας με το όνομά του, το οποίο ο Βάιερ καταδίκασε με αποτροπιασμό ως πλαστό.
Εντούτοις η φήμη του Αγρίππα παρέμεινε αμφιλεγόμενη. Μία τέτοια υστεροφημία δεν είναι ασυνήθιστη στο χώρο του αποκρυφισμού. Στη λαϊκή δεισιδαιμονία υπάρχει η πλάνη, η παράλογη πίστη σε υπερφυσικές και μυστηριώδεις δυνάμεις, η οποία πίστη κληρονομιέται αμετάβλητη άκριτα και παραδοσιακά.
Αντίθετα στον λόγιο αποκρυφισμό η πίστη του πρώτου διδάξαντα δημιουργεί μία σχολή σκέψης. Βέβαια εάν δεν έχει μείνει πίσω του πλήρως καταγεγραμμένη η διδασκαλία του, συμβαίνει συχνά να εμφανίζονται ξαφνικά πάπυροι, βιβλία κ.τ.ό. που «πέφτουν από τον ουρανό» ή ξεθάβονται από κάποια κρυψώνα, όπως π.χ. έγινε με τους Ροδόσταυρους. Τότε δεν είναι σπάνιο μέσα από τέτοιες «ανακαλύψεις», που βρίθουν από προσθήκες και διαστρεβλώσεις, ο φιλόσοφος να μεταμορφωθεί σε μάγο. Έτσι π.χ. τον Αλβέρτο τον Μέγα ο θρύλος τον μετέτρεψε σ’ ένα μάγο που κατασκεύασε το γκόλεμ, ένα ανθρώπινο ομοίωμα που ζωντανεύει με μία καμπαλιστική τεχνική, με σκοπό να υπηρετεί το δημιουργό του.
Στη χειρότερη περίπτωση, οι οπαδοί του φιλόσοφου που έχει μετατραπεί σε μάγο αναζητούν το μυστήριο και το παράλογο που θα γαργαλίσουν την περιέργειά τους, όπως έγινε π.χ. με τον Παράκελσο. Στην καλύτερη περίπτωση, οι οπαδοί είναι εσωτεριστές, οι οποίοι συνεχίζουν την επιστημονική σχολή του δάσκαλου με υπεύθυνη στάση απέναντι στην παράδοση αλλά και απέναντι σε νέα ρεύματα σκέψης. Συνήθως όμως με τον καιρό η διδασκαλία αναμειγνύεται με αποκρυφιστικά στοιχεία, όπως έγινε και στην περίπτωση του Αντρεάε, πατέρα της ροδοσταυρικής ιδεολογίας, όπως διαπιστώθηκε στο κεφάλαιο για το Ροδοσταυρισμό. (βλ. Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΕΙΝΑΙ ΓΥΜΝΟΣ!) Η ιστορία, ιδίως του 20ού αιώνα, δείχνει παραστατικά ότι όταν απαξιώνονται θεσμοί και παλιές αυθεντίες όπως λ.χ. η χριστιανική πίστη, τη θέση τους καταλαμβάνουν νέες κοσμοθεωρίες που βασίζονται στον αποκρυφισμό.
Ας δούμε τι λέει η εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ για την αλχημεία:
αλχημεία: (αραβ.al–kimiyo). Ψευδοεπιστήμη που ασκήθηκε κατά την τελευταία περίοδο της αρχαιότητας και στη διάρκεια του Μεσαίωνα. Σκοπός της ήταν η μετατροπή οποιουδήποτε μετάλλου σε χρυσό, ενώ ορισμένοι κλάδοι της οδήγησαν σταδιακά στη σύγχρονη χημεία.
Οι έρευνες των αλχημιστών εντοπίστηκαν στην προσπάθεια εύρεσης μιας στερεός ουσίας, της επονομαζόμενης φιλοσοφικής λίθου, ικανής να πραγματοποιήσει αυτή τη μετατροπή. Από αυτή την ουσία ή από άλλα συνθετικά θα ήταν δυνατή στη συνέχεια, όπως νόμιζαν οι αλχημιστές, η σύνθεση ενός ελιξιρίου μακροζωίας, το οποίο θα μπορούσε να παρατείνει απεριόριστα την ανθρώπινη ύπαρξη (πανάκεια). Σύμφωνα με ορισμένα αλχημιστικά κείμενα (μυστικιστική ή εσωτερική α.), η φιλοσοφική λίθος δεν μπορεί να βρεθεί εμπειρικά, με ένα σύνολο εννοιών και μεθόδων, αλλά μόνο με τη θεία εύνοια· δεν πρόκειται, επομένως, για υλική αναζήτηση, αλλά για σύμβολο μιας εσωτερικής εμπειρίας, την οποία βιώνει ο άνθρωπος για να φτάσει σε μια ανώτερη πνευματική ανάπτυξη. Αναμφίβολα τόσο η μυστικιστική όσο και η εμπειρική α. εμφανίζονται συνδεδεμένες, ενώ η γλώσσα των αλχημιστών -οι οποίοι έκρυβαν κάτω από συμβατικά ονόματα τις διάφορες ουσίες που χρησιμοποιούσε η επιστήμη τους- εμφανίζεται αινιγματική και μαγική. Ωστόσο, αν και η α. στηριζόταν σε μαγικές ή μεταφυσικές βάσεις και όχι στην κυριολεξία πειραματικές, οι μέθοδοί τους, τις οποίες πολλοί πρόσεξαν και μιμήθηκαν, προσέφεραν πολύτιμη συμβολή στην εμφάνιση της χημείας, έτσι ώστε δικαιολογημένα να θεωρείται η α. ως το πρώτο και απαραίτητο σκαλοπάτι της νεότερης επιστημονικής έρευνας.
