Χάρη στις νέες αποκαλύψεις – αλλά και στην ιστορική έρευνα εν μέρει –έχουν γίνει γνωστά στοιχεία τα οποία δίνουν μια νέα διάσταση τόσο στο θέμα του πώς δημιουργήθηκαν τα Ευαγγέλια όσο και στην περαιτέρω εξέλιξη τους και ως εκ τούτου πολλές λανθασμένες θεωρίες μπορούν να απορριφθούν. Καθοριστική σημασία έχει το γεγονός ότι με βάση αυτά τα νέα στοιχεία ήρθαν στο φως διάφορες αυθαίρετες και παραμορφωτικές επεμβάσεις που υπέστη το Ευαγγέλιο από ορισμένους επισκόπους τους πρώτους αιώνες μετά τον Χριστό. Ας σημειωθεί ότι καν σε αυτή την περίπτωση επίσης η ιστορική έρευνα επαληθεύει την ορθότητα και τη φερεγγυότητα των πληροφοριών της νέας αποκάλυψης.
Οι πρώτοι χριστιανικοί αιώνες σε ένα μεγάλο μέρος τους καλύπτονται από ένα αρκετά βαθύ σκοτάδι. Ήδη γύρω στο 200μ.Χ. δεν υπήρχε πλέον κανένα από τα πρωτότυπα χειρόγραφα Ευαγγελίων. Μελετητές της ιστορίας παρατηρούν εξάλλου ότι ούτε για τον πρώτο αιώνα δεν υπάρχουν αδιαμφισβήτητα στοιχεία ότι διασώζονται τα πρωτότυπα κείμενα. Οι πιο παλαιές ολοκληρωμένες αντιγραφές πάνω στις οποίες βασίζεται η Καινή Διαθήκη προέρχονται από τον 4ο αιώνα και όπως είναι γνωστό κατά τη διαδικασία της αντιγραφής έγιναν αμέτρητα λάθη. Οι ιστοριοδίφες τα υπολογίζουν γύρω στις 250.000 από τα οποία περίπου τα διακόσια σύμφωνα με τον καθολικό θεολόγο Ανρί Ντανιέλ-Ροπ αφορούν διαφορετικές παραλλαγές που αποκλίνουν μεταξύ τους. Επίσης από τους πιστούς αποσιωπήθηκε το γεγονός ότι οι τέσσερις Ευαγγελιστές αντιφάσκουν μεταξύ τους στην περιγραφή των ίδιων περιστατικών αν και ο άγιος Αμβρόσιος, επίσκοπος του Μιλάνου τον 4ο αιώνα, έκανε μια σχετική παρατήρηση στα σχόλια του πάνω στα Ευαγγέλια.
Στη συνέχεια ακολουθεί μια σειρά από παραδείγματα το οποία αποδεικνύουν εμπεριστατωμένα ότι παρ’ όλη τη Θεόπνευστη καταγωγή τους τα Ευαγγέλια εμπεριέχουν λάθη. Η μέρα του θανάτου του Ιησού είναι διαφορετική στον Ιωάννη από ό,τι στους συνοπτικούς Ματθαίο, Μάρκο και Λουκά. Ενώ κατά τον Ιωάννη η σταύρωση έγινε την Παρασκευή, οι δεύτεροι αναφέρουν ότι ο Ιησούς σταυρώθηκε ημέρα Σάββατο, πράγμα όμως αδιανόητο, καθώς η ημέρα αυτή συνέπιπτε με μια μεγάλη γιορτή. Όσον αφορά την ώρα της σταύρωσης, ο Μάρκος (15,25) την τοποθετεί στην τρίτη ώρα (9 π.μ.) του πρωινού, αλλά ο Ιωάννης που ήταν αυτόπτης μάρτυς λέει ότι η καταδικαστική απόφαση του Πιλάτου δόθηκε στις δώδεκα το μεσημέρι. Πέραν τούτου και η ώρα που πήγαν οι γυναίκες στον τάφο ανήμερα το Πάσχα ποικίλλει. Στο μεν Ιωάννη ήταν «ακόμη σκοτεινά» (20,1), στο δε Μάρκο «ο ήλιος είχε ανατείλει» (16,2). Κατά τον Ματθαίο οι γυναίκες είδαν έναν άγγελο πάνω στον παραμερισμένο βράχο μπροστά από τον τάφο (28,2). Σύμφωνα όμως με το Μάρκο οι γυναίκες είδαν τον άγγελο στο εσωτερικό του τάφου (16,5). Από αυτά που αναφέρει ο Λουκάς εξάγεται το συμπέρασμα ότι ο Ιησούς πήγε μια μόνο φορά στην Ιερουσαλήμ όσο καιρό δίδασκε. Αντίθετα ο Ιωάννης -σε συμφωνία με τη νέα αποκάλυψη- πιστοποιεί ότι είχε πάει πολλές φορές στα τρία αυτά χρόνια. Ο Ματθαίος και ο Μάρκος παρουσιάζουν τους άλλους δύο σταυρωμένους στο Γολγοθά να χλευάζουν τον Ιησού ενώ ο Λουκάς λέει το αντίθετο, ότι δηλαδή ο ένας μόνο λοιδωρούσε τον Ιησού αλλά ο δεύτερος τον επέπληξε γι’ αυτό. Για το Λουκά η Ανάληψη έγινε στη Βηθανία (24,50-51) ενώ στις πράξεις των Αποστόλων τοποθετείται στο Όρος των Ελαιών.
Οι αναντιστοιχίες σε σχέση με τα ίδια περιστατικά επιβεβαιώνουν τις μαρτυρίες της νέας αποκάλυψης, ότι οι Ευαγγελιστές δεν βασίστηκαν πάντοτε σε αξιόπιστους πληροφοριοδότες. Άλλωστε το γεγονός των αλλοιώσεων στα Ευαγγέλια που παραθέτει η νέα αποκάλυψη αποτελεί από καιρό κοινή παραδοχή στους κύκλους των ειδημόνων. Δεν πρόκειται βέβαια για κάτι το καινούριο, αλλά είναι απλά δεδομένα τα οποία αποσιωπούνταν από τους πιστούς. Άλλωστε ήδη το 250 μ.Χ. ο επιφανής μελετητής της Βίβλου Ωριγένης είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ορισμένα σημεία της ήταν προϊόν ανθρώπινης φαντασίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της επίσημης αντιμετώπισής τους είναι το γεγονός ότι μόνο μετά τη δεύτερη σύνοδο του Βατικανού μπόρεσαν επιτέλους οι καθολικοί θεολόγοι να ανακοινώσουν ανοικτά την αλήθεια την οποία γνώριζαν από πολύ καιρό, για τα πολυάριθμα λάθη που περιέχονται στην Καινή Διαθήκη και τα οποία εκάλυπταν μέχρι τότε με διάφορες σοφιστείες. Μετά από σκληρούς αγώνες με την έδρα Βατικανού, που διήρκησαν αιώνες ολόκληρους, τελικά επετεύχθη η απαραίτητη στροφή. Στην τελευταία σύνοδο πολλοί επίσκοποι δήλωσαν ότι οι ισχυρισμοί με τους οποίους παρέκαμπταν μέχρι τότε τα προβληματικά σημεία της Βίβλου δεν ευσταθούσαν πλέον ενώπιον των δεδομένων της επιστημονικής έρευνας. «Όλα αυτά τα λάθη πρέπει να φύγουν», έλεγε ο Λόγος τον περασμένο αιώνα στον Γιάκομπ Λόρμπερ. «Ας αφήσουμε την επιστήμη να κάνει τη δουλειά της, καθώς τώρα αποτελεί ένα αποτελεσματικό σάρωθρο που καθαρίζει τις ακαθαρσίες από τον κόσμο…».
Χρειάστηκαν σχεδόν εκατό χρόνια για να επαληθευθεί αυτή η πρόβλεψη από τη νέα αποκάλυψη. Παρά τη σθεναρή αντίσταση των αντιπροσώπων του συντηρητισμού, εντέλει επετράπη στους καθολικούς επιστήμονες να ασκούν κριτική έρευνα πάνω στη Βίβλο και να δημοσιεύσουν τα συμπεράσματά τους. Παρ’ όλο που η ιεραρχία γνώριζε για τις αντιφάσεις και τις ανθρώπινες επεμβάσεις στο βιβλικό έργο, απαιτούσε εκβιαστικά – επισείοντας την απειλή μιας αιώνιας καταδίκης στη κόλαση – να πιστεύει ο κόσμος ότι κάθε μια λέξη του είχε δοθεί από Άγιο ΙΙνεύμα κι ως εκ τούτου δεν υπήρχε η παραμικρή υποψία λάθους. Αλλά με τις παραποιήσεις αυτές η χαρμόσυνη αγγελία είχε μετατραπεί σε ένα απειλητικό μήνυμα. Ο Θεός της απέραντης αγάπης μεταβλήθηκε σ’ ένα εκδικητικό Θεό ο οποίος τιμωρεί τους πιστούς του με αιώνια καταδίκη στην κόλαση εξαιτίας της παράβασης εκκλησιαστικών κανόνων. Άλλωστε η καθολική εκκλησία επί αιώνες απαγόρευε στους πιστούς της να διαβάζουν την Αγία Γραφή για να εμποδίσει την πιθανότητα να αναδυθούν αμφιβολίες στο χριστιανικό πλήρωμα. Στην Ισπανία μάλιστα η απλή κατοχή της Βίβλου επέσυρε τη θανατική καταδίκη. Μεταξύ άλλων το πανεπιστήμιο της Σορβόνης είχε απαγορεύσει τη μάθηση των ελληνικών για να εμποδίσει πιθανές έρευνες με βάση τον ελληνικό κώδικα της Κ. Διαθήκης. Η έρευνα θεωρείτο παράπτωμα που επέσυρε την ποινή του θανάτου.
Διάφορα ιδεολογήματα που προέκυψαν την περίοδο του διαφωτισμού (17ος-18ος αιώνας) αποτελούσαν σε μεγάλο βαθμό μια αντίδραση στις εκκλησιαστικές δοξασίες που αποκοίμιζαν τον κόσμο. Η εκκλησία θεωρήθηκε από τους διαφωτιστές ως ο κατεξοχήν εχθρός των λαών που τυραννούσε ψυχές και πνεύματα με αποβλάκωση, σκοταδισμό, δεισιδαιμονία, άγνοια και δογματισμό. Ως αντίδραση σ’αυτά κυριάρχησε τελικά ο ακραίος ορθολογισμός και οι συνέπειες είναι ορατές μέχρι σήμερα.
Έτσι από τη μία πλευρά στην εκκλησία κυριαρχούσαν οι παρωπίδες και η πολιτική της αποσιώπησης εμπρός στα εμφανώς ασθενή σημεία της Βίβλου και από την άλλη πλευρά στους φιλελεύθερους ερευνητές επικράτησε μία ισοπεδωτική, καταστροφική μανία. Το γεγονός αυτό είχε ως απώτερη κατάληξη τον υποβιβασμό του ιερού Λόγου σε ένα εξ ολοκλήρου προϊόν της ανθρώπινης μυθοπλασίας. Κατά βάση οι μελετητές αυτοί δεν κατάλαβαν ότι το Ευαγγέλιο είναι ένα sui generis «φιλολογικό» είδος και ότι προσεγγίζοντας κανείς τον Ιησού δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει την ίδια αναλυτική μέθοδο όπως με το μέγα Αλέξανδρο ή το Ναπολέοντα.
Δεν μπορεί κανείς π.χ. να παραθέτει επιλεκτικά ορισμένα σημεία του Ευαγγελίου για να στηρίξει μία συγκεκριμένη υπόθεση και όποιο άλλο σημείο δεν συνηγορεί με την υπόθεση του να το χαρακτηρίζει αστήρικτα ως παρεμβολή στο σώμα του κειμένου. Ακριβώς σε μία τέτοια αυθαίρετη ανάλυση προέβησαν ορισμένοι συγγραφείς σε βαθμό αυτογελοιοποίησης. Πολλές διηγήσεις της Αγίας Γραφής θεωρήθηκαν ακραιφνής δεισιδαιμονία για το λόγο ότι οι ιστορικοί ήταν ανίκανοι να αντιληφθούν τη μεταφυσική βαθύτητα των εννοιών. Πέραν τούτου ορισμένοι φανατικοί αναλυτές προσπάθησαν να εξηγήσουν με φυσικά αίτια όλα τα θαύματα του Ιησού καθώς προφανώς οτιδήποτε δεν χωρούσε στα καλούπια της σκέψης τους δεν μπορούσε και να είναι, αληθινό. Τελικά κάποιοι ακραίοι κριτικοί της Βίβλου, ιδίως το 19ο αιώνα, έφθασαν στο σημείο να διατυπώσουν τον ισχυρισμό ότι ο Ιησούς δεν είχε καν υπάρξει. Τούτος όμως ο ισχυρισμός καταρρίφθηκε και σχεδόν κανένας δεν τον υποστηρίζει πλέον.
Με την πάροδο του χρόνου προέκυψε ένα συνονθύλευμα υποθέσεων ούτως ώστε τελικά να υπάρχουν τόσες απόψεις όσοι και καθηγητές, όπως έλεγε και ο Άλμπερτ Σβάιτσερ. Έτσι ο Ιησούς χαρακτηρίστηκε κατά το δοκούν προφήτης, θρησκευτικός διδάσκαλος, ηθικό πρότυπο, Εσσαίος, παρανοϊκός, κοινωνικός επαναστάτης και πολιτικός ηγέτης μιας αποτυχημένης εξέγερσης ενάντια στους Ρωμαίους κατακτητές. Το μόνο που δεν του αναγνωρίστηκε είναι η αληθινή του ταυτότητα ως γιου του Θεού και λυτρωτή των ανθρώπων.
Στις 30 Οκτωβρίου 1842 υπαγορεύτηκε στο Λόρμπερ γι’ αυτό το θέμα: «Πόσους και πόσους ρόλους δεν Μου απέδωσαν οι άνθρωποι! Πόσες φορές δεν στιγματίστηκα ως απατεώνας, λαοπλάνος, αρχιτεμπέλης, μπαγαμπόντης, αλαφροΐσκιωτος, παρανοϊκός, μάγος. ακόμη και υπηρέτη του Βεελζεβούλ Με Ονόμασαν. Μα ακόμη και τη σημερινή εποχή δεν έχω καμία Καλύτερη αντιμετώπιση».
Είναι αλήθεια ότι χάρη στις έρευνες αυτές ήρθαν στο φως καινούργια άγνωστα στοιχεία αλλά και διαπράχθηκαν άλλα τόσα λάθη. Σήμερα οι επιστήμονες συμφωνούν ότι η ιστορική κριτική έρευνα δεν έφερε κανένα αξιόλογο αποτέλεσμα. Οι κριτικοί της Βίβλου δεν έλαβαν υπόψη τους ότι το Ευαγγέλιο αποκαλύπτει αλλά και καλύπτει. «Η αλήθεια δίνεται μόνο κεκαλυμμένη στους ανθρώπους αυτής της Γης».
Πάνω στο σώμα της Αγίας Γραφής δεν μπορεί να γίνει μάθημα ανατομίας όπως έκαναν για πολύ καιρό οι φιλελεύθεροι κριτές της. Στις νέες αποκαλύψεις υπάρχει μία αξιοσημείωτη υπόδειξη πάνω σε αυτό το θέμα: «Όποιος θέλει να φτάσει στην εσωτερική, αληθινή σοφία του Πνεύματος του Θεού αποκλειστικά και μόνο μέσω της παρατήρησης και βασιζόμενος στην κρίση της εγκόσμιας λογικής του, αυτός πλανάται οικτρά. Κι έτσι καταλήγει σε αδιέξοδα τα οποία είναι γεμάτα απότομους γκρεμούς όπου μέσα στη νύχτα του πνεύματος του μπορεί πολύ εύκολα να πέσει και να τσακιστεί».
Από την άλλη πλευρά, η πάλη ανάμεσα στην πίστη και στην αθεΐα, ως πάλη ανάμεσα στο πνεύμα και στον υλισμό, για τις νέες αποκαλύψεις είναι ένα σημάδι ότι η ανθρωπότητα, προχωρεί, με παλινδρομήσεις μεν, αλλά σταθερά προς την ωριμότητα. Γιατί μόνο με αυτό τον τρόπο θα μπορέσει μία μέρα να κρίνει ώριμα και να επιλέξει το πνεύμα αντί της ύλης.
Ο υλισμός όχι μόνο έκανε τον άνθρωπο να απομακρυνθεί από τον Θεό, με αποτέλεσμα οι εωσφορικές δυνάμεις να βρίσκουν ελεύθερο πια πεδίο δράσης στη γη, αλλά επιπλέον τον παρέσυρε στην ύβρι της υπερεκτίμησης των δυνατοτήτων του εγκεφάλου του. Όμως η νόηση δεν μπορεί να συλλάβει το Θείο, γιατί δεν είναι μόνο υπεραισθητό αλλά και υπεράνω κάθε λογικής. Άλλωστε η πρωταρχική μορφή της γνώσης είναι η διαίσθηση και η αυτογνωσία…
Η βαθύτερη αιτία όμως του αθεϊσμού και του υλισμού δεν είναι απλά η εγκεφαλική γνώση, αφού σε μεγάλο βαθμό και οι ίδιες οι θετικές επιστήμες έχουν περάσει πλέον από το συμβατικό χώρο της ύλης στην έρευνα του άυλου. Στην πραγματικότητα η αιτία είναι η ίδια η εγωλατρεία των ανθρώπων που εδράζεται πάνω στο εωσφορικό στοιχείο. Η υπεροψία του νου τους δεν αναγνωρίζει καμία ανώτερη-θεία εξουσία επάνω τους και συνεπώς δεν αισθάνονται ευθύνη για τις πράξεις τους. το αποτέλεσμα είναι μία αυτοκαταστροφικότητα που θυμίζει αρχαία ελληνική τραγωδία, ύβρι και τιμωρία.
Λογικό είναι ότι μέσα σε αυτό το κλίμα οι πνευματικές έννοιες διαστρεβλώνονται λόγω της τριβής τους με το άγονο γήινο πεδίο κι από κει πηγάζει τότε πλέον η ανάγκη να ξαναδοθούν ζωντανές, στην αυθεντική, πρωταρχική τους μορφή.
Τι λένε οι νέες αποκαλύψεις για τη ζωή του Ιησού
Οι νέες αποκαλύψεις προσφέρουν τη δυνατότητα να γνωρίσει κανείς τις μυστικές διδαχές που παρέδωσε ο Κύριος όσο και τις αληθινές διδασκαλίες και τις πράξεις του Ιησού χωρίς προσμείξεις. Αν κανείς συγκρίνει αυτές τις γνώσεις που δεν είναι προϊόν εγκεφαλικής σκέψης, με τις ποικίλες κι αντιφατικές απόψεις των κριτικών, καταλήγει τελικά στο συμπέρασμα ότι πολύ σπάνια μπορεί να διεισδύσει κάποιος στη γεμάτη μυστήρια πορεία του Ιησού με εργαλείο την κριτική σκέψη και μόνο.
Όλοι οι ερευνητές συμφωνούν ότι με βάση τα Ευαγγέλια δεν μπορούν να προσδιορισθούν επακριβώς οι μεμονωμένοι σταθμοί της διαδρομής του Ιησού. Αλλά και όσον αφορά τη διάρκεια της δημόσιας διδασκαλίας του υπάρχουν διιστάμενες απόψεις, αφού ήδη από τους πρώτους μ.Χ. αιώνες ο Ωριγένης, ο Ευσέβιος και ο Ιερώνυμος αναφέρουν διαφορετικές εκτιμήσεις.
Οι πληροφορίες από τις νέες αποκαλύψεις αντίθετα είναι σαφείς γι’ αυτό το θέμα. Κυρίως γύρω από τα πρώτα χρόνια της ζωής του περιστρέφεται το εκτεταμένο έργο «Τα παιδικά χρόνια του Ιησού».[2]
Από τη διήγηση της γέννησης προκύπτει για άλλη μία φορά ότι τα στοιχεία που αναφέρουν ο Λουκάς και ο Ματθαίος δεν είναι απολύτως αξιόπιστα, αλλά επιβεβαιώνεται το γεγονός της πνευματικής γονιμοποίησης της Μαρίας από το Άγιο Πνεύμα.
Έτσι η Μαρία που τότε ήταν δέκα τεσσάρων χρόνων «γέννησε ένα γιο χωρίς να έχει ποτέ γνωρίσει έλξη για έναν άντρα. Δεν καταλάβαινε ούτε άλλωστε μπορούσε να καταλάβει τι διαδραματίστηκε στη σύλληψη ή στη γέννηση, ούτε όσα συνέβησαν στη συνέχεια, γιατί ακολουθούσε απλά την καθοδήγηση από ψηλά. Γι’ αυτό συμπεριφερόταν πιο πολύ παθητικά παρά ενεργητικά, ακολουθώντας αποκλειστικά τα αισθήματα της ως γυναίκα και μητέρα που την έδεναν με το βρέφος.
…«Ακόμη και η φυσική Μου μητέρα δεν κατάλαβε την απάντηση που της έδωσα στις στοργικές επιπλήξεις της επειδή τους είχα κάνει να ανησυχήσουν ψάχνοντας Με επί μέρες όταν έφυγαν από την Ιερουσαλήμ. Γιατί όταν τους ρώτησα: “Δεν ξέρετε ότι πρέπει να είμαι στο σπίτι του Πατέρα Μου;” ο Ιωσήφ και η Μαρία δεν κατάλαβαν τι εννοούσα. Ήταν και οι ίδιοι πολύ αφοσιωμένοι στο ιουδαϊκό λατρευτικό τυπικό και πίστευαν ότι η θρησκεία δεν ήταν άλλο από την τήρηση των κανόνων. Δεν γνώριζαν ούτε Εμένα κι ακόμη λιγότερο τον Πατέρα Μου, διότι γι’ αυτούς υπήρχε ένας μόνο αδιαίρετος Θεός. Ως εκ τούτου, και στην περίπτωση ακόμη που θα είχαν αναγνωρίσει το θεϊκό Εγώ Μου δεν θα είχαν συλλάβει τι σήμαινε αυτό το διττό ον, ο Κύριος κι Εγώ ή ο Πατέρας κι ο Υιός.
Μπορούσε βέβαια να φαντασθεί ότι ο γιος της θα γινόταν κάτι το ξεχωριστό καθώς η σύλληψη, η γέννηση και τα άλλα περιστατικά της ζωής του είχαν συμβεί υπό εντελώς ιδιαίτερες συνθήκες. Όμως το ότι η Μαρία είχε κρατήσει μέσα στην κοιλιά της τον Θεό ως άνθρωπο και μάλιστα τον αναμενόμενο Μεσσία, δηλαδή τον πνευματικό σωτήρα, όχι μόνο του δικού της λαού, αλλά και όλης της ανθρωπότητας, της ήταν τελείως αδιανόητο. Γι’ αυτό ακόμη κι όταν πέθανα δεν Με έκλαιγε σαν Θεό, παρά σαν άνθρωπο, σαν το γιο της. Μόνο μετά την ανάσταση Μου πείστηκαν τόσο αυτή όσο και οι απόστολοι Μου γι’ αυτό που τους είχα πει τόσες πολλές φορές.
…Το είχα πει ο ίδιος επανειλημμένα σε εκείνη και στους αποστόλους τι Με περίμενε και πως θα νικούσα το θάνατο και την κόλαση. Μα πού να βρεθεί η πίστη – ιδίως εκείνη την εποχή που δρούσαν Εσσαίοι θαυματοποιοί και προφήτες – ότι Εγώ, ένας άνθρωπος με σάρκα και οστά όπως οι ίδιοι, που έτρωγε κι έπινε μαζί τους, ήμουν ένας Θεός και μάλιστα ο Κύριος όλων των αγγελικών ταγμάτων. Και επιπλέον ότι ο Θεός αυτός με την ανθρώπινη μορφή θα άρχιζε την επίγεια πορεία του από αδύναμο μωρό για να καταλήξει στο σταυρό, που εκείνο τον καιρό ήταν το σημάδι της ντροπής και της ατίμωσης»…
Γι’ αυτό λοιπόν ο Ιωσήφ και η Μαρία τα είχαν χάσει, αφού «δεν καταλάβαιναν ποιος ήταν αυτός που είχε έρθει για να φέρει την πτώση και την ανάσταση των Ιουδαίων»
Λίγο πριν από τη γέννα κοινοποιήθηκε ένα διάταγμα του αυτοκράτορα Αυγούστου «σύμφωνα με το οποίο όλοι οι λαοί της αυτοκρατορίας του έπρεπε να απογραφούν και να ταξινομηθούν για λόγους φορολογίας και στράτευσης».
Πηγαίνοντας λοιπόν ο Ιωσήφ με τους γιους του από τον πρώτο του γάμο να απογραφεί πήρε μαζί του και την ετοιμόγεννη Μαρία γιατί δεν ήθελε να την αφήσει μόνη της. Όταν πλησίαζαν να φθάσουν στη Βηθλεέμ η Μαρία δεν μπορούσε να συνεχίσει άλλο και παρακάλεσε να την οδηγήσουν σε μία μεγάλη σπηλιά η οποία χρησίμευε ως στέγη στα ζώα που έβοσκαν. Η γέννηση δεν έλαβε χώρα επομένως ούτε σε ένα πανδοχείο (Λουκάς 2), ούτε σε ένα σπίτι (Ματθαίος 2,10).
Το άστρο που οδήγησε τους τρεις σοφούς από την Ανατολή δεν ήταν απλανής αστέρας ούτε κομήτης ούτε είχε καμία σχέση με μία σπάνια συζυγία άστρων που παρατηρήθηκε το έτος 7π.Χ. Οι σοφοί είχαν προσέξει μεν «την ασυνήθιστη διάταξη των άστρων» αλλά παράλληλα και «ένα πολύ μεγάλο αστέρι το οποίο είχε μία πολύ μακριά ουρά προς τη μεριά της δύσης. Επιπλέον στεκόταν πολύ χαμηλά και το φως του ήταν δυνατό σαν της ημέρας».
Η φυγή προς την Αίγυπτο δεν έγινε από την ξηρά. Ο δρόμος μέσα από την έρημο ήταν πολύ δύσκολος για τη λεχώνα και νεογέννητο. Αλλά κι ο Ιωσήφ ήταν τότε πάνω από εβδομήντα χρόνων. Εκτός αυτού ο Ιωσήφ είχε υπολογίσει ότι ο Ηρώδης θα είχε ενημερώσει με έφιππους αγγελιοφόρους τους φρουρούς των συνόρων να τους συλλάβουν.
Γι’ αυτό το λόγο κατευθύνθηκαν προς Βορρά, παρακάμπτοντας όμως την Ναζαρέτ και στην Τύρο επιβιβάστηκαν σε ένα πλοίο με προορισμό την Αίγυπτο. Σύμφωνα με τη νέα αποκάλυψη στον Λόρμπερ, εγκαταστάθηκαν στην Οστρακίνη, μία πόλη την οποία κατανομάζει ο ιστορικός Φλάβιος στο σύγγραμμά του «Ο Ιουδαϊκός πόλεμος». Ο Ιωσήφ και οι γιοι του κατασκεύαζαν οικήματα για το βιοπορισμό τους αλλά και έπιπλα και ξύλινα γεωργικά εργαλεία. Κατά τη διάρκεια της παραμονής στην Οστρτρακίνη η Μαρία συνεισέφερε στο βαλάντιο της οικογένειας παραδίδοντας στα παιδιά μαθήματα λατινικών και ελληνικών που είχε μάθει στο ναό. Την επιμέλεια του μικρού Ιησού είχε ο δεκαπεντάχρονος γιος του Ιωσήφ, ο Ιάκωβος. Ο Ιάκωβος έγραψε αργότερα το ευαγγέλιο του Ιακώβου και μετά την ανάληψη του Ιησού ηγείτο της χριστιανικής κοινότητας στην Ιερουσαλήμ μέχρι το μαρτυρικό θάνατο του.
Ύστερα από τρία χρόνια παραμονής στην Αίγυπτο ο Ιωσήφ επέστρεψε στην πατρίδα του. Η Ναζαρέτ δεν ήταν ωστόσο στο σημείο όπου την τοποθετούν σήμερα. Ύστερα από τη δεύτερη εξέγερση κατά των Ρωμαίων το 132-133 μ.Χ. η Παλαιστίνη μετατράπηκε σε καμμένη κι έρημη γη.
Οι κάτοικοι της είτε είχαν σκοτωθεί από τους Ρωμαίους είτε είχαν καταλήξει αιχμάλωτοι ή σκλάβοι. Όταν έληξαν οι διωγμοί των χριστιανών και επέστρεψαν στην Παλαιστίνη ύστερα από διακόσια χρόνια δεν ήξερε κανένας πλέον πού βρίσκονταν οι βιβλικές τοποθεσίες και τις τοποθέτησαν κατά το δοκούν. Δεν θα πρέπει συνεπώς να παρασύρεται κανείς από ιστορικούς χάρτες διότι τις πιο πολλές φορές διαφέρουν μεταξύ τους, ενώ συχνά τα τοπωνύμια συνοδεύονται κι από ένα ερωτηματικό. Άλλωστε είναι πολύ δύσκολο να εξακριβωθεί το στίγμα των βιβλικών τόπων καθώς το Ισραήλ βρίθει από ερείπια.
Σε συμφωνία με τα ιστορικά δεδομένα η νέα αποκάλυψη αναφέρει ότι: «από την εποχή Μου δεν έχει σωθεί κανένα μέρος απ’ όπου είχαμε περάσει Εγώ κι οι απόστολοι Μου και μάλιστα σε ολόκληρη τη χώρα των Ιουδαίων, όπως κι αν τους ονόμασαν εκ των υστέρων τους τόπους αυτούς… Μόνο η Βηθλεέμ βρίσκεται περίπου στην ίδια περιοχή. Επίσης από την Τιβεριάδα έχουν μείνει μερικά ερείπια αλλά από τα άλλα μέρη που στην εποχή Μου βρίσκονταν στις όχθες της θάλασσας της Γαλιλαίας δεν έχει μείνει ίχνος». Συνεπώς η Ναζαρέτ δεν βρισκόταν εκεί που θεωρείται σήμερα1 αλλά βορειοδυτικά της Καπερναούμ κοντά στα βόρεια όρια της Γαλιλαίας. Σύμφωνα με αυτά που αποκαλύπτει ο Ιησούς στο Λόρμπερ η περιοχή της Ναζαρέτ καταστράφηκε ολοσχερώς από μεγάλους σεισμούς.
Όσον αφορά το διάστημα ανάμεσα στο δωδέκατο και το τριακοστό έτος του Ιησού στις νέες αποκαλύψεις μεταξύ άλλων λέγονται τα εξής:
« Μετά τα δώδεκα του χρόνια χάθηκε καθετί το ιδιαίτερο από πάνω του οι μεγάλες προσδοκίες των γονιών του διαψεύστηκαν και μέχρι τα τριάντα του παρέμεινε ένας τελείως αφανής και απλοϊκός μαραγκός…
Ήταν εξαιρετικά λιγόλογος, στις δέκα ερωτήσεις ζήτημα εάν έπαιρνε κανείς μία μοναδική μονοσύλλαβη απάντηση… Απέφευγε τις θορυβώδεις συγκεντρώσεις και τις διασκεδάσεις και πάνω απ’ όλα αγαπούσε τη μοναξιά. Το δε πιο περίεργο από όλα ήταν ότι πολύ σπάνια τον έβλεπε κανείς είτε σε μία συναγωγή είτε σε ένα σχολείο, κι επιπλέον κανείς δεν τον είχε δει ποτέ να περνάει το κατώφλι ενός οίκου προσευχής».
Όταν ο Ιησούς έγινε τριάντα χρόνων έκανε τη δημόσια εμφάνιση του. Κατ’ αρχάς πήγε σαράντα μέρες στην έρημο της Βηθαβαρά, «μία πάμπτωχη περιοχή όπου κατοικούσαν πολύ στερημένα μερικοί ψαράδες» κοντά στην εκβολή του Ιορδάνη στη θάλασσα της Γαλιλαίας. «Σε μια φτωχή ψαροκαλύβα από πηλό και καλάμια έμεινα κι Εγώ, αρκετά βαθιά μέσα στην έρημο κι όχι μακριά από το μέρος όπου έκανε τα κηρύγματά του ο Ιωάννης».
Οι στίχοι 2-11 από το τέταρτο κεφάλαιο του Ματθαίου σύμφωνα με το οποίο ο Ιησούς νήστεψε σαράντα μέρες στην έρημο και ήρθε αντιμέτωπος με τους πειρασμούς του διαβόλου δεν πρέπει να εννοηθούν κυριολεκτικά, όπως και άλλες αλληγορικές αφηγήσεις. Ο ίδιος ο Κύριος λέει σχετικά στη νέα αποκάλυψη: «Αυτή η διήγηση από φυσική άποψη είναι σκέτος παραλογισμός διότι κανένας άνθρωπος δε μπορεί ποτέ να ζήσει τόσο πολύ καιρό χωρίς τροφή και χωρίς νερό… Ούτε στη Γαλιλαία ούτε και στη Χαναάν ή στη Σαμάρεια υπήρχε στην εποχή Μου μία τέτοια έρημος… Αυτή η νηστεία στην έρημο που περιγράφει ο ψευδο-Ματθαίος[3] είναι άλλη μία παρεξηγημένη έννοια, όπως πολλές άλλες… Στη διήγηση του αληθινού Ευαγγελιστή Ματθαίου υπάρχει μία ουσία, αλλά δεν πρόκειται για κάτι το υλικό».
Κοντά στην εκβολή του Ιορδάνη κατοικούσε ο Πέτρος. Όταν ο αδελφός του ο Ανδρέας του μίλησε για τον Ιησού, ο Πέτρος «ο οποίος συνεχώς φανταζόταν τον ερχομό του Μεσσία κι ήταν της γνώμης ότι ο αναμενόμενος σωτήρας θα βοηθούσε τους φτωχούς και θα εξαφάνιζε τους σκληρόκαρδους πλουτοκράτες, είπε: «αφήνω τα πάντα πίσω μου στη στιγμή και θα Τον ακολουθήσω μέχρι τα πέρατα της γης εάν μου το ζητήσει».
Έτσι όταν την επόμενη μέρα ο Ιησούς τον ρώτησε εάν θέλει να τον ακολουθήσει, ο Πέτρος δέχτηκε πρόθυμα. Μετά από λίγο συνάντησαν το Φίλιππο, ο οποίος γνώριζε τον Ιωσήφ και δίχως δεύτερη σκέψη ενώθηκε μαζί τους.