Οι αρκετά συγκεχυμένες πρώτες αρχές της ανάγονται στον ελληνικό, βαβυλωνιακό και ινδικό πολιτισμό.
Οι Άραβες πήραν τις έννοιες και τις μεθόδους και τις ανέπτυξαν, με Βάση όσα είχαν μάθει σχετικά με το συγκεκριμένο θέμα από τις συχνές τους επαφές με τους Κινέζους.
Αφού δέχτηκε την αραβική επίδραση, η α. έφτασε γύρω στο 1000 στην Ευρώπη, όπου έγινε ευνοϊκά δεκτή από ανθρώπους της επιστήμης αλλά και απατεώνες, συνάντησε όμως την εχθρότητα της Εκκλησίας, που υποψιαζόταν πηγές αιρέσεων. Με την πάροδο του χρόνου, μολονότι οι αλχημιστές δεν εγκατέλειπαν την ελπίδα ανεύρεσης της φιλοσοφικής λίθου ή του ελιξιρίου της μακροζωίας, αναδύθηκαν τα πρώτα προβλήματα που ι αποτέλεσαν τις Βάσεις της σύγχρονης χημείας. Τον 13ο αι. προσωπικότητες όπως ο Βάκων (Βλ. λ.), ο Αρνόλντους Βιλανοβάνους και ο Ραμόν Λούλιο (βλ. λ.), αφιερώθηκαν στη μελέτη των κραμάτων και των χρωστικών ουσιών. Τον 16ο αι., που μαζί με τον προηγούμενο αντιπροσωπεύουν την περίοδο ακμής των αλχημιστικών μελετών, έζησε και ο περίφημος Παράκελσος (βλ. λ.).
ΙV2Β Αυτοπαρουσίαση της αλχημείας*
«Αναδύεται η ερώτηση για το πώς ήταν δυνατό να υπάρχει αλχημεία ίσως ήδη από τους προϊστορικούς χρόνους και από την Εγγύς μέχρι και την Άπω Ανατολή. Οι περισσότεροι ιστοριογράφοι απαντούν συνήθως ότι οι άνθρωποι υπέκυπταν κάθε τόσο στον πειρασμό να μετατρέψουν ευτελή μέταλλα σε χρυσό κι αργυρό για να αποκτήσουν γρήγορα πλούτη. Και αυτό συνεχίστηκε μέχρι που η εμπειρική χημεία του 18ου αιώνα απέδειξε οριστικά ότι αυτό είναι αδύνατο. Στην πραγματικότητα τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά και εν μέρει τελείως αντίθετα.
Χρυσός και αργυρός ήταν ιερά μέταλλα προτού ακόμη χρησιμοποιηθούν ως μέτρο εκτίμησης και εμπορευματοποίησης αγαθών. Όντας επίγειες απεικονίσεις του ήλιου και της σελήνης, συμβόλιζαν επίσης τις πνευματικές και ψυχικές ιδιότητες που αποδίδονταν σ’ αυτό το ουράνιο ζευγάρι.
…Για έναν εμπνευσμένο στοχαστή, που θεωρούσε ότι ο ήλιος και ο χρυσός ανήκαν στην ίδια οντότητα, ήταν ευνόητο ότι υπάρχει ένας εσωτερικός χρυσός ή καλύτερα ακόμη ότι ο χρυσός έχει μία εξωτερική όπως και μία εσωτερική πραγματικότητα. Σ’ αυτήν αποκλειστικά τη θεώρηση βρίσκεται το υπόβαθρο της αλχημείας, η οποία ανάγει την ύπαρξή της σε μία ιερατική τέχνη της αρχαίας Αιγύπτου. γιατί η αλχημιστική παράδοση που εξαπλώθηκε σε Ανατολή και Δύση και πιθανότατα επηρέασε ακόμη και την ινδική αλχημεία, αναγνωρίζει ως ιδρυτή της τον Ερμή τον Τρισμέγιστο. Ο «τριπλά μέγας Ερμής» ήταν η ελληνική ονομασία του αιγυπτιακού θεού Θωθ, ο οποίος είχε υπό την αιγίδα του τις τέχνες και τις επιστήμες των ιερέων, όπως ήταν παρόμοια για τον Ινδουισμό ο θεός Γκανέσα.
…Το συμπέρασμα για την καταγωγή της Μεσανατολικής και Δυτικής αλχημείας από την Αίγυπτο ενισχύεται επίσης από το γεγονός ότι πολλές χειροτεχνικές διαδικασίες που συνδέονται με την αλχημεία και από τις οποίες προέρχεται η αλληγορική γλώσσα της, εμφανίζονται σαν ομοιογενής ομάδα από τους ύστερους αιγυπτιακούς χρόνους μέχρι και τα μεσαιωνικά βιβλία συνταγών, καταδεικνύοντας εμφανή προέλευση ορισμένων στοιχείων από την Αίγυπτο.