Όλοι τους είναι πάμπτωχοι ώστε δεν έχουν πολλά να χάσουν κι όλοι. έχουν τις ελπίδες τους στο Μεσσία από τον οποίο περιμένουν να βάλει τέλος στη φτώχεια. Συνάμα όμως μισούν τους Ρωμαίους στο έπακρο. Ο επόμενος μαθητής, ο Ναθαναήλ, λέει στον Ιησού: «Δίχως άλλο είσαι ο βασιλιάς του Ισραήλ που περιμένουμε με λαχτάρα από καιρό, ο οποίος θα ελευθερώσει το λαό του από τα νύχια των εχθρών του».
Η εντύπωση ότι ο Μεσσίας θα τους απελευθέρωνε από τη ρωμαϊκή κατοχή ήταν βαθιά ριζωμένη στους μαθητές. Ακόμη και ύστερα από τρία χρόνια εντατικής διδασκαλίας από τον Ιησού ο μαθητής του Ο Κλεώπας παραπονιόταν καθ’ οδόν προς τους Εμμαούς: «Είχαμε ελπίσει ότι θα ήταν αυτός που θα λύτρωνε το Ισραήλ (από το ζυγό των Ρωμαίων)» (Λουκάς 24,21).
Καταρχάς ο Ιησούς πήγε με τους τέσσερις μαθητές του στο πατρικό του στη Ναζαρέτ. Ο Ιωσήφ είχε πεθάνει πριν λίγους μήνες. «Τόσο η Μαρία όσο κι όλοι οι επί γης συγγενείς Μου το Μεσσία τον φαντάζονταν σαν το νικητή των Ρωμαίων και των άλλων εχθρών της Γης της επαγγελίας. Ακόμη και οι καλύτεροι άνθρωποι είχαν περίπου την ίδια αντίληψη. Γι’ αυτό το λόγο και μόνο ήμουν στο κέντρο της προσοχής για πάρα πολλές οικογένειες, όπως φυσικά και όλοι οι μαθητές Μου. Έτσι και ο Ιάκωβος (σ.σ. ο ετεροθαλής αδελφός του Ιησού) και ο Ιωάννης (σ.σ. θετός γιος του Ιωσήφ) αποφάσισαν να γίνουν μαθητές Μου για να κυριαρχήσουν στη συνέχεια μαζί Μου στους λαούς της γης… Είχαν ήδη ξεχάσει δηλαδή αυτά που συχνά τους έλεγα στα παιδικά Μου χρόνια και με αρκετή σαφήνεια.
…Επειδή λοιπόν περίπου σε όλα τα ευυπόληπτα σπίτια ολόκληρης σχεδόν της Γαλιλαίος είχα αποκτήσει τη φήμη του μελλοντικού ελευθερωτή από το ρωμαϊκό ζυγό, Με κάλεσαν μαζί με τους μαθητές Μου, τη μητέρα Μου και ένα πλήθος άλλων συγγενών και γνωστών σε ένα πολύ αρχοντικό γάμο στην Κανά, που δεν ήταν μακριά από τη Ναζαρέτ (σ.σ. υπήρχαν δύο Κανά)».
Από τις αποκαλύψεις αυτές μπορεί κανείς να αντιληφθεί με ποιες προϋποθέσεις ήταν αναγκασμένος ο Ιησούς να αρχίσει τη δράση του και τι κόπος απαιτήθηκε για να καταλάβουν οι πολιτικά φανατισμένοι μαθητές του ποιες ήταν οι αληθινές του προθέσεις. Ως εκ τούτου ήταν ευνόητο ότι η διάθεση ενός μεγάλου μέρους του λαού απέναντι του θα αντιστρεφόταν όταν θα καταλάβαινε ότι ο Ιησούς δεν είχε καμία πρόθεση να τα βάλει με τους Ρωμαίους.
«Επτά μέρες μετά το γάμο της Κανά μαζί με τη Μαρία, τους πέντε αδερφούς Μου, δύο από τους οποίους είχαν γίνει μαθητές Μου, και με τους υπόλοιπους μέχρι εκείνη την ώρα δηλωμένους μαθητές, πήγαμε στην Καπερναούμ μία αρκετά σημαντική εμπορική πόλη.
Στην περιοχή της Βηθαβαρά κοντά στην Καπερναούμ βάφτιζε ο Ιωάννης ο πρόδρομος όσο ο Ιορδάνης είχε αρκετό νερό, γιατί συχνά ήταν τελείως άδειος… Χωρίς να χάσω καιρό άρχισα να διδάσκω τους ανθρώπους… Αρκετοί τότε πίστεψαν αλλά πολλοί σκανδαλίστηκαν, ήθελαν να Με πιάσουν και να Με ρίξουν από ένα βουνό στη λίμνη… Στην Καπερναούμ έμεινα λίγο, καθώς εκεί δεν υπήρχε καθόλου πίστη κι ακόμη λιγότερη αγάπη».
Το Πάσχα ο Ιησούς πήγε στην Ιερουσαλήμ και καθάρισε το ναό (Ιωάννης 2, 14-17) «όπου σχεδόν ο καθένας που επισκεπτόταν το ναό δεν μπορούσε να αντέξει τη δυσωδία και το θόρυβο. Το έδαφος ήταν γεμάτο σκουπίδια και κοπριές… Όποιον τον έβρισκε το μαστίγιο τον έπιαναν στη στιγμή πολύ ισχυροί, σχεδόν αβάστακτοι πόνοι και το ίδιο συνέβαινε με τα ζώα. Αμέσως έγινε φοβερή φασαρία από τις κραυγές και τους γογγυσμούς ανθρώπων και ζώων».
Ο ισχυρισμός ορισμένων ιστορικών ότι αυτή η πράξη θα έπρεπε να είχε φυσιολογικά δυσμενείς συνέπειες για τον Ιησού δεν ευσταθεί, όπως σε γενικές γραμμές πολλά πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά από ό,τι έπρεπε κατά τη γνώμη των κριτικών. Υπήρχε ένας πολύ συγκεκριμένος λόγος άλλωστε που ο Ιησούς έμεινε ανενόχλητος. Καθώς αναποδογύρισε τα τραπέζια των σαράφηδων και των εμπόρων, αυτοί το έβαλαν στα πόδια και τα χρήματα τους έπεσαν στο έδαφος. Οι ιερείς με τους υπηρέτες τους μάζεψαν τότε γρήγορα χίλια σακιά χρυσό κι άργυρο τα οποία βέβαια δεν επέστρεψαν στους ιδιοκτήτες τους. Κι επειδή ήταν πολύ απασχολημένοι με αυτό το έργο δεν είχαν καιρό να ζητήσουν λόγο από τον Ιησού.
Στη συνέχεια «άρχισαν να έρχονται από την πόλη για να Με βρουν μέρα – νύχτα σχεδόν πλήθη ανθρώπων όλων των τάξεων. …Κι Εγώ έκανα πολλά θαύματα μεταξύ των φτωχών ελευθέρωνα τους δαιμονισμένους από τα πνεύματα που τους τυραννούσαν, έκανα τους χωλούς να περπατούν, αυτούς που έπασχαν από αρθριτικά να στέκονται ίσια, τους λεπρούς να γιατρευτούν, τους κωφάλαλους να μιλούν και να ακούν, τους τυφλούς να βλέπουν κι όλα αυτά μόνο με το λόγο Μου ως επί το πλείστον».
Αυτά ωστόσο δεν συνέβαιναν μέσα στην Ιερουσαλήμ αλλά σε ένα μικρό μέρος στα περίχωρα. Γι’ αυτό είπαν μερικοί: «Τέτοιες μεγάλες πράξεις αξίζει να γίνονται σε ένα μεγάλο μέρος κι. όχι στο τελευταίο χωριουδάκι», αλλά πήραν από τον Ιησού την απάντηση: «Οτιδήποτε είναι μεγάλο στα μάτια του κόσμου, στα μάτια του Θεού προκαλεί την αποστροφή».
Μεταξύ άλλων ήρθε και ο Νικόδημος, ο ανώτατος άρχων της Ιερουσαλήμ, προσήλθε όμως μέσα στη νύχτα για να δει τον Ιησού. Αλλά δεν καταλάβαινε τα λόγια του και γι’ αυτό του είπε ανοικτά: «Πρέπει να Σου ομολογήσω ότι εάν δεν με είχαν πείσει οι ανυπέρβλητες πράξεις Σου, θα θεωρούσα είτε ότι είσαι τρελός είτε ότι αστειεύεσαι, γιατί όπως μιλάς Εσύ δεν είχα μιλήσει ποτέ λογικός άνθρωπος. Αλλά οι πράξεις Σου δείχνουν ότι Σε έχει στείλει ο Θεός να μας διδάξεις».
Σε απάντηση ο Ιησούς τον παρηγόρησε: «Κάνε λίγο καιρό υπομονή και θα καταλάβεις τα πάντα. Σε λίγο θα έρθω πάλι να Με φιλοξενήσεις και τότε θα τα μάθεις όλα».
Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής τότε δεν ήταν ακόμη στη φυλακή. Είχε όμως μετακινηθεί από την περιοχή όπου είχε βαπτίσει τον Ιησού προς τη Σαλήμ, κοντά στην εκβολή του Ιορδάνη στη Νεκρά Θάλασσα, «γιατί ο Ιορδάνης στη Βηθαβαρά είχε πολύ Ι λίγο νερό που ήταν γεμάτο επιπλέον με ζωύφια και δυσοσμία». Έτσι πολλοί μαθητές του Ιωάννη μεταπήδησαν στον Ιησού, αλλά αργότερα τον εγκατέλειψαν και πάλι.
Τότε οι Φαρισαίοι άρχισαν να κάνουν σχέδια για το πώς θα απαλλάσσονταν από αυτόν και τον Ιωάννη και συνάμα έστρεψαν την προσοχή των Ρωμαίων κατακτητών επάνω του. «Έτσι οι Ρωμαίοι έστειλαν πληροφοριοδότες να Με παρακολουθήσουν, αλλά αυτοί δεν βρήκαν να επαληθεύονται οι κατηγορίες εναντίον Μου». Ως εκ τούτου η προσπάθεια των Φαρισαίων να συκοφαντήσουν στους κατακτητές τον Ιησού ως υποκινητή του λαού σε εξέγερση έπεσε για άλλη μια φορά στο κενό. Στη συνέχεια ο Ιησούς πήγε στη Γαλιλαία. Περνώντας από τη Σαμάρεια απευθύνθηκε σε μία γυναίκα που έπαιρνε νερό από ένα πηγάδι (Ιωάννης 4, 7 – 24). Μεταξύ άλλων της είπε και τα εξής αξιοσημείωτα: « Κοίτα, ο Θεός είναι Πνεύμα, επομένως όσοι τον λατρεύουν θα πρέπει να τον λατρεύουν πνευματικά κι αληθινά. Για το σκοπό αυτό δεν χρειάζεται ούτε να ανέβει κανείς σε κανένα ιερό βουνό ούτε να πάει σε κανένα ναό για να τον προσκυνήσει, χρειάζεται μόνο μια καρδιά γεμάτη αγάπη και ταπεινοσύνη. Άρα όποιος αγαπάει με τέτοια καρδιά τον Θεό είναι σωστός προσκυνητής του, γι’ αυτό κι ο Πατέρας θα ακούει πάντα τις προσευχές του χωρίς να λαμβάνει υπ’ όψη του τον τόπο που βρίσκεται, αφού έτσι κι αλλιώς δεν έχει καμία σημασία».
Ο Ιησούς έκανε πολλά θαύματα που δεν περιλαμβάνονται στα Ευαγγέλια. Στον Ιωάννη που τα κατέγραφε σχολαστικά είχε πει να παραλείψει τα αμέτρητα θαύματα που πραγματοποιούσε σε στενό κύκλο. «Νομίζεις ότι ο κόσμος θα τα πίστευε διαβάζοντας τα; Κοίτα, αυτοί που είναι εδώ τα πιστεύουν, επειδή τα βλέπουν. Ο κόσμος όμως που πορεύεται σε βαθύ σκοτάδι δεν θα τα πίστευε ποτέ γιατί είναι αδύνατο η νύχτα να φαντασθεί τα έργα του φωτός… Ωστόσο κάποτε θα έρθει μία εποχή όπου όλα αυτά τα πράγματα θα αποκαλυφθούν στον κόσμο». (Στις νέες αποκαλύψεις αναφέρονται διεξοδικά όλα τα θαύματα που έγιναν σε στενά ιδιωτικά πλαίσια ).
Είχε φθάσει πλέον η ώρα να δώσει στους μαθητές του να καταλάβουν ότι «όλοι τους έχουν μία τελείως λανθασμένη αντίληψη για το Μεσσία και το βασίλειο του κι ότι θα χρειασθεί πολύς χρόνος ακόμη να το συνειδητοποιήσουν … Διότι το βασίλειο του Μεσσία δεν θα είναι ένα βασίλειο του κόσμου αυτού, αλλά ένα βασίλειο του πνεύματος και της αλήθειας στο αιώνιο βασίλειο του Πατέρα Μου. … Σας λέω ότι θα χρειασθεί να βγάλετε από πάνω σας τον παλιό σας εαυτό και να βάλετε έναν τελείως καινούργιο. Βέβαια αυτό στην αρχή θα είναι κάπως δύσκολο…».
Εκείνη την εποχή ο Ιησούς ανέθεσε την καταγραφή των πεπραγμένων του στο Ματθαίο ο οποίος ήταν τελώνης και γραφέας στην υπηρεσία των Ρωμαίων. Την ίδια περίοδο κήρυξε δημόσια την επί του όρους Ομιλία που διήρκεσε τρεις ώρες. Οι σχετικές σημειώσεις του Ευαγγελιστή μπορούν να αναγνωσθούν σε λίγα μόνο λεπτά. Μετά το κήρυγμα, συζητώντας οι ντόπιοι ιερείς με τον Ιησού, επέκριναν κυρίως τον ακρωτηριασμό που συμβούλευε στους παραβάτες του ηθικού νόμου (κατά Ματθαίο 5, 29). Η απάντηση που έλαβαν ήταν αυτή: «Εγώ σας δίνω εδώ μεταφορικές εικόνες μα εσείς αναλώνεσθε μόνο στην υλική τους πλευρά, η οποία απειλεί να σας πνίξει. Αλλά από το πνεύμα που έχω βάλει μέσα σε αυτές τις εικόνες φαίνεστε να μην καταλαβαίνετε τίποτα».
Σε αυτό το σημείο ανταπαντά εκνευρισμένος ο αρχιερέας: «Μίλα καλύτερα Εσύ πιο καθαρά για τα σκληρά Σου λόγια που δεν θα μπορέσει κανένας ποτέ να τα καταλάβει χωρίς ικανοποιητικές εξηγήσεις».
Πάνω σε αυτό αποκρίθηκε στον αρχιερέα ο απόστολος Ναθαναήλ: «Ο Κύριος μας δίνει τη διδασκαλία του στα ουσιώδη σημεία της… Όταν λέει, σε αυτόν που σου ζητά το χιτώνα δώστου και το μανδύα από πάνω, θέλει απλά να υπονοήσει ότι εσείς που είστε πλούσιοι και κατέχετε πολλά θα πρέπει να δίνετε και πολλά στους φτωχούς όταν σας ζητούν».
Στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο λέγεται ότι με το τέλος της επί του όρους ομιλίας «το πλήθος είχε εντυπωσιαστεί βαθιά από τη διδασκαλία του… και τον ακολούθησε κόσμος πολύς».
Προφανώς το σημείο αυτό έχει υποστεί βελτιώσεις από μεταγενέστερα χέρια. Η νέα αποκάλυψη αναφέρει ότι ναι μεν μετά το κήρυγμα «είχε μείνει πολύς λαός, αλλά ώσπου να τελειώσω την ομιλία Μου πολλοί έφυγαν οργισμένοι γιατί δεν ήθελαν να πιστέψουν σε αυτά που τους είπα».
Μετά την παραμονή στη Σαμάρειαο Ιησούς επέστρεψε στη Γαλιλαία όπου έδωσε άδεια στους μαθητές του να γυρίσουν προσωρινά σπίτια τους «για να φροντίσουν τα χωράφια τους… Το ίδιο κι η Μαρία με τους πέντε γιους του Ιωσήφ που ήταν επίσης στην Ιερουσαλήμ έμειναν πίσω για να φροντίσουν τα του οίκου τους» και μόνο ο ένας από αυτούς ξαναγύρισε κοντά στον Ιησού.
Μετά την Κανά, όπου θεράπευσε το παιδί ενός αξιωματούχου που ήταν συγγενής του αρχιερέα, ο Ιησούς ξαναπήγε στην Καπερναούμ. «Έπρεπε να πάω γιατί υπήρχε μεγάλη δυστυχία εκεί όπως και στις άλλες κωμοπόλεις γύρω από τη λίμνη της Γαλιλαίας».
Αυτή η πληροφορία έχει σημασία για το λόγο ότι αρκετοί κάνουν μία τελείως διαφορετική παρουσίαση των πραγμάτων, αφού μιλούν για εύπορους αγρότες και ιχθυέμπορους να αποτελούν το πλήθος που ακολουθούσε τον Διδάσκαλο.
Στην περί τον Ιησού φιλολογία τίθεται συχνά το ερώτημα από τι ζούσαν επί τρία χρόνια ο ίδιος μαζί με τη συχνά πολυπληθή ακολουθία του. Έχουν γίνει διάφορες υποθέσεις, αλλά κανένας συγγραφέας δεν θέλει να δεχθεί την αυτονόητη εξήγηση ότι για το γιο του Θεού όλα είναι δυνατά, για το λόγο ότι τα θαύματα ξεφεύγουν από τη δυνατότητα ελέγχου της επιστημονικής σκέψης κι ως εκ τούτου τα θεωρούν ανυπόστατα.
Το κατά Λουκά Ευαγγέλιο το οποίο σημειωτέον περιέχει πολλά λάθη περιλαμβάνει μία φράση η οποία οδήγησε σε πολλές εσφαλμένες υποθέσεις. Συγκεκριμένα στο όγδοο κεφάλαιο, τα εδάφια 2-3 αναφέρουν ότι στην ακολουθία του Ιησού συμμετείχαν ορισμένες εύπορες γυναίκες που τους συντηρούσαν με τα δικά τους μέσα. Είναι ευνόητο όμως ότι οι λίγες αυτές γυναίκες δεν μπορούσαν εκ των πραγμάτων να τρέφουν επί τρία χρόνια ένα πλήθος το οποίο κατά καιρούς ανερχόταν σε μερικές εκατοντάδες. Στην αρχή των περιπλανήσεων τους ο Ιούδας, ο οποίος εκπλήρωνε τα καθήκοντα του ταμία και του οργανωτή της ομάδας είπε κάποια στιγμή στο δάσκαλο του: «Είμαι της γνώμης ότι λίγα χρήματα δεν θα βλάπτουν κανένα όταν ταξιδεύει». Την απάντηση που του έδωσε ο Ιησούς την κατάλαβε πολύ αργότερα: «Όποιος Με γνωρίζει ξέρει επίσης ότι μαζί Μου μπορεί να τα βγάλει μια χαρά πέρα και χωρίς χρήματα. Κοίτα, Εγώ δεν έχω ούτε πουγγί ούτε καθόλου χρήματα και παρ’ όλα αυτά οδήγησα εκατοντάδες ανθρώπους μέσα από την Ιουδαία και τη Σαμάρκια μέχρις εδώ, για ρώτησέ τους πόσο στοίχισε στον καθένα τους αυτό το ταξίδι. Κι επιπλέον σε πληροφορώ ότι σε λίγο καιρό θα χορτάσω χιλιάδες ανθρώπων χωρίς να έχω περισσότερα χρήματα επάνω Μου απ’ ό,τι τώρα».
Στο μεταξύ οι μαθητές οι οποίοι είχαν γυρίσει προσωρινά στα σπίτια τους επέστρεψαν στον Ιησού «φέρνοντας νέους μαθητές από όλα τα μέρη μαζί τους». Ο Πέτρος έφερε το γιο του το Μάρκο που γνώριζε γραφή και είναι αυτός που συνέταξε το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο.
Στη συνέχεια ο Ιησούς πήγε στην Καπερναούμ όπου θεράπευσε το δούλο του Ρωμαίου εκατόνταρχου. Εκείνη την περίοδο 0 Θωμάς επέστησε την προσοχή του στη φιλαργυρία και στη διπλοπροσωπεία του Ιούδα, συμβουλεύοντας τον να τον διώξει από κοντά του. Από την απάντηση που του έδωσε ο Ιησούς φαίνεται πόσο λαθεύουν ορισμένοι συγγραφείς οι οποίοι με βάση την προσωπικότητα του Ιούδα καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο Ναζωραίος δεν ήταν πραγματικά γιος του Θεού, γιατί τότε θα είχε αναγνωρίσει το ποιόν του μαθητή του και τον κίνδυνο που αντιπροσώπευε. «Αγαπημένε Μου Θωμά, αυτά που Μου λες τα ξέρω από καιρό, εντούτοις έχω να σου πω το εξής: Εάν θέλει να φύγει, μπορεί να φύγει κι εάν θέλει να μείνει τότε ας μείνει. Η ψυχή του είναι ένας διάβολος που θέλει να μάθει τη σοφία από τον Θεό, όμως η επιδίωξη αυτή δεν θα της βγει σε καλό!»
Το ιερατείο στην Καπερναούμ είχε εξοργισθεί πολύ με την εντύπωση που είχαν δημιουργήσει στο λαό η θεραπεία του δούλου κι οι ομιλίες του Ιησού. «Η ομιλία κι η διδασκαλία του είναι όλο φλόγα», έλεγε ενθουσιασμένο το πλήθος. Αλλά ο Ιησούς αποκάλυψε ήδη τότε στους μαθητές του ότι γνώριζε την αντίδραση και τις προθέσεις του κλήρου απέναντι του. «Κάποια μέρα θα καταφέρουν τους ποταπούς σκοπούς τους σε βάρος Μου, αλλά δεν έχει έρθει ακόμη η ώρα αυτή». Στον Πέτρο είχε πει ο Ιησούς ότι είναι Γιος του Θεού αλλά του είχε συστήσει επανειλημμένα «να μην το αποκαλύψει σε κανένα, καθώς ανάμεσά τους υπήρχε ένα προδότης».
Από εκεί επιβιβάστηκαν σε ένα πλοιάριο για να περάσουν στα Γαδάρα στην ανατολική ακτή της λίμνης. Εν πλω κινδύνεψαν να βυθιστούν από μία δυνατή τρικυμία, αλλά ο Ιησούς διέταξε τα κύματα να γαληνέψουν προς κατάπληξη των μαθητών (Ματθαίος 8, 25). Κατά την επιστροφή αποφάσισε να περάσει από τη Ναζαρέτ «για να ξεκουραστούν λίγο και επίσης με αυτή την ευκαιρία να ανάψουν το φως της αλήθειας για τους Ναζαρηνούς που ήταν πολύ ασταθείς ως λαός.
Στο σπίτι ήταν η Μαρία, οι τρεις μεγάλοι γιοι του Ιωσήφ και τέσσερα κορίτσια που ήδη από την εποχή του Ιωσήφ είχαν υιοθετηθεί και ανατρέφονταν σαν παιδιά του». Γι’ αυτό και οι Ναζαρηνοί θεωρούσαν όλα αυτά τα πρόσωπα σαν αδέλφια του Ιησού, πράγμα που αναφέρει κατά λέξη και ο Ευαγγελιστής Ματθαίος (13, 56).
Κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης ήρθε ο λόγος γύρω από τη Μαρία. «Είναι κιόλας σαράντα πέντε χρόνων», σχολίασε ένας μαθητής «και μοιάζει να μην έχει φτάσει ούτε στα είκοσι». «Σωστά», παρατήρησε ο Ιησούς, «η Μαρία είναι η πρώτη και δεν θα υπάρξει άλλη σαν κι αυτή.
Αλλά θα έρθει η εποχή όπου οι άνθρωποι θα χτίζουν πιο πολλούς ναούς προς τιμή της απ’ ό,τι για Μένα και θα την προσκυνούν δέκα φορές περισσότερο από Μένα πιστεύοντας ότι μόνο με τη βοήθεια της θα μπορούν να γίνουν μακάριοι. Για το λόγο αυτό δεν θέλω τώρα να την εξυψώνει κανείς ιδιαίτερα αφού ξέρει ότι. είναι η μητέρα του σώματος Μου. Επομένως να είσαστε μαζί της πολύ καλοί και ευγενικοί αλλά προσέξτε να μην της δείχνετε λατρεία που αρμόζει μόνο στον Θεό. Γιατί μαζί με όλα τα εξαιρετικά χαρίσματα της παραμένει γυναίκα κι ακόμη και η καλύτερη γυναίκα δεν είναι πολύ μακριά από τη φιλαρέσκεια».
Την επόμενη ημέρα ο Ιησούς ανέστησε την πεθαμένη κόρη του ανώτερου ιερέα της συναγωγής της Καπερναούμ που λεγόταν Ιάειρος. Την πράξη αυτή η οποία έφερε το λαό σε παραλήρημα ενθουσιασμού την αναφέρει μόνο ο Ματθαίος, αν και ήθελε κι ο Ιωάννης να την καταγράψει. Το γεγονός ότι ανάλογα θεαματικά περιστατικά δεν παρουσιάζονται ταυτόχρονα από όλους τους Ευαγγελιστές οδήγησε ορισμένους επικριτές της Βίβλου στο συμπέρασμα ότι δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και άρα ότι είναι μύθοι. Στη νέα αποκάλυψη όμως δίνεται η πραγματική εξήγηση γι’ αυτές τις παραλείψεις.
Ο Ιωάννης που θα ήθελε ευχαρίστως να καταγράψει αυτό το εντυπωσιακό γεγονός της νεκρανάστασης είπε στον Κύριο: «Δεν θα ήταν καλύτερα να έγραφα όλα όσα κάνεις και διδάσκεις, ακριβώς όπως ο αδελφός Ματθαίος; Διότι διαβάζοντας οι μεταγενέστεροι τα δύο γραπτά και συγκρίνοντας τα θα διαπιστώσουν ότι το δικό μου δεν περιέχει τα ίδια με αυτό του Ματθαίου. Δε θα αρχίσουν τότε να κάνουν διάφορες σκέψεις και να αμφιβάλουν για τη γνησιότητα όλου του Ευαγγελίου αφού θα λένε: «Δεν ήταν άραγε ένας ο Ιησούς που δίδαξε τα ίδια και σίγουρα έκανε και τα ίδια; Γιατί λοιπόν ο Ματθαίος έγραψε το ένα και ο Ιωάννης το άλλο τη στιγμή που και οι δύο ήταν συνεχώς μαζί Του;» Νομίζω ότι μία τέτοια κρίση των μελλοντικών ανθρώπων είναι αναπόφευκτη».
Κι η απάντηση που έλαβε: «Έχεις βέβαια απόλυτο δίκιο αδελφέ Μου, αλλά έχω ένα λόγο που αφήνω να γίνουν έτσι τα πράγματα, τον οποίο όμως εσύ θα καταλάβεις αργότερα. Αυτά που γράφει ο Ματθαίος είναι χρήσιμα ειδικά και μόνο γι’ αυτή τη γη. Αυτά όμως που γράφεις εσύ ισχύουν για όλη την απεραντοσύνη και την αιωνιότητα. Γιατί σε όλα όσα γράφεις είναι κρυμμένη η υψηλή θεία διακυβέρνηση από τη μία αιωνιότητα στην άλλη τόσο σε όλες τις υφιστάμενες δημιουργίες και σε αυτές που θα πάρουν τη θέση των σημερινών στις μελλοντικές αιωνιότητες! Έστω κι αν έγραφες χιλιάδες βιβλία με αυτά που θα σας αποκαλύψω ακόμη, ο κόσμος δεν θα τα καταλάβαινε κι ως εκ τούτου ούτε θα τον ωφελούσαν. (Πρβλ. Ιωάννη 21, 25, σ.σ.). Όποιος όμως ζει σύμφωνα με τη διδασκαλία και πιστεύει στον Υιό, θα αναγεννηθεί έτσι κι αλλιώς στο πνεύμα, το οποίο θα τον οδηγήσει στα βάθη της αιώνιας αλήθειας. Αφού τώρα ξέρεις λοιπόν γιατί δεν σε αφήνω να τα γράφεις όλα, γι’ αυτό στο μέλλον μη Με ξαναρωτήσεις πια. Διότι. η αλήθεια δεν πρέπει να λέγεται τελείως καθαρά στον κόσμο, για να μην πέσει σε ακόμη μεγαλύτερη καταδίκη από αυτή στην οποία βρίσκεται αναγκαστικά από παλιά. Γι’ αυτό θέλω να δίνω τη διδασκαλία Μου έτσι που να μην μπορεί κανένας να φτάσει στα βάθη της ζωντανής αλήθειας με το να ακούει ή να διαβάζει απλά και μόνο το Ευαγγέλιο. Αλλά μόνο το να εφαρμόζει τη διδασκαλία Μου στην πράξη θα οδηγήσει τον καθένα στο φως!»
Στη Ναζαρέτ στο μεταξύ είχαν συγκεντρωθεί έξω από το σπίτι της Μαρίας περί τους τρεις χιλιάδες ανθρώπους, οι οποίοι είχαν βάλει σκοπό να ανακηρύξουν τον Ιησού βασιλιά, αυτός όμως τους ξέφυγε περνώντας μέσα από τον κήπο του σπιτιού και πήγε στην Καπερναούμ. Το πλήθος τον ακολούθησε ως εκεί, μπροστά στην κινητοποίηση όμως των ρωμαϊκών δυνάμεων της περιοχής παραιτήθηκε μεν από την πρόθεση του να τον ανακηρύξει βασιλιά, αλλά έμεινε κοντά του και στη συνέχεια.
Μεταξύ Καπερναούμ και Βηθαβαρά ο Ιησούς επισκέφθηκε ένα σπίτι το οποίο περιζώθηκε αμέσως από χιλιάδες κόσμο ούτως ώστε ήταν αδύνατο να φέρουν από την πόρτα ένα παραλυτικό για θεραπεία. Τότε ο ιδιοκτήτης του σπιτιού είπε: «Το σπίτι μου είναι σκεπασμένο με καλάμια, όπως οι περισσότερες ψαροκαλύβες. Θα βάλουμε απέξω σκάλες ως τη στέγη και παραμερίζοντας τα καλάμια θα ανοίξουμε μια τρύπα ίσα – ίσα για να χωρέσει ο άρρωστος με το κρεβάτι του, ενώ εγώ θα ανοίξω την καταπακτή για να κατέβει». Το εύρημα αυτό με τη στέγη αναφέρεται επειδή σε μερικούς η ιστορία αυτή δημιούργησε ερωτηματικά.
Ο επόμενος σταθμός του Ιησού ήταν σε ένα πανδοχείο που ανήκε σε ένα τελώνη επίσης με το όνομα Ματθαίος: «Ο νεαρός πανδοχέας και τελώνης Ματθαίος, ο οποίος δεν πρέπει να συγχέεται με το Ματθαίο που ήταν γραφέας των Ρωμαίων, κάλεσε τους μαθητές Μου, τους Φαρισαίους και τους γραμματείς να περάσουν μέσα, πράγμα που έκαναν και εκεί έφαγαν και ήπιαν με πολλή όρεξη». Στη διάρκεια του γεύματος προέκυψε μία αντιπαράθεση ανάμεσα σε έναν «προοδευτικό» και σε έναν «παραδοσιακό» Φαρισαίο: «Η διδασκαλία του Ιησού είναι αγνή», είπε ο πρώτος, «ανταποκρίνεται απόλυτα στην ανθρώπινη φύση κι ούτε προδίδει τίποτα το διαβολικό. Δεν είμαι βέβαια τελείως πεπεισμένος ότι ο Μωυσής κατά βάση δίδασκε τα ίδια με αυτόν τον Ναζαρηνό. Η αλήθεια είναι ότι σε αυτά που λέει -να αγαπάμε δηλαδή τον Θεό πάνω από όλα, ενώ τον πλησίον σαν τον εαυτό μας, να μην ανταποδίδουμε μία κακή πράξη με ένα άλλο κακό αλλά να κάνουμε καλό ακόμη και στους εχθρούς μας, αντίθετα να ευλογούμε όσους μας αναθεματίζουν και να είμαστε ταπεινοί και πράοι – δεν βλέπω καμία διαβολικότητα». Έξω φρενών του απάντησε ο άλλος Φαρισαίος: «Εσύ ασφαλώς όχι, γιατί είσαι κι εσύ με το διάβολο. Μήπως δεν το ξέρεις ότι ο διάβολος είναι πολύ πιο επικίνδυνος όταν εμφανίζεται μεταμφιεσμένος σε άγγελο;»
Εκείνο τον καιρό ο Ιησούς επέλεξε τους δώδεκα αποστόλους του, στους οποίους συμπεριλήφθηκε και ο τελώνης Ματθαίος (δηλαδή όχι ο γραφέας και Ευαγγελιστής) και τους ανέθεσε την αποστολή τους.
Στο Ευαγγέλιο του Ματθαίου 10, 5 λέγεται απλά: «Μην πηγαίνετε στους δρόμους των εθνικών». Το υπόλοιπο κείμενο που απαιτεί από τους αποστόλους και τους διαδόχους τους να «μη χρησιμοποιήσουν κανενός είδους βία» εξαλείφθηκε από τους άνδρες της εκκλησίας από τη στιγμή που επέλεξαν το δρόμο της βίας και του εξαναγκασμού για την επικράτηση ή την επέκτασή της. Είναι όμως γνωστό το πώς ιδίως στην καθολική εκκλησία αγνόησαν αυτή τη σύσταση του Ιησού.
Το πλήρες κείμενο έχει ως εξής: «Πάνω από όλα να αποφεύγετε τους δρόμους των εθνικών! Αυτό σημαίνει, μην χρησιμοποιείτε βία όπως οι εθνικοί. Επιπλέον να αποφεύγετε τους βάρβαρους λαούς γιατί είναι μάταιος κόπος να προσπαθείτε να διδάξετε στους σκύλους και στους χοίρους το Ευαγγέλιο για τη βασιλεία του Θεού… Εφ’ όσον λοιπόν ο δάσκαλος και κύριος σας δεν χρησιμοποιεί βίαια μέσα για να επιβάλει τη διδασκαλία του στους ανθρώπους, γιατί να θελήσουν να το κάνουν οι μαθητές και υπηρέτες του;
…Σας παραδίδω μία τελείως ελεύθερη εκκλησία που δεν χρειάζεται άλλο ναό από την καρδιά του καθενός όπου κατοικεί το πνεύμα και η αλήθεια γιατί μονάχα εκεί θέλει ο Θεός να τον αναγνωρίζουν και να τον λατρεύουν οι αληθινοί προσκυνητές του… Την αποστολή που σας παραδίδω δεν θα πρέπει να την |μετατρέψετε σε κάποιο σταθερό επάγγελμα όπως κάνουν οι ειδωλολάτρες ή οι σκοταδιστές Ιουδαίοι και Φαρισαίοι».