…Κατά πάσα πιθανότητα η Αλεξάνδρεια της ύστερης αιγυπτιακής (σ.τ.μ. ελληνιστικής) περιόδου υπήρξε το χωνευτήριο, όπου η αλχημεία έλαβε τη μορφή που ξέρουμε παράλληλα με άλλες κοσμολογικές επιστήμες και τέχνες. Πιθανότατα πρέπει εκείνη την εποχή η αλχημεία ν’ αφομοίωσε και ορισμένα στοιχεία από ελληνικούς και ασιατικούς μύθους, πράγμα που ασφαλώς δεν έγινε βεβιασμένα ούτε αυθαίρετα. Η ανάπτυξη μίας αυθεντικής παράδοσης μοιάζει μ’ εκείνη ενός κρυστάλλου, που έλκει συγγενή σωματίδια για να τα ενσωματώσει.
…Η αλχημεία πέρασε στη χριστιανική ρωμαϊκή αυτοκρατορία καταρχάς μέσω του Βυζαντίου και αργότερα σε πολύ μεγαλύτερη έκταση μέσω της Ισπανίας που βρισκόταν υπό την κατοχή των Αράβων. Στον ισλαμικό κόσμο γνώρισε δε τη μεγαλύτερη ακμή της.
…Στην Αναγέννηση ένα νέο κύμα βυζαντινής αλχημείας έφτασε στη Δύση μαζί με την αφομοίωση της ελληνικής παιδείας. Πολλά αλχημιστικά έργα τυπώθηκαν το 16ο και 17ο αιώνα, ενώ μέχρι τότε υπήρχαν μόνο σε χειρόγραφα, που κυκλοφορούσαν λίγο ως πολύ κρυφά. Με την εκτύπωση ευνοήθηκε η μελέτη των ερμητικών γραφών, που γνώρισαν μεγάλη εξάπλωση, όμως σύντομα έδυσε το άστρο τους και παρήκμασαν.
…Μακροβιότερη της υπό τη στενή έννοια αλχημείας αποδείχτηκε η θυγατρική της ιατρική, την οποία ο Παράκελσος ονόμασε «σπαγυρική» από τις ελληνικές λέξεις «σπάω» και «αγείρω», αντίστοιχα με την αλχημιστική διάλυση και σύνθεση “solve et coagula”.
IV2 Γ Η φύση της αλχημείας
…Στην πραγματικότητα μπορούμε να ονομάσουμε την αλχημεία τέχνη των ψυχικών μεταμορφώσεων. Με αυτό δεν αρνούμαστε ότι οι αλχημιστές όντως γνώριζαν χημικά παρασκευάσματα και πράξεις μεταλλουργίας, όπως τα κράματα. Ωστόσο το καθαυτό έργο τους ήταν η ψυχική μεταμόρφωση και όλες αυτές οι πράξεις συνιστούσαν απλώς εξωτερικά σύμβολα βιωμάτων.
…Σύμφωνα με την αλχημιστική θεωρία ο χρυσός αποτελεί τον καθαυτό προορισμό της φύσης των μετάλλων, καθώς όλα τ’ άλλα μέταλλα είναι τρόπο τινά προπαρασκευαστικές βαθμίδες. «Ο χαλκός δεν ησυχάζει και δεν αναπαύεται μέχρι να γίνει χρυσός», λέει ο Μάιστερ Έκχαρτ, εννοώντας την ψυχή που λαχταράει να βρει την αιώνια φύση της. Επομένως οι αλχημιστές δεν ήθελαν, όπως φημολογείται, να μετατρέψουν κοινά μέταλλα σε χρυσό με βάση μυστικές συνταγές που μόνο οι ίδιοι τις πίστευαν. Όποιος αυτό ήθελε πράγματι, ανήκε στους επονομαζόμενους καρβουνιάρηδες, οι οποίοι πάσχιζαν να πραγματοποιήσουν το «Μέγα Έργο» μελετώντας απλώς τις γραφές, τις οποίες μόνο επιφανειακά κατανοούσαν, γιατί δεν είχαν σχέση με τη ζωντανή αλχημιστική παράδοση.
…Λόγω της «απρόσωπης» θεώρησης του ψυχικού κόσμου, η αλχημεία βρίσκεται πιο κοντά στο δρόμο της Γνώσης, παρά της Αγάπης.
…Ένας περαιτέρω λόγος γιατί η αλχημιστική διδασκαλία κρύβεται κάτω από πέπλα μυστηρίου, είναι το γεγονός ότι δεν απευθύνεται στον καθένα. Η «βασιλική Τέχνη» προϋποθέτει μια κατανόηση εκτός των ειωθότων, πέρα από τους συνήθεις δρόμους, και επιπλέον μία ορισμένη αρετή, χωρίς την οποία η άσκησή της θα συνεπαγόταν όχι αμελητέους κινδύνους για την ψυχή.