Όπως είναι εμφανές επομένως το σημερινό κατ’ επάγγελμα ιερατείο προέκυψε σε αντίθεση με τις οδηγίες του Ιησού. Στο μεταξύ οι Φαρισαίοι και οι ιερείς του ναού είχαν προωθήσει το σχέδιό τους να απαλλαγούν από τον Ιησού. Όμως οι στρατιώτες που έστειλαν για να τον συλλάβουν πνίγηκαν στη θάλασσα της Γαλιλαίας από μία ξαφνική θύελλα. Ο Ιησούς διαβλέποντας τον κίνδυνο, αποφασίζει να καταφύγει προσωρινά στο βορρά της χώρας και ενημερώνει σχετικά τους μαθητές του: «Στη θέση των πνιγμένων θα έρθουν άλλοι οι οποίοι θα μας φέρουν σε δύσκολη θέση, οπότε θα αναγκαστούμε να καταφύγουμε στις περιοχές που κατοικούν οι Έλληνες, πράγμα που θα αργήσει να γίνει».
Στο μεταξύ διάστημα παρέμειναν στη Γαλιλαία και συνέχισαν τις περιπλανήσεις τους. Για πρώτη φορά επισκέφτηκαν την Κανά στο νότο. Ο σχεδόν αμιγώς ελληνικός πληθυσμός της υποδέχτηκε με ενθουσιασμό τον Ιησού κι αυτός γιάτρεψε τους αρρώστους. Επιστρέφοντας στην Κις βρήκαν τη Μαρία και τους γιους του Ιωσήφ. Το ιερατείο τους είχε διώξει από το σπίτι τους αφού κατείσχε πρώτα τα εργαλεία της δουλειάς τους. Ο Ιησούς όμως βρήκε τρόπους να τους επιστραφούν.
Από την ώρα εκείνη οι κατάσκοποι του Ηρώδη παρακολουθούν τον Ιησού «σε κάθε του βήμα» και τον καταδιώκουν. Κάθε φορά όμως ο Ιησούς με τους μαθητές του που στο μεταξύ έχουν φθάσει τους οκτακόσιους καταφέρνουν να ξεγλιστρήσουν. Αρχικά μετέβησαν στην έρημο της Βηθαβαρά όπου τους ακολούθησαν χιλιάδες λαού και άρρωστοι οι οποίοι «γιατρεύτηκαν όλοι μέσα σε μία στιγμή» (βλ. Ματθαίο 14, 14). «Οι δοξολογίες και οι επευφημίες του λαού δεν έπαιρναν τέλος». Τότε ήταν που ο Ιησούς πέτυχε να χορτάσει «πέντε χιλιάδες άνδρες, συν τις γυναίκες και τα παιδιά» (βλ. επίσης στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο 14, 21).
Όπως ήταν αναμενόμενο ο λαός ήθελε εκ νέου να τον ανακηρύξει βασιλιά καθώς τον θεωρούσαν σαν τον ηγέτη που θα νικούσε τους μισητούς Ρωμαίους. Ο Ιησούς όμως κατέφυγε σε ένα βουνό για να τους αποφύγει. Προηγούμενα είχε παραγγείλει στους μαθητές του να πάνε κωπηλατώντας μέσα στη φεγγαρόλουστη βραδιά στην άλλη όχθη της λίμνης.
Ο Πέτρος υπάκουσε μεν στην παραγγελία, όμως εν πλω οι μαθητές φοβήθηκαν λόγω της τρικυμίας και είπαν: «Οι αφροί από τα κύματα έχουν σκεπάσει την ακτή. Εάν δεν αντέξουμε ως το πρωί, είμαστε όλοι μας χαμένοι». Ο Πέτρος που συμμεριζόταν την ανησυχία τους έλεγε: «…ακόμη κι εγώ που άσπρισα πάνω στο νερό, δεν μπορώ να σας εγγυηθώ για τίποτα». Ενώ οι μαθητές έβλεπαν να έρχεται το τέλος τους, ο Ιησούς «στεκόταν σε απόσταση δέκα βημάτων από το πλοιάριο» … Τα υπόλοιπα είναι γνωστά από το Ευαγγέλιο.
Ο Ιησούς κατηύθυνε τότε το πλοίο προς τη Γεννησαρέτ όπου ήταν σίγουροι από τους διώκτες τους, τόσο εκ μέρους του ναού όσο και του Ηρώδη, «διότι η πόλη αυτή βρισκόταν υπό την προστασία των Ρωμαίων, γεγονός που δεν αναφέρεται σε κανένα Ευαγγέλιο καθώς δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερα αξιομνημόνευτο». Στις επόμενες μέρες θεράπευσε δύο χιλιάδες αρρώστους. Στο πανδοχείο της Γεννησαρέτ βρίσκονταν Φαρισαίοι από τη γειτονική πόλη Ιεσαΐρα, Ο Ιησούς τους προκάλεσε συνειδητά λέγοντας στους μαθητές του να φάνε επιδεικτικά με άπλυτα χέρια το ψωμί τους. Το διαπληκτισμό που ακολούθησε τον περιγράφει ο Ματθαίος στο 15ο κεφάλαιο. Στο τέλος ο Ιησούς δήλωσε ότι καταργεί μια για πάντα αυτούς τους ανθρώπινους κανόνες οπότε το πλήθος άρχισε να πανηγυρίζει, καθώς οι αγρότες δεν μπορούσαν συνήθως να τηρήσουν αυτή την εντολή όταν βρίσκονταν στα χωράφια τους. Για το λόγο αυτό οι τυπολάτρες Φαρισαίοι θεωρούσαν τον απλό λαό «αμχααρές», δηλαδή καταδικασμένους. Γι’ αυτό φώναξαν όλο πυρ και μανία στον Ιησού: «Ακούσαμε ως τώρα αρκετά, αυτός εξυβρίζει τον Θεό. Τώρα ξέρουμε με ποιον έχουμε να κάνουμε!» Έτσι τον συκοφάντησαν ότι είχε στρέψει όλο το λαό εναντίον του ναού και γι’ αυτό θα έπρεπε να πληρώσει.
Ο Ιησούς είχε φθάσει τότε στο αποκορύφωμα της επιτυχίας του. Σε όλη τη θάλασσα της Γαλιλαίος ο λαός αποσκιρτούσε αθρόα από το ναό. Οι ιερείς τόσο στην επαρχία όσο και στην Ιερουσαλήμ παρακολουθούσαν αυτή την εξέλιξη με ανησυχία και οργή, καθώς μάλιστα τα έσοδα τους μειώνονταν σημαντικά. Ποιος κλήρος και ποια ιεραρχία δεν στρέφονται σε μια τέτοια περίπτωση όλο μίσος ενάντια στον «ταραξία» που τους βγάζει βίαια από την αυταρέσκεια τους;
Στη συνέχεια ο Ματθαίος αναφέρει ότι «ο Ιησούς έφυγε από εκεί (τη Γεννησαρέτ) και πήγε στη χώρα της Τύρου καν της Σιδώνος». Στη νέα αποκάλυψη αναφέρεται όμως ότι σε απόσταση τριών ωρών από την Τύρο ο Ιησούς άλλαξε γνώμη και στράφηκε πάλι προς την κατεύθυνση της λίμνης της Γαλιλαίας. Βόρεια της Ιεσαΐρας ανέβηκε με είκοσι από τους μαθητές του σε ένα βουνό με την πρόθεση να μείνουν εκεί τρεις μέρες. Αν και θεωρούσαν ότι είχαν περάσει απαρατήρητοι «αμέσως μετά ανέβηκαν στο βουνό χιλιάδες λαού μεταξύ των οποίων ήταν και πεντακόσιοι άρρωστοι τους οποίους ο Ιησούς θεράπευσε με μία του λέξη…. Επί τρεις ημέρες δίδασκε με τους μαθητές του το λαό. Την τρίτη ημέρα πάλι με ένα θαύμα τράφηκαν τέσσερις χιλιάδες άνδρες και άλλα τόσα γυναικόπαιδα».
Την επομένη ο Ιησούς έστειλε μερικούς μαθητές στην Καισαρεία του Φιλίππου ως εμπροσθοφυλακή για να μάθουν εάν οι άνθρωποι εκεί είχαν ακούσει για το πρόσωπο του και τι γνώμη είχαν γι’ αυτόν, καθώς δεν είχε πάει ακόμη σε εκείνη την περιοχή. Αποδείχτηκε ότι όλοι είχαν ήδη ακούσει για αυτόν, όμως τα νέα είχαν πάρει φανταστικές και εξωφρενικές διαστάσεις. Παραδείγματος χάριν διηγούνταν ότι ο Ιησούς «μπορούσε να γίνει μεγάλος σαν γίγαντας και μετά να μικρύνει ίσα με το μέγεθος ενός δακτύλου». Οι μαθητές απαγόρεψαν στο λαό να επαναλαμβάνει τέτοιες ανοησίες. «Από τότε άλλωστε προέκυψε κι ένας ορμαθός από πενήντα περίπου ευαγγέλια, τα οποία καλώς έκαψαν ως απόκρυφα κατά την πρώτη μεγάλη συγκέντρωση των εκκλησιών της ανατολής».
Πριν επιστρέψει ο Ιησούς στην Άνω Γαλιλαία, πήγε για άλλη μια φορά ακτοπλοϊκά στην Ιεσαΐρα όπου ήρθαν πάλι αμέτρητοι άρρωστοι να τον βρουν. Αυτή τη φορά ωστόσο αρνήθηκε να τους θεραπεύσει λέγοντας στο πλήθος: «Δεν ήρθα για να θεραπεύσω τους αρρώστους σας, μα αντίθετα για να σας ανακοινώσω ότι έχει έρθει κοντά σας η βασιλεία του Θεού, όπως το είχα ξανακάνει πριν από λίγο καιρό. Αλλά τότε δεν δώσατε πολλή προσοχή, επειδή σας ήμουν γνωστός από τη Ναζαρέτ και τώρα το πιστεύετε ακόμη λιγότερο. Γι’ αυτό κι Εγώ δεν θα μείνω κοντά σας ούτε θα θεραπεύσω τους αρρώστους σας. Πηγαίνετε στους δικούς σας τους γιατρούς».
Στην Ιεσαΐρα ο Ιησούς δήλωσε για πρώτη φορά ανοικτά στο λαό ότι είναι ο υπεσχημένος Μεσσίας και πρόσθεσε: «Μακάριος όποιος από σας το πιστέψει».
Στη συνέχεια πήγαν να ξεκουραστούν μερικές ημέρες στο σπίτι του Πέτρου και μετά επισκέφτηκαν «πολλά μέρη, χωριά και συνοικισμούς» στη Γαλιλαία. «Εγώ κι οι μαθητές κηρύσσαμε το Ευαγγέλιο και συναντήσαμε πολλές φορές καλή υποδοχή αλλά και πολλή αντίδραση, γιατί σε αυτά τα ταξίδια έκανα πολύ λίγα θαύματα, καθώς δεν υπήρχε παρά λίγη πίστη σε αυτά. Γενικά εκείνη την εποχή η βόρεια Γαλιλαία ήταν γεμάτη με Έλληνες και Ρωμαίους, συνεχώς δε περνούσαν από εκεί επαγγελματίες μάγοι και ως εκ τούτου τα θαύματα δεν τους εντυπωσίαζαν ούτε τα είχαν σε μεγάλη εκτίμηση».
Καθώς το φθινόπωρο πλησίαζε στο τέλος του ο Ιησούς ανακοίνωσε στους μαθητές του ότι θα περνούσε το χειμώνα στην Κις, κοντά στην Κανά.
Μια μέρα στο σπίτι του Πέτρου είχαν μαζευτεί πολλά παιδιά από τη γειτονιά. Ο Ιησούς φώναξε ένα από αυτά κοντά του και είπε στους μαθητές του: «Αλήθεια σας λέω, εάν δεν εγκαταλείψετε τις μεγαλομανείς εγκόσμιες σκέψεις σας (σ.σ. γιατί υπολόγιζαν να γίνουν υπουργοί στο κοσμικό βασίλειο του) κι αν δεν γίνετε ταπεινοί σαν αυτά τα παιδιά, δεν πρόκειται ούτε σεις να έρθετε στην ουράνια βασιλεία, παρ’ όλο που είσαστε μαθητές Μου. Όποιος βάζει τον εαυτό του τελευταίο όπως τούτο το παιδί και δεν νιώθει ίχνος αλαζονείας μέσα του, αυτός είναι ο ανώτερος στους ουρανούς διότι το μόνο που καθορίζει εκεί το βαθμό της μακαριότητας είναι η αληθινή ταπεινοφροσύνη μιας αγνής καρδιάς». (Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο 18, 4)
Στη συνέχεια περιόδευσε στα πολύ εύφορα τότε υψίπεδα του Γκολάν στα οποία επέστρεψε άλλη μια φορά αργότερα. Κατόπιν πήγε στην Ιερουσαλήμ, όπου από δώδεκα χρόνων ήδη γνώριζε την οικογένεια του Λάζαρου. Εκεί στη διάρκεια μιας αντιπαράθεσης με Φαρισαίους ο Ιησούς παραδέχτηκε ανοικτά ότι είναι ο Μεσσίας. Οι Ιουδαίοι, οι οποίοι είχαν ήδη εξοργισθεί προηγουμένως εξαιτίας της θεραπείας ενός παράλυτου στην κολυμπήθρα της Βηθεσδά την ημέρα του Σαββάτου, είπαν: «Ορίστε, τώρα μας το λες και ανοικτά ότι ο Ύψιστος είναι ο Πατέρας Σου!»
Πριν την επιστροφή στη Γαλιλαία ο Ιησούς γνωστοποιεί στους μαθητές του τα σχέδια του για το χειμώνα και την επόμενη άνοιξη. «Από εδώ και στο εξής εκτός από τη θεραπεία αρρώστων δεν πρόκειται όλο το χειμώνα να κάνω θαύματα ούτε θα δώσω καμία διδασκαλία». Ως τα μισά του χειμώνα καταλύει εναλλάξ σε ένα πανδοχείο και στο φίλο του το Λάζαρο. «Κατόπιν θα επισκεφθούμε τον Κισιωνό (σ.σ. στην Κις, στη βόρεια ακτή της λίμνης της Γαλιλαίας) και πριν τη γιορτή του Πάσχα θα επιστρέψουμε στην Ιερουσαλήμ. Ύστερα θα περιοδεύσουμε πάλι τη Γαλιλαία, όπου θα αρχίσω να διδάσκω εκ νέου και να κάνω σημεία, οπότε θα συνοδευόμαστε από μεγάλο πλήθος και πολλούς νέους μαθητές».
Στην Ιερουσαλήμ ο Ιησούς είχε κοντά του εβδομήντα μαθητές οι οποίοι όμως δεν τον ακολουθούσαν μόνιμα όπως οι δώδεκα απόστολοι. «Οι μαθητές έχουν ακούσει και δει τόσα όσα χρειάζονται για να ξέρουν επακριβώς τι πρέπει να κάνουν για να κατακτήσουν την αιώνια ζωή και δεν χρειάζονται να μάθουν περισσότερα. Άλλωστε λόγω των οικογενειακών τους υποχρεώσεων δεν ήθελαν να Με ακολουθούν παντού και πάντα. Γι’ αυτό προς το παρόν τους έστειλα στα σπίτια τους, θα γυρίσουν όμως πάλι για να Με ακολουθήσουν σε όλους τους δρόμους στο μέλλον». Οι μαθητές του Ιησού όπως και οι απόστολοι του ήταν ως επί το πλείστον Γαλιλαίοι.
Όταν ο Ιησούς εγκατέλειψε την Ιουδαία πλήθος λαού τον ακολούθησε μέχρι τη Γαλιλαία (Ιωάννης 6,2). Όταν έφτασε στη λίμνη επιβιβάστηκε σε ένα πλοίο με προορισμό την Κις. Καθώς το πλοίο έπλεε κοντά στην Τιβεριάδα, ο πληθυσμός της πόλης τον αναγνώρισε από μακριά και ήθελε να τον ακολουθήσει για να θεραπεύσει τους αρρώστους. Εντούτοις ο Ιησούς δεν πήγε ποτέ στην Τιβεριάδα διότι «οι άνθρωποι αυτής της πόλης δεν έχουν τίποτα καλό στο νου τους και ακόμη λιγότερη πίστη, δεδομένου ότι είναι έμποροι και το μόνο που έχουν κατά νου είναι χρήματα και κέρδη».