…Ο Geber, (σ.τ.μ. σπουδαίος Άραβας αλχημιστής του μεσαίωνα – 8ο αιώνα μ.Χ. – που υποστήριζε ότι τα ευτελή μέταλλα ωριμάζοντας γίνονται ευγενή και ότι συντίθενται από δύο συστατικά σε διαφορετικές αναλογίες, τον υδράργυρο και το θείο), έγραφε: «Δεν πρέπει να παρουσιάζουμε αυτήν την τέχνη με εντελώς μυστηριώδεις λέξεις αλλά ούτε και να την εξηγούμε με τέτοια ενάργεια ώστε να την καταλαβαίνουν όλοι. Γι’ αυτό την διδάσκω έτσι που να μην είναι κρυφή για τους σοφούς, όμως οι χαζοί και οι πλανημένοι δεν θα μπορούν να καταλάβουν απολύτως τίποτα…»
… Όπως κάθε ιερή τέχνη, ήτοι όπως κάθε μέθοδος που μπορεί να οδηγήσει στην πραγματοποίηση ανώτερων καταστάσεων συνείδησης, έτσι και η αλχημεία βασίζεται σε μία μύηση. Κατά κανόνα τις οδηγίες για το έργο πρέπει να τις δώσει ένας δάσκαλος και μόνον σε σπάνιες περιπτώσεις, όταν διακόπτεται η αλυσίδα από άνθρωπο σε άνθρωπο, συμβαίνει κατά θαυμαστό τρόπο να αναπληρώνει το κενό η πνευματική επιρροή.
ΙV2 Δ Η tabula smaragdina
Το νόημα και η ανάπτυξη του αλχημιστικού έργου περιέχονται στο «Σμαραγδένιο Πίνακα». Αυτό το σύγγραμμα αυτοπαρουσιάζεται ως αποκάλυψη του Τρισμέγιστου Ερμή και ως τέτοιο το εξέλαβαν επίσης οι μεσαιωνικοί αλχημιστές. Ο πρώτος που αναφέρεται σ’ αυτό ήταν ο Geber (σ.τ.μ. το εκλατινισμένο όνομα του Djabir Ibn Hayyan), ενώ ο Μέγας Αλβέρτος γνώριζε ήδη τη λατινική μετάφρασή του. Πάντως το ύφος του Σμαραγδένιου Πίνακα δείχνει προϊσλαμική προέλευση. καθότι μάλιστα συμφωνεί πλήρως με το πνεύμα της ερμητικής παράδοσης, δεν υπάρχει κανένας λόγος ν’ αμφισβητηθεί η συνάφειά του με τις καταβολές του ερμητισμού. Εντούτοις θ’ αφήσουμε αναπάντητο το ερώτημα αν με το όνομα του Ερμή του Τρισμέγιστου εννοείται ένας άνθρωπος ή ένα ιερατικό – προφητικό αξίωμα, το οποίο είχε σχέση με τον θεό Ερμή –Θωθ.
…Η μεταμόρφωση κοινών μετάλλων σε χρυσό ασφαλώς δεν είναι ο πραγματικός στόχος της αλχημείας ούτε μπορεί ποτέ να πραγματοποιηθεί, εάν αποτελεί την αποκλειστική επιδίωξη του αλχημιστή. Πάντως υπάρχουν ορισμένες μαρτυρίες για την ορατή υλοποίηση του Μεγάλου Έργου, τις οποίες δεν μπορεί ν’ αγνοήσει κανείς. Σε σπάνιες περιπτώσεις, όπου πραγματώθηκε εσωτερικά, μπόρεσε να παρουσιαστεί και στο εξωτερικό πεδίο. αυτό όμως δεν έγινε ως αποτέλεσμα κάποιων χημικών εργασιών, αλλά απετέλεσε μία αυθόρμητη επενέργεια μίας εξαιρετικής πνευματικής κατάστασης που εκδηλώθηκε προς τα έξω. Το επίτευγμα της πνευματικής μεταμόρφωσης αποτελεί από μόνο του ένα θαύμα, που ασφαλώς δεν είναι λιγότερο σημαντικό από την αιφνίδια μετάλλαξη ενός ευτελούς μετάλλου σε χρυσό.
…Ως εκ τούτου η σωματική μεταμόρφωση των μετάλλων ήταν σαν ένα σημάδι, το οποίο δήλωνε ταυτόχρονα ότι είχε επιτευχθεί η ιεροποίηση τόσο του χρυσού όσο και του ανθρώπου, του ανθρώπου που είχε ολοκληρώσει το εσωτερικό Έργο».
ΙV 3 Ο Παράκελσος, ένας άνθρωπος του Θεού
Παράκελσος ήταν το παρωνύμιο του Γερμανοελβετού γιατρού, φιλόσοφου και αλχημιστή Τεοφράστους Μπόμπαστ φον Χοενχάιμ (1493-1541). Άποροι και άρρωστοι (μεταξύ αυτών και ο Έρασμος) τον λάτρευαν λόγω της μεγαλοψυχίας του. Η φιλοσοφία του ήταν: «Ο γιατρός έρχεται από τον Θεό και το υπόβαθρο κάθε φαρμάκου είναι η αγάπη»!
Γνωστός είναι κυρίως ως γιατρός, ενώ λιγότερο γνωστή είναι η ελευθερόφρονη θρησκευτική τοποθέτησή του. Αυτή η πλευρά του διαφαίνεται μέσα από γραπτά του, τα οποία επικεντρώνονται πάνω στη γνώση περί Θεού, φύσης και ανθρώπου, κυρίως σε αλχημιστικό και αστρολογικό ύφος. Όντως ήταν πνευματικό τέκνο της εποχής του, πράγμα που αντικαθρεφτίζεται στη νοοτροπία του και στη χρήση αλχημιστικών συμβόλων.
Πάντως, όπως όλοι οι εμπνευσμένοι, θεωρούσε την αυθεντική αλχημεία ως το μυστικιστικό δρόμο της μεταμόρφωσης του παλαιού Αδάμ, του άλματος από το ζωικό άνθρωπο στον θεϊκό. Γι’ αυτό τα περισσότερα βιβλία του βρίθουν συμβόλων από τη γλώσσα των αντιστοιχιών, πράγμα που παράβλεψαν πολλοί σχολιαστές του που τα πήραν κατά γράμμα, με αποτέλεσμα αληθινά παράλογες ερμηνείες.
Εκτός αυτού ο Π. ήταν αναγκασμένος να χρησιμοποιεί την ιδιωματική γλώσσα των μυστικών ταγμάτων, προκειμένου ν’ αποφύγει την κατηγορία της «συνεργίας με το διάβολο», η οποία την εποχή εκείνη σήμαινε τον αναπόφευκτο θάνατο στην πυρά. Έτσι κι αλλιώς η σχέση του με την εξωτερική εκκλησία ήταν τεταμένη, καθώς ο κλήρος δεν τον συγχώρησε ποτέ για δηλώσεις του όπως η παρακάτω: «Κάντε ό,τι θέλετε! Εάν δεν μπορεί να σας παρακινήσει ο Χριστός, πώς μπορεί να σας παρακινήσουν τα γραφόμενά μου, που ούτε θέλετε να τα διαβάσετε. Κατά συνέπεια μέσα σας είναι ο διάβολος κι όχι το Άγιο Πνεύμα, όπως ψευδώς ισχυρίζεστε. Είσαστε όπως οι παπάδες με τους αγίους τους, για τους οποίους ισχυρίζονται ότι πρέπει να είναι όλοι τους στον παράδεισο, ακόμη κι αν είναι στην κόλαση»!
Επιπλέον, στο De septem punctis idolatriae christianae, απαρίθμησε εφτά σημεία ειδωλολατρικής πρακτικής στη χριστιανική εκκλησία:
«Το πρώτο είναι ο άχρηστος εκκλησιασμός. Είναι μάταιη η καθημερινή επίσκεψη στην εκκλησία και η γονυκλισία… Η εκκλησία είναι ένας τοίχος, η αληθινή Εκκλησία είναι μέσα στο πνεύμα, η λανθασμένη μέσα σε τοίχους.
Το άλλο σημείο αφορά στην προσευχή σε πετρόκτιστες εκκλησίες, που είναι ειδωλολατρία σκέτη. Μόνο τα έργα, που είναι απόρροια της πίστης, ωφελούν .
Το τρίτο σημείο είναι οι τελετές των πέτρινων εκκλησιών που δεν είναι άλλο από χορός, ευωχία και πανήγυρις του διαβόλου.
Το τέταρτο σημείο είναι ότι η νηστεία είναι έμπνευση του διαβόλου.
Το πέμπτο σημείο είναι ότι όλες οι ελεημοσύνες δεν οδηγούν στην αιώνια μακαριότητα. Η ελεημοσύνη που γίνεται με την εντολή των εντοιχισμένων στους θεσμούς τους εκκλησιών είναι από το διάβολο και άχρηστη. γιατί οφείλει να βγαίνει αποκλειστικά από την αγάπη της «καθολικής» καρδιάς. Η ελεημοσύνη είναι καρπός που φυτρώνει από την αγάπη και όχι ο δρόμος για τον παράδεισο, γιατί ο παράδεισος δεν εξαγοράζεται. Καταραμένο να ‘ναι το στόμα που λέει: να σου το ανταποδώσει ο Θεός!
Το έκτο σημείο είναι ότι προσκυνήματα, άφεση αμαρτιών, τάματα στους αγίους, είναι όλα άσκοπα και χωρίς κανένα όφελος. Αδελφότητες, μοναχικά τάγματα, σταυροφόροι, είναι όλα εμπνεύσεις του διαβόλου.
Το έβδομο σημείο: οι ναοί, οι καμπάνες, οι εικόνες, τα μοναστήρια, οι βωμοί, οι άμβωνες, οι επιτάφιοι, είναι όλα έργα του διαβόλου και δεν περιλαμβάνονται στην Καινή Διαθήκη. Καμία εκκλησία δεν είναι η εσωτερική, η άλλη είναι μία απλή οικοδομή. Καμία αγία Τράπεζα, καμία ευλογία δεν έχει αξία. ο Θεός ευλόγησε όλη τη Γη».