Ο Ιησούς εγκατέλειψε το πλοίο σε ένα ακατοίκητο σημείο και ανέβηκε σε ένα βουνό. Το πλήθος που τον είχε ακολουθήσει από την Ιουδαία μεγάλωνε καθημερινά με αφίξεις ανθρώπων της περιοχής. Καθώς παρέμειναν εκεί πέντε συνεχείς ημέρες τα τρόφιμα τους τελείωσαν κάποια στιγμή. Έτσι για τρίτη φορά πολλαπλασίασε το ψωμί ώστε ήταν αρκετό για «σχεδόν πέντε χιλιάδες άνδρες, εκτός τις γυναίκες και τα παιδιά» (Ιωάννης 6, 10)
Τότε είπαν πάλι οι Ιουδαίοι μεταξύ τους: «Αφού είναι πιο δυνατός από κάθε άλλη δύναμη στον κόσμο και σοφότερος από το Σολομώντα, είναι καιρός να τον κάνουμε βασιλιά με τη βία». Στο μεταξύ ακόμη και ο Ιούδας είχε καταλάβει ότι «εμφανώς ο Κύριος δεν χρειάζεται καθόλου χρήματα για να .ζήσει».
Το πλήθος που τον αναζητούσε τον βρήκε τελικά σε ένα σχολείο στην Καπερναούμ. Ο Ιησούς ήξερε ότι ο κύριος λόγος που πήγαιναν στις συγκεντρώσεις του ήταν επειδή ήθελαν να γίνουν καλά οι ασθενείς τους. Και όπως έγραψε ο Ευαγγελιστής Ιωάννης μετά το τρίτο θαύμα με τον πολλαπλασιασμό των άρτων ο Ιησούς τους είπε: «Με ψάχνετε … μόνο και μόνο επειδή χορτάσατε με το ψωμί που σας έδωσα να φάτε».
Όμως στην Καπερναούμ τους το είπε ακόμη πιο απροκάλυπτα και ταυτόχρονα παρατήρησε στον Ιωάννη ότι δεν έχει κανένα νόημα να διδάσκει έναν τόσο ανώριμο λαό. Γι’ αυτό είπε στις χιλιάδες κόσμου που τον περιτριγύριζαν: «Αυτό που σκεφτήκατε κατά βάθος ήταν ότι αυτός έχει αρκετή δύναμη να επιβληθεί στους εχθρούς μας που για χάρη τους πρέπει να εργαζόμαστε σκληρά, επιπλέον μπορεί συνεχώς να μας εφοδιάζει με ψωμί κι επομένως δεν χρειάζεται να κοπιάζουμε πια». Και στο τέλος ψιθύρισε στον Ιωάννη: «Είδες πώς επαληθεύτηκαν αυτά που σου έλεγα χθες κρυφά στο βουνό (όπου έγινε ο πολλαπλασιασμός των άρτων); Οι άνθρωποι αυτοί είναι ακόμη στο επίπεδο των ζώων και γι’ αυτό μιλώ κεκαλυμμένα, ώστε μην Με καταλαβαίνουν και έτσι να απομακρυνθούν από κοντά Μου διότι δεν έχει φθάσει ακόμη ο καιρός τους… Είναι δύσκολο να διδάσκει κανείς τους κουφούς και να γράφει για τους τυφλούς!»
Όταν ο Ιησούς είπε στο πλήθος ότι είναι ο Μεσσίας και «ο άρτος της ζωής που κατέβηκε από τον ουρανό» (Ιωάννης 6, 41) ο κόσμος άρχισε να μουρμουρίζει και παρά τα θαύματα του δεν ήθελαν να πιστέψουν ότι ο γιος ενός μαραγκού ήταν ο αναμενόμενος σωτήρας. Γι’ αυτό έλεγαν: «Αυτός δεν είναι ο ξυλουργός, ο Ιησούς, ο γιος του Ιωσήφ του μάστορα; Αφού ξέρουμε καλά τον πατέρα και τη μητέρα του, πώς μπορεί λοιπόν αυτός εδώ να ισχυρίζεται ότι έχει έρθει από τον ουρανό;» Τότε ο Ιησούς τους έδωσε την απάντηση: «Όποιος θα φάει από αυτό το ψωμί θα ζήσει αιώνια. Γιατί το ψωμί που θα σας δώσω είναι η σάρκα Μου, την οποία θα προσφέρω για να ζήσει ο κόσμος» (Ιωάννης 6, 52).
Στον Γιάκομπ Λόρμπερ ειπώθηκε επεξηγηματικά γι’ αυτό το δυσνόητο σημείο: «Με αυτό εννοείται το εξωτερικό υλικό περίβλημα του Λόγου Μου, μέσα στο οποίο βρίσκεται ο ζωντανός πνευματικός Λόγος όπως το ζωντανό φύτρο περιβάλλεται από το νεκρό φλοιό του».
Οι Ιουδαίοι αναρωτήθηκαν τότε: «Πώς μπορεί να μας δώσει να φάμε τη σάρκα του; (Ιωάννης 6, 52). Και ο Ιησούς τους αποκρίθηκε: «Μπορείτε να αμφιβάλετε και να μουρμουρίζετε όσο θέλετε, αλλά είναι όπως σας το είπα, και σας λέω ακόμη επιπλέον: Εάν δεν φάτε τη σάρκα του Γιου του Ανθρώπου και εάν δεν πιείτε το αίμα του, δεν έχετε καθόλου ζωή μέσα σας» (κατά Ιωάννη 6, 53).
Άλλη μία συμπληρωματική επεξήγηση δόθηκε στον Γιάκομπ Λόρμπερ τόσο για τον ίδιο όσο και για τους μελλοντικούς αναγνώστες του: «Έχει ήδη αποκαλυφθεί το τι σημαίνει η σάρκα. Το αίμα είναι το καθαυτό φυσικό ζωτικό ρευστό το οποίο δίνει τη ζωή στο σώμα, το διατηρεί, το τρέφει και του δίνει την ικανότητα της αναπαραγωγής. Με άλλα λόγια είναι συμβολικά το καθαυτό εσωτερικό πνεύμα της ζωής μέσα στα εξωτερικά γράμματα των λέξεων».
«…Αυτά τα λόγια του Ιησού δεν τα κατάλαβε ο κόσμος αλλά ούτε οι πολυάριθμοι μαθητές του, μάλιστα ούτε καν οι δώδεκα επιλεγμένοι απόστολοι, οι οποίοι περίμεναν να τους δοθεί μία εξήγηση. Αναμεταξύ τους μουρμούριζαν και έλεγαν: Τι μυστήριος που είναι! Εάν είχε δώσει σήμερα μία ευκρινή και λογική διδασκαλία θα είχε κερδίσει χιλιάδες σταθερούς οπαδούς. Έτσι όμως όπως τα κατάφερε σήμερα έβλαψε τον ίδιο του τον εαυτό και μακροπρόθεσμα. Γιατί ποιος πρόκειται στο εφεξής να τον ακούσει και να τον αντέξει;»
Αλλά ο Ιησούς τους εξήγησε ότι εκείνοι οι άνθρωποι δεν είχαν ακόμη την απαραίτητη ωριμότητα για να συλλάβουν εσωτερικά τη βασιλεία του Θεού και πρόσθεσε:
«Τα λόγια που σας είπα είναι πνεύμα και ζωή και δεν είναι γήινη σάρκα και αίμα… Το ψωμί και η σάρκα είναι ένα και το αυτό, όπως επίσης το κρασί με το αίμα. Όποιος λοιπόν τρώει τον ουράνιο άρτο με το Λόγο Μου και πίνει τον οίνο της ζωής αφού πράττει σύμφωνα με αυτόν, οι πράξεις του δηλαδή κινούνται από αληθινή, ανιδιοτελή αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον, αυτός τρώει επίσης τη σάρκα Μου και πίνει το αίμα Μου. Γιατί όπως το φυσικό ψωμί που τρώει ο άνθρωπος μέσα του μετατρέπεται σε σάρκα ενώ το κρασί γίνεται αίμα, έτσι και ο άρτος του Λόγου Μου γίνεται σάρκα ενώ ο οίνος της έμπρακτης αγάπης μεταμορφώνεται σε αίμα μέσα στην ανθρώπινη ψυχή. Όταν λοιπόν λέω: «Όποιος τρώει τη σάρκα Μου» ήδη με αυτό εννοείται ότι έχει αφομοιώσει το Λόγο Μου όχι μόνο μέσα στη μνήμη του και με την εγκεφαλική του νόηση αλλά ταυτόχρονα και μέσα στην καρδιά του, η οποία – όπως έχουμε πει – είναι το “στομάχι” της ψυχής. Και το ίδιο ισχύει επίσης για το κρασί της έμπρακτης αγάπης, το οποίο με αυτόν τον τρόπο δεν είναι πια απλά κρασί αλλά είναι ήδη το αίμα της ζωής. Διότι η μνήμη και η νόηση του ανθρώπου παίζουν για την καρδιά περίπου τον ίδιο ρόλο που παίζει το στόμα για το φυσικό στομάχι.
Όσο το φυσικό ψωμί δουλεύεται με τα δόντια μέσα στο στόμα δεν έχει γίνει ακόμη σάρκα, είναι σκέτο ψωμί. Όταν όμως το μασήσει κανείς και το καταπιεί και μέσα στο στομάχι αναμειχθεί με τα γαστρικά υγρά, τότε ως προς τις πιο λεπτοφυείς θρεπτικές του ουσίες έχει γίνει ήδη σάρκα, επειδή είναι παρόμοιες με αυτήν. Το ίδιο συμβαίνει με το κρασί ή με το νερό ακόμη, το οποίο σίγουρα εμπεριέχει την ουσία για το κρασί, αφού το κλήμα θα ξεραινόταν χωρίς το νερό με το οποίο τρέφονται όλα τα φυτά και τα ζώα. Όσο κρατάς το κρασί μέσα στο στόμα, δεν αφομοιώνεται από το αίμα, γι’ αυτό πρέπει να κατέβει πρώτα στο στομάχι. Ομοίως όποιος ακούει το Λόγο Μου και τον κρατάει στη μνήμη του, κρατάει το ψωμί στο στόμα της ψυχής του. Όταν αρχίσει να τον σκέφτεται σοβαρά μέσα στο μυαλό του, τότε μασά το ψωμί με τα δόντια της ψυχής, γιατί η νόηση του εγκεφάλου αποτελεί για την ψυχή αυτό που είναι τα δόντια για το σωματικό άνθρωπο. Όταν το ψωμί Μου ή τη διδασκαλία Μου τη μασήσει ο νους, την καταλάβει και τη δεχτεί ως αλήθεια, τότε από αγάπη προς την αλήθεια πρέπει να γίνει δεκτή και στην καρδιά και με σταθερή βούληση να εφαρμοστεί στην πράξη. Άμα γίνει αυτό, τότε ο Λόγος μετατρέπεται σε σάρκα της ψυχής και με τη συνεπή εφαρμογή μετατρέπεται σε αίμα της ψυχής, δηλαδή σε πνεύμα Μου μέσα της, που χωρίς αυτό θα ήταν η ψυχή νεκρή όπως το σώμα που δεν έχει αίμα.
… Να αγαπάτε και με βάση αυτή την αγάπη να ενεργείτε από κοινού μαζί Μου. Δεν αρκεί να έχετε την καλή πρόθεση να αγαπάτε, πρέπει να αγαπάτε και στην πράξη. Με άλλα λόγια η αγάπη Μου για σας και συνακόλουθα η δική σας η αγάπη για Μένα να σας κάνουν να τη δείχνετε με έργα… Αυτή λοιπόν είναι η αληθινή θεία κοινωνία. Αυτό είναι το αληθινό σώμα της αιώνιας Αγάπης που θυσιάστηκε για χάρη σας και το αληθινό αίμα που χύθηκε για σας. Αφομοιώστε αυτό το σώμα και το αίμα, φάτε και πιείτε από αυτά, ώστε να δυναμώσει η σάρκα σας και να αναστηθεί στην αληθινή, την αιώνια ζωή!»
Κατά τη διάρκεια του μυστικού δείπνου, το βράδυ πριν το θάνατο του, ο Ιησούς είπε στους αποστόλους του σύμφωνα με τη νέα αποκάλυψη μεταξύ άλλων: «Πάρτε ο καθένας την μπουκιά που σας ετοιμάζω. Είναι η σάρκα Μου, ο Λόγος Μου που έγινε σάρκα, που πρέπει να ζωντανέψει μέσα σας. Πιέστε όλοι σας από αυτό το ποτήρι! Είναι το αίμα Μου που θα χυθεί για σας για να συγχωρεθούν οι ανομίες σας.
Όποιος δεν φάει τη σάρκα Μου και δεν πιει το αίμα Μου δεν πρόκειται να γίνει ποτέ μακάριος. Τώρα που ξέρετε τι εννοώ με αυτό δεν θα απορείτε πλέον με τέτοια λόγια. Να τρώτε, να πίνετε και όποτε κάνετε αυτά που σας λέω, να τα κάνετε στη μνήμη Μου».
(Ακολουθώντας αυτή την τελευταία προτροπή τα μέλη της πρώτης χριστιανικής κοινότητας στην Ιερουσαλήμ συγκεντρώνονταν για να συμφάγουν. Σύμφωνα με τις Πράξεις των Αποστόλων 2, 46 οι πρώτοι χριστιανοί μοίραζαν το ψωμί μεταξύ τους και έτρωγαν από κοινού αδερφικά, τη δε επιτραπέζια προσευχή την ονόμαζαν ευχαριστία).
Πίσω στην Καπερναούμ ο Ιησούς δήλωσε στους μαθητές του ότι πολλοί ανάμεσα τους δεν είχαν καθόλου ή πολύ λίγη πίστη στον ίδιο και ότι μάλιστα ένας από αυτούς θα τον πρόδιδε. Σαν αντίδραση τότε πολλοί μαθητές του τον εγκατέλειπαν λέγοντας: «Τα σκληρά και τα απίστευτα σημεία της διδασκαλίας Σου δεν τα καταλαβαίνουμε και γι’ αυτό και δεν μπορούμε να τα πιστέψουμε».
Στη συνέχεια ο Ιησούς με είκοσι μαθητές πήγε στα βόρεια σύνορα της Γαλιλαίας, μια περιοχή που δεν είχε ξαναεπισκεφθεί. Από εκεί κατευθύνθηκαν προς τη Μικρά Ασία όπου επισκέφτηκαν τις πόλεις της Καππαδοκίας και ακόμη βορειότερα τη Μήλιτο. «Από εκεί πήγαμε στη μεγάλη πόλη της Αντιόχειας, όπου μείναμε έναν ολόκληρο μήνα… Αυτό το πολύ παραγωγικό ταξίδι διήρκησε όλο το καλοκαίρι».
Επιστρέφοντας στη Γαλιλαία έκαναν μία ανάπαυλα σε ένα πανδοχείο κοντά στην Καπερναούμ. Μετά από λίγο τους μαθητές «συνηθισμένους από παλιότερα, τους κατέλαβε εκ νέου η διάθεση για ταξίδια», και επιπλέον, όπως είπε ο Ιησούς, «για γιορτές και πανηγύρια». έτσι του πρότειναν να μεταβεί μαζί τους στην Ιερουσαλήμ για τη γιορτή της συγκομιδής. «Αλλά ο ουσιαστικός λόγος που το είπαν αυτό ήταν επειδή η πίστη τους σε Μένα είχε εξασθενήσει πολύ. Προβάλλει βέβαια το ερώτημα πώς ήταν καν δυνατό κάτι τέτοιο εν όψει των πολλών σημείων και διδαχών που τους είχα δώσει. Κι όμως μπορεί να συμβεί πανεύκολα με τον καθένα. Αρκεί να τον πιάσει λίγο η έπαρση και πάρουν λίγο τα μυαλά του αέρα για τις ικανότητες του και αμέσως η ψυχή του πέφτει σε ένα σκοτάδι που το γεμίζουν οι αμφιβολίες. Το μόνο δε που μπορεί να τον βοηθήσει να βγει από αυτή την κατάσταση είναι να υποστεί μια κάποια μικρή ταπείνωση».
Έτσι άφησε τους μαθητές να φύγουν μόνοι τους, αλλά τους ακολούθησε στα κρυφά. Στην Ιερουσαλήμ πέρασε «μέσα από την οχλαγωγία του πανηγυριού και διασχίζοντας το εκστασιασμένο και ξέφρενο πλήθος έφθασε στο ναό χωρίς να τον αναγνωρίσει ή να τον προσέξει κανείς». Όταν έφθασε εκεί πήρε κατευθείαν το λόγο αλλά οι Φαρισαίοι άρχισαν αμέσως να φωνάζουν: «Κοιτάξτε πως παραπλανά το λαό μας! Και έστειλαν τους δούλους τους για να Με συλλάβουν και να Μκ δέσουν με σκοινιά… Αυτοί Με περικύκλωσαν αμέσως, όμως καθώς ετοιμάζονταν να Με πιάσουν, Εγώ εξαφανίστηκα από μέσα από το Ναό τελείως αιφνιδιαστικά. Πώς εξαφανίστηκε έτσι ξαφνικά, αυτό είναι σίγουρα θαύμα, έλεγαν τότε οι Φαρισαίοι εμβρόντητοι.» Πριν εξαφανισθεί ως δια μαγείας ο Ιησούς, τους φώναξε: «Κανένας δεν μπορεί να Με πιάσει προτού έρθει ο καιρός Μου!» Και το ίδιο είχε πει στους μαθητές του πριν την αναχώρηση τους.
Ύστερα από αυτή την αποτυχημένη απόπειρα εναντίον του ο Ιησούς πήγε με τους μαθητές του στο σπίτι του Λαζάρου όπου διανυκτέρευσαν. Κατά την παραμονή του σε αυτό το ήσυχο, απομονωμένο σπίτι έκανε ορισμένες πολύ σημαντικές προφητείες σχετικά με τις πρωτοφανείς καταστροφές και τον αποδεκατισμό της ανθρωπότητας που θα συμβούν στην εποχή μας. Από τις νέες αποκαλύψεις είναι σαφές ότι βρισκόμαστε στην έσχατη εποχή. Οι πρώτες καταστροφές έχουν άλλωστε ήδη αρχίσει εμφανώς.
Ο Ιησούς γνώριζε ότι ακόμη και οι πιο πειστικές αποδείξεις δεν μπορούν να κάνουν τους ανθρώπους να πιστέψουν είτε επειδή δεν θέλουν να πιστέψουν ή επειδή είναι προσκολλημένοι σε κάποιο ιδεολογικό σύστημα από το οποίο δεν μπορούν να απαγκιστρωθούν συνεπεία μιας μακροχρόνιας λανθασμένης εκπαίδευσης. Από τις πολυάριθμες αποτυχημένες απόπειρες εναντίον του και τις προειδοποιήσεις που λάμβανε από φιλικά προσκείμενες πλευρές -κυρίως από το Νικόδημο ο οποίος ήταν πάντοτε άριστα ενημερωμένος- ήξερε ότι ποτέ δεν θα τον αναγνώριζε ο ιουδαϊκός κλήρος. Γι’ αυτό παρατήρησε μία φορά σε στενό κύκλο: «Μεγαλύτερη ελπίδα έχω να προσηλυτίσω τα ψάρια στη θάλασσα από ό,τι τους ραβίνους μας». Επιπλέον έλεγε για ορισμένα στρώματα του λαού ότι «δεν θέλουν να εγκαταλείψουν την εγκόσμια νοοτροπία και ιδεολογία τους ούτε να περιορίσουν την καλοπέραση τους».
Φεύγοντας από το σπίτι του Λαζάρου καθ’οδόν προς την Ιεριχώ ένας πλούσιος άνδρας τον ρώτησε τι έπρεπε να κάνει για να γίνει μακάριος. Στο σημείο αυτό η νέα αποκάλυψη συμπληρώνει το Ευαγγέλιο μόνο κατά μία λέξη, η οποία όμως αλλάζει σημαντικά το νόημα. Ενώ στο Ευαγγέλιο λέγεται: «πόσο δύσκολο είναι να έρθει ένας πλούσιος στο ουράνιο βασίλειο», στην πραγματικότητα ο Ιησούς είπε «ένας τέτοιος πλούσιος» και περιέγραψε την άπληστη και σκληρόκαρδη προσωπικότητα του ερωτητή του. Επιπλέον εξήγησε στους μαθητές του ποιες καταστάσεις θα έχει να αντιμετωπίσει στην άλλη ζωή ένας τέτοιος άνθρωπος που παραβιάζει συστηματικά την εντολή της αγάπης για το συνάνθρωπο: «Το μόνο που παίρνει μαζί της στον άλλο κόσμο η κάθε ψυχή εγκαταλείποντας το σώμα της είναι η αγάπη της, και τα έργα που προέκυψαν από τη θέληση της. Όταν η αγάπη της ψυχής έχει προσκολληθεί τόσο έντονα στα πράγματα αυτού του κόσμου, ώστε να έχει γίνει ένα μαζί τους, τότε είναι και αυτή «νεκρή», κι αυτό είναι η κόλαση ή ο αιώνιος θάνατος. Γι’ αυτό πάνω από όλα προσέξτε να μην αιχμαλωτίσει την ψυχή σας η αγάπη για τον κόσμο με τα πλούτη και τα θέλγητρα του. Γιατί έτσι και αιχμαλωτισθεί κάποιος από τον κόσμο, πολύ δύσκολα θα μπορέσει να ξεφύγει από την εξουσία του».
Το φθινόπωρο της τελευταίας χρονιάς που δίδασκε περιπλανώμενος, ο Ιησούς επισκέφτηκε διάφορα μέρη στη λίμνη της Γαλιλαίας και κυρίως τη λεγόμενη Δεκάπολη με κέντρο βάρους τις πόλεις Πέλλα, Γκολάν, Αφέκ και Αμπίλα. Μετά την επιστροφή στη Βηθσαϊδά ο Ιησούς έστειλε τους μαθητές να διδάξουν σε όλη την περιοχή «από την πηγή σχεδόν του Ιορδάνη μέχρι την εκβολή του στη Νεκρά Θάλασσα με την εξής σύσταση: «Ο μόνος Κύριος είμαι Εγώ! Όλοι οι άλλοι είσαστε εξίσου αδέλφια και κανένας από σας δεν επιτρέπεται να είναι κάτι περισσότερο ή λιγότερο. Γιατί ακόμη και η πιο μικρή πρωτοκαθεδρία ξυπνάει μέσα στον πρωτοκάθεδρο τη σατανική αρχομανία, ώστε έτσι σύντομα καταστρέφεται η αγνή αγάπη καθώς και η ολοζώντανη αλήθεια που πηγάζει από αυτήν όπως αποδεικνύεται τώρα όλο και πιο καθαρά στο ναό της Ιερουσαλήμ. Όποιος λοιπόν από σας θέλει να είναι ο πρώτος στους μαθητές Μου, ας είναι τότε ο τελευταίος και ο πιο ασήμαντος μεταξύ σας, δούλος και υπηρέτης όλων διότι αυτή η τάξη υφίσταται ανάμεσα στους αγγέλους, στους Ουρανούς Μου.
Σας βεβαιώνω ότι όσοι θα θελήσουν να έχουν τα πρωτεία με μια άλλη έννοια, στον άλλο κόσμο θα έχουν να αντιμετωπίσουν μεγάλες δυσκολίες. Γιατί η πιο δύσκολη άσκηση στη ζωή για έναν άνθρωπο επηρμένο – πράγμα που είναι κάθε πρωτοκάθεδρος σε τελευταία ανάλυση – είναι η ταπείνωση του». Τα ίδια λόγια περιλαμβάνονται εν συντομία και στο Ευαγγέλιο του Ματθαίου 20, 25-28, του Μάρκου 10, 42 και του Λουκά 22, 24-26, Με το πέρασμα των αιώνων όμως, μεταξύ της εντολής του Χριστού και της πραγματικότητας προέκυψε ένα βαθύ και αγεφύρωτο χάσμα, όπως είναι γνωστό. Εκτός από αυτό, ο Ιησούς είπε επιπλέον στους μαθητές του: «Ποτέ να μην επιδιώκετε να αποκομίσετε οποιοδήποτε υλικό όφελος χρησιμοποιώντας το Όνομα και το Λόγο Μου ούτε να επιδιώκετε οποιαδήποτε εξουσία στον κόσμο… Στο εξής δεν θα πρέπει να χτίζετε κανένα ναό ή βωμό προς τιμήν Μου διότι ποτέ δεν θα κατοικήσω σε ένα ναό κατασκευασμένο από ανθρώπινα χέρια ούτε θα δεχθώ να Με τιμούν σε ένα τέτοιο βωμό. Όποιος Με αγαπάει και ακολουθεί την εύκολη εντολή Μου, αυτός είναι ένας ζωντανός ναός για Μένα, ενώ η γεμάτη αγάπη και υπομονή καρδιά του είναι ο αληθινός, ζωντανός βωμός θυσίας προς τιμήν Μου που είναι ο μόνος που Με ευχαριστεί».
Καθώς η δημόσια διδασκαλική δραστηριότητα του Ιησού πλησίαζε στο τέλος της έκανε απολογισμό των επιτυχιών και αποτυχιών του. Εν πρώτοις είχε απευθυνθεί στον ιουδαϊκό λαό αλλά παράλληλα είχε δώσει την οδηγία το Ευαγγέλιο της θέωσης του ανθρώπου να διαδοθεί και στους μη Ιουδαίους. Ακατανοησία απέναντι στη διδασκαλία του είχε να αντιμετωπίσει από πολλές πλευρές. πρώτα-πρώτα από τους συντοπίτες του τους Ναζαρηνούς, εξ ου και το γνωστό «ουδείς προφήτης στον τόπο του», αλλά ακόμη και από τους τρεις αδελφούς του που είχαν μείνει στη Ναζαρέτ, δυο λόγοι για τους οποίους έπαψε τελικά να την επισκέπτεται. Μα και οι ίδιοι οι μαθητές του δεν τον καταλάβαιναν ακόμη μετά από δυόμισι χρόνια διδασκαλίας. Ο Πέτρος του είχε προσάψει ότι η ομιλία του «περιείχε ακόμη κάτι το σκληρό και αινιγματικό, παρ’ όλες τις διευκρινίσεις» που τους είχε ήδη δώσει. Στην απάντηση του ο Ιησούς είπε ότι ήταν ακόμη αναγκασμένος «να τους τρέφει με γάλα διότι δεν ήταν ακόμη σε θέση να δεχθούν και να αφομοιώσουν καμία σκληρή και δύσπεπτη τροφή».
Ωστόσο πρέπει να σημειωθεί ότι ο Πέτρος, αν και απλός ψαράς, κατέβαλε κάθε προσπάθεια για να καταλάβει τη διδασκαλία. Άλλωστε το γεγονός ότι την επεξεργαζόταν μέσα στο μυαλό του αποδεικνύει μία ερώτηση που έθεσε στο Δάσκαλο σχετικά με τη μοίρα εκείνων των ψυχών στον άλλο κόσμο οι οποίες δεν είχαν ακούσει μέχρι τότε τη διδασκαλία του ούτε προφανώς επρόκειτο να την ακούσουν. Η απάντηση που πήρε ήταν η ακόλουθη: «Πώς θα μπορούσα να κατακρίνω ή να καταδικάσω τους ανίδεους και τους αθώους; .. Στο σπίτι του Πατέρα Μου υπάρχουν πολλά διαμερίσματα αλλά και πολλά αναμορφωτήρια…» Από αυτή τη διαβεβαίωση του Ιησού γίνεται εμφανές πόσο εσφαλμένη είναι η διδασκαλία ότι η αιώνια μοίρα του κάθε ανθρώπου κρίνεται τελεσίδικα στη διάρκεια αυτής της σύντομης επίγειας ζωής.
Όπως είχε επανειλημμένα ήδη κάνει, για άλλη μία φορά επισήμανε στους αποστόλους του ότι το επόμενο Πάσχα θα εκπληρώνονταν όσα είχαν προείπει οι προφήτες για αυτόν. Αργά το φθινόπωρο ταξίδεψε για πολλοστή φορά στην Ιερουσαλήμ. Στη σύντομη παραμονή του εκεί έγινε η ανάσταση του Λαζάρου, «το αποκορύφωμα του διδακτικού Μου έργου». Η πράξη αυτή απετέλεσε μεγάλη πρόκληση για τους ναΐτες γιατί έγινε πολύ κοντά στην Ιερουσαλήμ σε έναν από τους πλουσιότερους και σημαντικότερους άνδρες της χώρας. Πέραν τούτου, καθώς ο Λάζαρος δεν είχε παιδιά, με το θάνατο του το ένα τρίτο της μεγάλης περιουσίας του θα κατέληγε στα ταμεία του ναού σύμφωνα με ένα ναΐτικο νόμο.
Ο Λάζαρος μετά το θαύμα παρακάλεσε τον Ιησού για άλλη μία φορά να μείνει ένα μέρος του χειμώνα μαζί του. Εκείνος ωστόσο δεν ανταποκρίθηκε σε αυτή την παράκληση αλλά αποφάσισε να αποσυρθεί σε ένα ησυχαστήριο μαζί με έντεκα από τους αποστόλους – πλην δηλαδή του Ιούδα – και οκτώ άλλους μαθητές. Οι υπόλοιποι μαθητές επέστρεψαν όπως κάθε χειμώνα στις πατρίδες τους. Όπως αναφέρει και το Ευαγγέλιο, πήγε σε ένα μικρό μέρος ονόματι Εφραίμ στα βουνά της Ιουδαίας, το οποίο το χειμώνα δεν το επισκεπτόταν σχεδόν κανείς. Εκεί οι μαθητές με την άδεια του πρεσβύτερου του χωριού επισκεύασαν ένα ερειπωμένο φρούριο τόσο ώστε να γίνει κατοικήσιμο. Σε αυτό το κατάλυμα έμειναν περίπου τρεις μήνες, σχεδόν όλο το χειμώνα.
Φεύγοντας από το Εφραίμ ο Πέτρος προειδοποίησε εκ νέου τον Κύριο για τον κίνδυνο από τους ιερείς του ναού, επειδή είχε τη διαίσθηση ότι τα πράγματα θα έπαιρναν μία δραματική τροπή. «Από εκείνη την ώρα ο Πέτρος είχε κρυφά πάντα πάνω του ένα μαχαίρι έτοιμος να θυσιάσει για Μένα τη ζωή του εάν θα έρχονταν να Με πιάσουν. Μετά την επιστροφή από το Εφραίμ οι μέρες που ακολούθησαν ήταν πολύ σημαντικές, καθώς τις αφιέρωσα στο να πείσω τόσο το Λάζαρο όσο και τους μαθητές Μου για τον απώτερο στόχο που έχω θέσει για την ανθρωπότητα. Για το λόγο αυτό τους αποκάλυψα πολλά πράγματα, τα οποία δεν είναι ακόμη ώρα να τα μάθει η ανθρωπότητα. Στο μέλλον ωστόσο θα γίνει και αυτό… Το βράδυ καθόμασταν στη γνωστή μεγάλη αίθουσα του πανδοχείου στο όρος των Ελαίων, το οποίο ανήκε επίσης στο Λάζαρο, επειδή συνήθως ερχόταν πολύς λαός που ήθελε να Με δει… Το πρώτο μας βράδυ εκεί είχαμε απομονωθεί από τον κόσμο που δεν ήταν πολύς εκείνη την ημέρα και καθόμασταν στην αίθουσα των συγκεντρώσεων μας όταν ξαφνικά έφθασε ο Ιούδας ο Ισκαριώτης… Με ζωντανά χρώματα περιέγραψε πόση δυστυχία είχε συναντήσει στο δρόμο του από την Ιεριχώ μέχρι την Ιερουσαλήμ, πώς ο φτωχός λαός καταπιεζόταν και υπέφερε κάτω από το ζυγό της σκλαβιάς. Κλείνοντας είπε: “Αχ Κύριε, το ένα δέκατο μόνο της δύναμης Σου να είχα μέσα μου, θα έβαζα αμέσως τέρμα στη βία και θα ελευθέρωνα το λαό που μέσα από τις αλυσίδες του χιλιοπαρακαλεί τον Ιεχωβά να τον σώσει. Έτσι θα τον έκανα χαρούμενο και ευτυχισμένο ώστε θα δόξαζε το όνομα του Κυρίου και Θεού του και θα αναγάλλιαζε από χαρά. Για πόσο ακόμη θα διστάζεις Κύριε και δεν εισακούς τις παρακλήσεις τους;”
Μετά από αυτά τα λόγια από τα οποία φαινόταν καθαρά ότι ο Ιούδας περίμενε επίσης από Μένα να είμαι ο ελευθερωτής Μεσσίας με την εγκόσμια έννοια, πράγμα που όμως είχα πολλές φορές τονίσει ότι δεν ήμουν, επικράτησε μία σιγή γεμάτη προσδοκίες. Αλλά εγώ του αποκρίθηκα: “Δεν καλούσα συνεχώς τους φτωχούς να έρθουν κοντά Μου; Δεν παρηγόρησα ιούς θλιμμένους, δεν έκανα υγιείς τους αρρώστους και τους φτωχούς πλούσιους στο βαθμό που το είχαν ανάγκη; Ποιος είναι λοιπόν αυτός που διστάζει; Πάντως όχι Εγώ, ο κόσμος είναι που διστάζει και δεν θέλει να βρει τη σωτηρία του! Ωστόσο σύντομα ο Υιός του Ανθρώπου θα ανέλθει στα ύψη της εξουσίας εκείνης που είναι εφικτή εδώ. Έτσι ο κόσμος θα δει ότι Αυτός μπορεί ασφαλώς να αποκτήσει εκείνο που επιδιώκει και ποθεί ο κόσμος. Όμως τούτο δεν θα συμβεί για να σωθεί αυτός ο κόσμος, αλλά αντίθετα θα γίνει για τη σωτηρία των Ουρανών Μου. Γι’ αυτό ησύχασε και αρκέσου σε αυτά που έχεις ήδη δει και που θα δεις ακόμη σε λίγο”. Ο Ιούδας σιώπησε τότε και χαιρόταν βαθιά μέσα του επειδή πίστευε ότι με τα λόγια του είχε δώσει το έναυσμα για να πάρω την απόφαση να ελευθερώσω το λαό από το ρωμαϊκό ζυγό, πράγμα για to οποίο είχα τη δύναμη και το γνώριζε καλά… Ο Ιούδας νόμιζε ότι Εγώ δεν ήμουν ικανός να διαβάσω τις πιο κρυφές σκέψεις του, γιατί παρ’ όλες τις καλές δυνατότητες του πνεύματος του, παρέμεινε ένας πολύ υλιστής άνθρωπος κι ως εκ τούτου δεν είχε διεισδύσει τόσο βαθιά στη φύση Μου ούτε είχε καταλάβει την προσωπικότητα Μου. Έτσι το μόνο που μπορούσε να δει στο πρόσωπο Μου ήταν ένας πολύ χαρισματικός άνθρωπος προικισμένος με πολλές ιδιαίτερες ικανότητες… Ο Ιούδας βγήκε από το πανδοχείο όπου είχαν συγκεντρωθεί πλήθη κόσμου και διηγήθηκε σε όλους ότι ήμουν εκεί και ότι το πρωί της επομένης θα πήγαινα στην πόλη. Και καθώς ο αριθμός των οπαδών Μου ήταν μεγάλος, το νέο διαδόθηκε ταχύτατα παντού, δεδομένου μάλιστα ότι για το λαό εκείνη την εποχή το πιο σημαντικό που μπορούσε να συμβεί στην Ιερουσαλήμ ήταν να εμφανισθώ Εγώ στην πόλη. Και ενώ το νέο της παρουσίας Μου απλωνόταν σε όλη την περιοχή, εμείς καθόμασταν εντελώς ήσυχα στο σπίτι του Λαζάρου συζητώντας για πιο αδιάφορα θέματα όταν κάποια στιγμή ο Πέτρος παρατήρησε ότι ο Ιούδας δεν ήταν πια παρών.