Ας σημειωθεί ότι ο Π. τα έλεγε αυτά με βάση τη δική του επίγνωση, χωρίς να επηρεάζεται από οποιαδήποτε ομολογία, παραθρησκεία ή κοσμοθεωρία ούτε είχε κάποιο δάσκαλο ή ταγό. Ο ίδιος ο Θεός του είχε αναθέσει την αποστολή του (Β. Πόικερτ).
Πράγματι ο Π. πέτυχε την ανάβαση σε δυσθεώρητα πνευματικά ύψη, πολύ μακριά από τον παραλογισμό της δεισιδαιμονίας και της μανίας με τη μαγεία που χαρακτήριζε την εποχή του. Αυτό αποδεικνύουν οι υψιπετείς σκέψεις του – παρά τη δυσνόητη συχνά γλώσσα – και επίσης οι θαυμαστές θεραπείες του, που τον κόσμησαν με τη φήμη ενός γιατρού με θεοδώρητα χαρίσματα, γεγονός που προκάλεσε το φθόνο και τη μήνι των συναδέλφων του. Έτσι όντας στο στόχαστρο τόσο της συντεχνίας των θεραπευτών όσο και της εκκλησίας, αναγκάστηκε να πλανιέται διωγμένος από τον έναν τόπο στον άλλο.
Ωστόσο αν και άπατρις, πλησίαζε όλο και περισσότερο στην αιώνια πατρίδα του Πνεύματος που του αποκάλυψε τη δράση του πέρα από τα όρια χώρου και χρόνου και του επέτρεψε να δει πνευματικά τη μελλοντική γενεά της ανθρωπότητας του Χρυσού Αιώνα στη νέα Γη. Έτσι αυτός ο σπουδαίος οραματιστής συμφωνεί με τον Γ. Μπέμε, τον Γ. Λόρμπερ και την Μπ. Ντούντε, όταν γράφει στο βιβλίο De destructione regnorum et generatione:
«Την εποχή της μεγάλης συγκομιδής θα την ακολουθήσει ο κόσμος του Χρυσού Αιώνα, θα υπάρχει ένας μοναδικός σωτήρας και βασιλεύς και κανένας άλλος έξω απ’ αυτόν κι όλοι μας θα είμαστε ένα ποιμνιοστάσιο».
Είναι η ίδια ιδέα περί των κοσμικών εποχών που παρουσίασε ο Ιωακείμ του Φιόρε (βλ. Μ. Καχίρ, Προφητείες γύρω από το 2000, εκδόσεις Πύρινος Κόσμος) και που διατηρήθηκε υπόγεια σε μεταγενέστερα πνευματικά ρεύματα….
* Απόσπασμα από το βιβλίο «Αλχημεία» του σύγχρονου αλχημιστή Titus Burckhardt, εκδ. Walter, 1960
ΙV 4 ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Ο Παράκελσος επηρέασε σημαντικά την αλχημεία της εποχής του. Δίπλα στα τέσσερα βασικά στοιχεία του Αριστοτέλη (γη, νερό, αέρας, φωτιά), πρόσθεσε τον υδράργυρο, (που γι’ αυτόν αντιστοιχεί στο πνεύμα), το θείο (στην ψυχή) και το άλας (στο σώμα).
Μετά τον Παράκελσο η αλχημεία ακολούθησε δύο διαφορετικούς δρόμους. Ο ένας περισσότερο φιλοσοφικός, δρόμος της πίστης, πρέσβευε κάθαρση και ανάβαση από τα κάτω προς τα πάνω. Γι’ αυτό ο ευγενής αγώνας αφορούσε τον καθαρισμό καθετί ακάθαρτου, όπως στα ευτελή μέταλλα έτσι και στον άνθρωπο.
Παράλληλα όμως αναπτύχθηκε και η άλλη αλχημεία των υλιστών, ακόρεστων φιλάργυρων, που στους φούρνους τους προσπαθούσαν να μετατρέψουν το μόλυβδο ή τον ψευδάργυρο σε χρυσάφι. Και εκείνοι θεωρούσαν τον Παράκελσο για δικό τους, λόγω του αλληγορικού – αλχημιστικού του λεξιλογίου γιατί τους ήταν αδύνατο να συλλάβουν πόσο προχωρημένο ήταν το πνεύμα του. Τον επόμενο αιώνα αμέτρητοι ίδρωναν μάταια πάνω σε καζάνια και καμίνια για να ξεφουρνίσουν τον πολυπόθητο χρυσό. Ανάμεσά τους υπήρχαν τόσο έντιμοι και αφελείς όσο και απατεώνες και κίβδηλοι.
Η θεωρία και η πράξη τους στηριζόταν ακόμη στην ερμητική φιλοσοφία*, πίστευαν ότι ο Τρισμέγιστος Ερμής ήταν ο πρώτος διδάξας αυτής της τέχνης. Παντού εντρυφούσαν στο Σμαράγδινο Πίνακα και αναβιώνοντας τις διδασκαλίες των αρχαίων διαμόρφωσαν τις δικές τους. Από το πουθενά εμφανίστηκαν αναρίθμητα δήθεν συγγράμματα που καπηλεύονταν το όνομα του Αγρίππα φον Νέττεσχαϊμ, του Παράκελσου και άλλων επιφανών αλχημιστών, κάτι σαν fake news της εποχής. Όλ’ αυτά τα ψευδεπίγραφα, νόθα παιδιά εκείνης της περιόδου απασχόλησαν πάντως ερευνητές για πολλούς αιώνες ακόμη. Ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης ας τ’ αναζητήσει και ας διαμορφώσει μόνος του, ιδίοις όμμασι, την άποψή του, πέρα από τα παραμορφωτικά φίλτρα «του πνεύματος της εποχής», εκείνης και της τωρινής. Σ’ ένα από τα κορυφαία έργα (και) για την αλχημεία, το «Πανσοφία, Μία Απόπειρα Ανάλυσης της Ιστορίας της Λευκής και της Μαύρης Μαγείας», ο ερευνητής W.E. Peuckert γράφει στην κατακλείδα του:
* Τα ερμητικά κείμενα γεννήθηκαν στην ελληνιστική Αλεξάνδρεια και παρουσιάζουν μία σύνθεση νεοπλατωνισμού, αιγυπτιακών, ιουδαϊκών και πρωτοχριστιανικών μελετών σε θέματα θεραπείας, τάλισμαν, αστρολογίας και αλχημείας. Πρόκειται για μία ολοκληρωμένη θεολογία, την οποία διδάσκουν οι θεοί σε μ ία σειρά από αποκαλύψεις. Αυτή η μπερδεμένη συχνά αντιφατική γραμματεία προφανώς αναπτύχθηκε μεταξύ 50 π.Χ. και 150 μ.Χ. και επηρέασε τη ρωμαϊκή αντίληψη της αστρολατρείας. Στον ύστερο Μεσαίωνα ερμητικά κείμενα χαρακτηρίζονται πολλά ψευδοερμητικά γραπτά, τα οποία καταχρηστικά ονομάζονται έτσι, προκειμένου να δώσουν την εντύπωση αρχαϊκής προέλευσης. (H. Biedermann: Handlexikon der Magischen Kuenste)
«Ανθρώπινη λαχτάρα κι ανθρώπινη ελπίδα είδαμε να διατρέχουν διακόσια χρόνια αλχημείας. Δύο δρόμοι έχουν δοθεί στον άνθρωπο για να βρει και να γνωρίσει τον Θεό. Ο αριστερός δρόμος άνοιξε το Βιβλίο της Φύσης, το Liber naturae, και μέσα από την Πλάση δίδαξε τον Πλάστη. Και δίδαξε τις δυνάμεις που βρίσκονται στην εξωτερική Πλάση. Και οδήγησε στη φυσική μαγεία, τη Magia naturalis. Και όπου αυτή δεν ήθελε να βοηθήσει, οδήγησε υποχθόνια, στις μέγκενες της κόλασης.
Ο δεξιός δρόμος – της γνώσης του Θεού – θέλγει τον αναζητητή προς τη λευκή μαγεία. Αλλά τι είναι η λευκή μαγεία; Εάν την επιθυμεί κάποιος αυθαίρετα, είναι ο λάθος δρόμος. Εάν δίνεται χάρισμα, από τον Ύψιστο, δίνεται στον ένθεο, στον θεόληπτο. Στον άνθρωπο που αφήνει τα πάντα πίσω του και ποθεί την Ένωση, τη Μέθεξη. Αλλά γι’ αυτόν η μαγεία είναι τότε πια μόνο βούρκος…»
ΙV 5 Οι Αλχημιστές*
«Εκείνοι οι άνθρωποι που ήδη από πανάρχαιους χρόνους ασχολούνταν με τη σκοτεινή πλευρά της επιστήμης και ονομάζονταν μάγοι, αστρολόγοι, αλχημιστές, όλοι τους είχαν μία αμυδρή αίσθηση ότι κάτι πολύ μεγαλύτερο κι ανώτερο κρύβεται πίσω απ’ όσα δείχνει ορατά η φύση στον άνθρωπο. Μέσα στη σιγαλιά της νύχτας κρυφάκουγαν την πορεία των άστρων, αφού μελετούσαν κυρίως κατά τη διάρκεια της νύχτας, ακριβώς επειδή το πνεύμα τους ήταν πιο συγκεντρωμένο τη νύχτα παρά την ημέρα. Μέσα στο σκοτάδι της νύχτας τούς περιτριγύριζε το μεγάλο Πνεύμα της σιγηλής, αδιόρατης δράσης, το οποίο διαπερνά ολόκληρο το σύμπαν Μου. Αισθάνονταν την επενέργειά του, αλλά το ίδιο το Πνεύμα δεν το γνώριζαν και γιατί άραγε; Γιατί οι ίδιοι εμφορούνταν από μία υπέρμετρα κοσμική νοοτροπία, επιδίωκαν αποκλειστικά το ατομικό τους όφελος και ήθελαν να χρησιμοποιήσουν κάθε πιθανή ανακάλυψη τους αποκλειστικά για ν’ αυξήσουν την επιρροή και την εξουσία τους.
Αυτός ήταν ο λόγος που κανένας τους δεν βρήκε κάτι σωστό ούτε τη «Φιλοσοφική Λίθο» ούτε το «Arcanum longae vitae», το ελιξίριο της μακροζωίας, ούτε έγιναν πιο σοφοί και τελικά έπρεπε να πεθάνουν όπως όλοι όσοι γεννιούνται.
Εκείνο που αυτά τα πλανημένα παιδιά χαρακτήριζαν πότε με λατινικά και πότε με ελληνικά ονόματα, Συμπαντικό Νου, είναι, ήταν και θα μείνει η Βούλησή Μου. ή με άλλα λόγια η αέναα ενεργή Δύναμη, που συντηρεί, καταστρέφει και δημιουργεί εκ νέου τα πάντα, προκειμένου να τα οδηγήσει όλα πάλι πίσω σ’ Εμένα δια της πνευματικής οδού μέσα από μία σειρά συνθέσεων και μεταμορφώσεων.
Πότε – πότε αναδυόταν μία φωτεινή σκέψη στο μυαλό ενός τέτοιου νυκτερινού μελετητή, όμως ήθελε να συλλάβει εγκεφαλικά κάτι που δεν ήταν για τον εγκέφαλο, το τιτλοφορούσε με ξένα ονόματα με μία μυστηριακή πατίνα, έτσι ώστε η βλακεία γινόταν ακόμη πιο βλακώδης. Ήθελε να κάνει τους άλλους να πιστέψουν αυτό που ο ίδιος δεν πίστευε, δηλαδή ότι δήθεν γνώριζε περισσότερα από τους υπόλοιπους και γι’ αυτό φορούσε για το θεαθήναι ένα μανδύα ευρείας πολυμάθειας. Έτσι κανένας δεν έβλεπε ότι κάτω από το μυστηριακό κοστούμι του μάγου, αλχημιστή ή αστρολόγου ξεπρόβαλαν δύο απίστευτα μεγάλα αυτιά γαϊδάρου.
…Όταν δε οι παλιοί αλχημιστές είχαν κάποια αίσθηση μίας αιώνιας, παντοτινής άφθαρτης ζωής, αυτή δεν ήταν η σωματική – επίγεια ζωή τους, αλλά ήταν η ζωή του πνεύματος. Όμως αυτό το πνεύμα που ήταν εμφυτευμένο μέσα τους δεν το καταλάβαιναν και το εξηγούσαν λάθος, παρά τους νυχτερινούς ψιθυρισμούς που άκουγαν από έναν ανώτερο πνευματικό κόσμο.
Ο πατέρας ή η μητέρα της Γης δεν είναι ούτε ο ήλιος ούτε η σελήνη. ο Πατέρας κάθε δημιουργήματος είμαι Εγώ και η Μητέρα, η οποία γεννάει συνεχώς, η οποία ακατάπαυστα δημιουργεί, προωθεί, συντηρεί και πλάθει εκ νέου είναι η Βούλησή Μου. Αυτή εκδηλώνεται μέσα απ’ όλα τα στοιχεία στον αιθέρα, που όλα τους φέρουν την έμφυτη ώθηση να διεγείρουν όπως τα άλατα, να επιβάλλουν νέες μεταμορφώσεις και ενσωματώσεις, και να διαλύουν πάλι, όπως κάνουν τα άλατα. Γιατί ο σκοπός τους είναι μέσα στις νέες συνθέσεις να έρθουν πιο κοντά στο πνευματικό οικοδόμημα, από το οποίο προήλθαν και στο οποίο οφείλουν να επιστρέψουν πάλι, ωθούμενα από τη Βούλησή Μου ολοκληρώνοντας τον κύκλο τους. Η Βούλησή Μου είναι η «ενεργητική δύναμη», που ως μαγνητισμός έλκει, ως ηλεκτρισμός απωθεί, ως φως διεγείρει, ως θερμότητα αναπτύσσει, ως πυρ καταστρέφει. και τελικά το μεταλλαγμένο από τα άλατα και οξέα, η Βούλησή Μου, που αφυπνίζει τα πάντα, το αναγκάζει μέσα σε νέες, περισσότερο πνευματοποιημένες μορφές να διατρέξει πάλι έναν άλλον κύκλο δημιουργιών…»
(του Γκ. Μαγερχόφερ)
Αληθινά και νόθα σκεύη του Πνεύματος
«Ποτέ δεν μπορεί ένα εργαλείο που εργάζεται για Μένα να χρησιμοποιείται ταυτόχρονα κι από τον εχθρό Μου. Και αντίθετα, ούτε Εγώ ποτέ θα χρησιμοποιήσω ένα εργαλείο που έχει δώσει τη βούλησή του στον εχθρό και τον υπηρέτησε.
Η έπαρση και η ανάγκη αυτοπροβολής κάποιου προσφέρει στον αντίπαλό Μου το καλύτερο πάτημα για να επιτεθεί. στη συνέχεια του είναι εύκολο να τον πείσει να τον υπηρετήσει καθώς του υποβάλλει την ιδέα ότι τον επέλεξα Εγώ για μία αποστολή…»
(Μπέρτα Ντούντε Αρ. 7502)
* Κείμενο θείας υπαγόρευσης στον Γκ. Μαγερχόφερ στις 6-7-1871