Τότε Εγώ έφυγα μόνος Μου και πήγα στην κορυφή του Όρους των Ελαιών από όπου κανείς μπορεί να απολαύσει το πανόραμα της Ιερουσαλήμ και όλες τις γύρω περιοχές. Εκεί, η Θεότητα μέσα Μου χωρίστηκε από τον Υιό του Ανθρώπου Ιησού και του είπε: “Κοίτα εκεί, μπροστά σου κείτεται η πόλη του μαρτυρίου σου που θα αρχίσει τις επόμενες μέρες εφόσον δεχθείς να υποστείς τα πάθη που θα λυτρώσουν όλη την ανθρωπότητα!”… Τότε είπε η ψυχή του Ιησού, ο Υιός του Ανθρώπου: “Πατέρα, το θέλημα Σου είναι παντοτινά και το δικό Μου και μόνο ό,τι θέλεις Εσύ ας γίνει”. Και η Θεότητα απάντησε μέσα στην καρδιά του Υιού του Ανθρώπου: “Θα σε ρωτήσω άλλη μία φορά όπως σήμερα και τότε θα γίνει όπως θέλεις, εάν Μου δώσεις την ίδια απάντηση. Τώρα όμως κοίτα τι έχει να σου προσφέρει ο κόσμος…”
Το άλλο πρωί είχαν όλοι σηκωθεί πριν ανατείλει ο ήλιος και έτσι βγήκαμε αμέσως έξω στον πρωινό αέρα. Τότε κάλεσα γύρω Μου τους δώδεκα αποστόλους και τους είπα: “Αγαπημένοι Μου, η σημερινή ημέρα θα είναι ημέρα ύψιστης τιμής για τον Υιό του Ανθρώπου, διότι έτσι θέλει ο Πατέρας προς χάριν των ανθρώπων”. Οι μαθητές, συμπεριλαμβανομένου πάλι και του Ιούδα, Με ρώτησαν: “Τι εννοείς Κύριε και με τι τρόπο θα προστατευθούμε από τον εχθρό;” Σε απάντηση στράφηκα προς την περιοχή της Ιερουσαλήμ και φώναξα δυνατά: “Εσύ κόρη Σιών ετοιμάσου να υποδεχθείς το βασιλιά σου!” Οι μαθητές δεν ρώτησαν άλλο και παραξενεμένοι ψιθύριζαν μεταξύ τους τι να σήμαινε η περίεργη στάση Μου.
Ο Ιούδας ακούγοντας τούτα τα λόγια είπε με ένα χαμόγελο στον Ιωάννη: “Φίλε μου, ο Κύριος ξέρει πλέον ποιο δρόμο πρέπει να ακολουθήσει. Δεν πορεύεται προς την κόλαση, παρά πορεύεται το δρόμο του Χρισμένου για την τιμή και τη δόξα του λαού Του”. Συνεπαρμένος στύλωσε τα μάτια του επάνω Μου επειδή τα λόγια Μου του φάνηκαν ότι ήταν η επιβεβαίωση όλων των πόθων του, καθώς έβλεπε ανοικτό μπροστά του το δρόμο προς όλες τις τιμές που σίγουρα θα τον περίμεναν ως τον άνθρωπο που προετοίμασε τον ερχομό τού Μεσσία, ο οποίος βέβαια θα του ήταν υπόχρεος γι’ αυτή την πράξη. Ο Πέτρος κοίταζε κατάπληκτος τον Ιούδα, ο οποίος έδειχνε περηφάνεια και αυτοπεποίθηση αλλά δεν είπε λέξη, μια και όλα όσα συνέβαιναν εκείνο το πρωί του φαίνονταν πολύ περίεργα και έτσι σιωπηλός συνέχισε το δρόμο του μαζί με τους άλλους έντεκα.
Στα μισά του δρόμου μεταξύ Βηθανίας και Ιερουσαλήμ συναντήσαμε αριστερά μας ένα χωριουδάκι με το όνομα Βηθφαγή το οποίο έχει πια εξαφανισθεί τελείως. Τότε ζήτησα να Μου κάνουν δύο μαθητές μία χάρη. Όλοι προσφέρθηκαν αλλά Εγώ διάλεξα τον Ιωάννη και τον Πέτρο και τους είπα να πάνε στο κοντινό χωριό. Φτάνοντας εκεί θα έβρισκαν στο πρώτο σπίτι μια γαϊδουρίτσα η οποία έβοσκε δεμένη μαζί με το γαΐδουράκι της. “Θέλω να Μου φέρετε αυτό το γαϊδουράκι γιατί το χρειάζομαι. Εάν σας ρωτήσουν ποιος σας έστειλε, να πείτε μόνο: Είναι ο Κύριος που χρειάζεται το ζωντανό’ και θα σας το δώσουν. Ο ιδιοκτήτης του πουλαριού ο Μιγκράμ είχε ακούσει από το Μάρκο πολλά για Μένα και είχε μυηθεί στη διδασκαλία Μου”. Σαν Ρωμαίος που ήταν δεν νοιαζόταν για τους Ιουδαίους της Ιερουσαλήμ, αφού είχε να κάνει μόνο με απεσταλμένους και πολίτες της Ρώμης και ήταν ανοιχτά υποστηρικτής Μου. Τη στιγμή λοιπόν που οι μαθητές βρήκαν τα ζώα και προσπαθούσαν να λύσουν το σκοινί τους ο Μιγκράμ βγήκε στην πόρτα και τους ρώτησε απότομα με ποιο δικαίωμα ήθελαν να πάρουν το ζώο μαζί τους. Ο Ιωάννης του απάντησε όπως τους είχα δασκαλέψει, οπότε ο Μιγκράμ καταχαρούμενος που θα Μου έκανε μία εξυπηρέτηση, έσπευσε να λύσει μαζί και τη γαϊδουρίτσα για να Μου τη δώσει, αλλά οι μαθητές τού είπαν ότι ο Κύριος χρειάζεται μόνο το πουλάρι.
Όσο ήμασταν απασχολημένοι με αυτή τη διαδικασία φάνηκε στο δρόμο της Ιερουσαλήμ ένα μεγάλο καραβάνι ανθρώπων. Όταν μας αντιλήφθηκαν ήρθαν γοργά προς το μέρος μας και μέσα σε ελάχιστο διάστημα μας περικύκλωσαν εκατοντάδες άνθρωποι οι οποίοι Με καλωσόριζαν με ενθουσιασμό και Με χαιρετούσαν σαν σωτήρα του Ισραήλ. Στην πλειοψηφία τους ήταν Ιουδαίοι οι οποίοι είχαν προσέλθει για τη γιορτή και εν μέρει τους ήμουν γνωστός από τα ταξίδια Μου σαν ευεργέτης του κόσμου. Έτσι Με επευφημούσαν σαν βασιλιά τους, καθώς μάλιστα πολλοί ανάμεσα τους ήταν από εκείνους που τους είχα χορτάσει με το θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων. Γι’ αυτό ήθελαν άλλωστε, ήδη από τότε, να Με ανακηρύξουν βασιλιά αλλά Εγώ τους είχα αποφύγει.
Όταν επιπλέον διέκριναν και τον πασίγνωστο Λάζαρο, του οποίου το όνομα μετά την ανάσταση του είχε γίνει το κατεξοχήν αντικείμενο συζήτησης γενικά, οι πανηγυρισμοί τους δεν είχαν πια όρια και μας περιέβαλαν όλους με ωσαννά και ζητωκραυγές. Εγώ δεν απέκρουσα αυτή την απόδοση τιμής παρά καβαλίκεψα σιωπηρά το ζωντανό με κατεύθυνση προς την Ιερουσαλήμ. Στο μεταξύ το πλήθος μεγάλωνε διαρκώς, καθώς ο θόρυβος τραβούσε τους πάντες στο πέρασμα μας, οπότε μας ακολουθούσαν κι αυτοί. Οι άνθρωποι έκοβαν πρασινισμένα κλαδιά και τα έστρωναν στο δρόμο. Μετά άπλωσαν τα ρούχα τους στο χώμα για να περάσει από πάνω τους το υποζύγιο -όλα αυτά ήταν εκδηλώσεις τιμής με τις οποίες παλιότερα υποδέχονταν τους βασιλείς. Καθώς πλησιάζαμε την πλαγιά του όρους των Ελαιών από όπου έβλεπε κανείς πανοραμικά την πόλη, είδαμε χιλιάδες να περιμένουν στις πύλες της και η κοιλάδα των Κέδρων ήταν επίσης πλημμυρισμένη από κόσμο. Όταν πλησιάσαμε την πύλη εκείνη της Ιερουσαλήμ που αποτελούσε την κύρια είσοδο για όσους έρχονταν από το όρος των Ελαιών, ο Ρωμαίος φρουρός προσπάθησε να την κλείσει γιατί αυτοί που φυλούσαν σκοπιά φοβήθηκαν ότι προετοιμαζόταν εξέγερση. Σαν είδαν όμως ότι τα πλήθη Με πλησίαζαν ειρηνικά με κλαδιά και φύλλα φοινικιάς στα χέρια, εγκατέλειψαν κάθε αντίσταση και παρακολουθούσαν με κατάπληξη τα διαδραματιζόμενα σκεφτόμενοι πως αποτελούσαν ένα μέρος μιας γιορτής που αυτοί δεν ήξεραν. Έτσι μπήκαμε χωρίς απρόβλεπτα στην πόλη και κατευθυνθήκαμε αμέσως προς το Ναό. Εντωμεταξύ οι Φαρισαίοι, οι ιερείς και οι υπηρέτες του Ναού είχαν περιέλθει σε μεγάλη αναστάτωση γιατί δεν ήξεραν πώς να αντιμετωπίσουν αυτή τη μεγάλη διαδήλωση. Δεν άργησαν να καταλάβουν πως ήταν αδύνατο να την καταστείλουν με τη βία καθώς σε μία τέτοια περίπτωση δίχως αμφιβολία ο λαός θα στασίαζε ενάντια στη διοίκηση του Ναού που ήταν έτσι κι αλλιώς μισητή. Το πλήθος βρισκόταν σε ένα τέτοιο παραλήρημα ενθουσιασμού που δεν θα μπορούσε να καταπνιγεί με τη βία. Επομένως δεν τους απέμενε άλλο από το να αφήσουν προσωρινά τα πράγματα να εξελιχθούν και αν θα παρουσιαζόταν κάποια απρόβλεπτη αλλαγή να αποσπάσουν εάν ήταν δυνατόν κάποιο όφελος για το Ναό. Σε μια έκτακτη συνεδρίαση του συμβουλίου ο αρχιερέας Καϊάφας πρότεινε καταρχάς να περιμένουν για να δουν ποιες ήταν οι πραγματικές Μου προθέσεις και προς τα που θα κατευθυνθεί το όλο κίνημα.
Ωστόσο διέταξαν τους υπηρέτες του Ναού να ενημερώσουν άμεσα για τον ερχομό Μου τους πωλητές που είχαν πάλι κατακλύσει τους προθαλάμους του ώστε να αποφευχθεί η δυσάρεστη σκηνή που είχα προκαλέσει την πρώτη φορά. Όμως η προειδοποίηση αυτή έφτασε πολύ αργά γιατί μόλις οι σαράφηδες και οι κάθε λογής έμποροι αναστατωμένοι από την οχλαγωγή εκτός των τειχών πληροφορήθηκαν τον ερχομό Μου, ενθυμούμενοι την παλαιότερη ενέργεια Μου, μάζεψαν βιαστικά τα πράγματα τους και έσπευσαν να εξαφανιστούν μαζί με την πραμάτειά τους.
Αυτός ο δεύτερος καθαρισμός του Ναού παρόλο που δεν είχα εμφανιστεί ακόμη προσωπικά οδήγησε στη λανθασμένη γνώμη ότι η κυρίως σκηνή του βίαιου καθαρισμού του Ναού έγινε την ίδια μέρα με τη θριαμβευτική είσοδο Μου στην πόλη, ενώ στην πραγματικότητα είχε συμβεί πολύ νωρίτερα στην αρχή της δημόσιας διδασκαλίας Μου.
Όταν το πλήθος εισέβαλε με μεγάλη οχλοβοή στο Ναό αναζήτησε αμέσως τους ιερείς, γιατί ήθελε να ζητήσει από τον Καϊάφα να Με χρίσει βασιλέα, αλείφοντάς Με με το ιερό έλαιο του χρίσματος και στη συνέχεια να Με οδηγήσουν στην ακρόπολη της Σιών για να Με επευφημήσουν. Οι ιερείς ήταν όμως άφαντοι κι έτσι το πλήθος ανεμπόδιστο προχώρησε από τα προαύλια στο ιερό του Ναού.
Οι Φαρισαίοι και οι προκαθήμενοι του Ναού είχαν διαγνώσει σωστά ότι η διάθεση του λαού ήταν πολύ ευμετάβλητη. ενώ προηγούμενα ήταν έτοιμος να επιβάλει τη θέληση του στους ιερείς με τη βία, τώρα η εντύπωση που δημιουργούσε ο ίδιος ο χώρος συν το γεγονός ότι το πεδίο εκτόνωσης των εχθρικών συναισθημάτων πάνω σε συγκεκριμένα πρόσωπα είχε χαθεί, λόγω της απουσίας των ιερέων, προκάλεσαν μια καινούργια κατάσταση. Έτσι τη γενική έξαψη είχε διαδεχθεί μία πανηγυρική σιγή φορτισμένη από αδημονία για την επόμενη κίνηση Μου. Είχα παραγγείλει στους δικούς Μου να μείνουν πίσω κι έτσι στεκόμουν εκεί μόνος Μου κάτω από τα βλέμματα όλων. Τελικά πήρα το λόγο και τους μίλησα με δυνατή φωνή: “Έχει έρθει η ώρα να μάθει ο κόσμος πού οδηγούν οι δρόμοι στους οποίους βάδιζε μέχρι τώρα και ο καθένας οφείλει να αποφασίσει εάν θέλει να γυρίσει στον Πατέρα του ή όχι. Με οδηγήσατε σε αυτό τον οίκο όπου παλαιότερα κατοικούσε φανερά το Πνεύμα του Θεού. όμως τώρα έχει φύγει από εδώ και ο τόπος είναι άδειος. Αλλά τώρα έχει διαλέξει έναν άλλο τόπο να κατοικεί, όπου ο καθένας μπορεί να χτίσει μόνος του έναν δικό του ναό, φθάνει να εφαρμόζει τα λόγια και τις διδασκαλίες Μου.
Ας αφήσει λοιπόν ο καθένας να υπερισχύσει η ταπεινοσύνη και ας πάρει την ευθεία οδό για τον οίκο του Θεού που τώρα είναι άδειος και πρέπει να ξαναγεμίσει με πράξεις αγάπης. Κάθε πράξη αγάπης είναι από ένα λιθαράκι για να κτισθεί ο νέος ναός μέσα στην καρδιά του κάθε ανθρώπου· εάν το θεμέλιο είναι αποκλειστικά και μόνο η αγάπη ο ναός αυτός θα επιστεφθεί με το έμβλημα της σοφίας και της δύναμης.
Για το λόγο αυτό έχω έρθει σε σας, για να μάθετε από Μένα την αγάπη που την παραμελείτε. Και δεν εννοώ τη φιλαυτία, την οποία ασφαλώς και έχετε με το παραπάνω, αλλά την αγάπη για τον άλλον που δεν την έχετε κι όμως αυτή σας κάνει θεούς και είναι η μόνη που μπορεί να σας οδηγήσει στον Θεό. Εάν λοιπόν πιστεύετε ότι είμαι και ότι θέλω να είμαι ο βασιλιάς σας, τότε να ξέρετε ότι το βασίλειο Μου δεν είναι τούτου του κόσμου. Αντίθετα αυτό βρίσκεται με όλη του τη μεγαλοπρέπεια μέσα στον άνθρωπο και είναι το μερίδιο της κληρονομιάς που έχει δώσει ο Πατέρας στον Υιό και μέσω αυτού σε όλους τους ανθρώπους στη γη και σε όλους τους ουρανούς. Γι’ αυτό μη νομίζετε ότι θα εισερχόμουν ποτέ στην ακρόπολη του Δαβίδ για να ιδρύσω ένα επίγειο βασίλειο. Όποιος θέλει να Με ακολουθήσει, ας Με ακολουθήσει στις πράξεις Μου κι έτσι θα γίνει μακάριος!
…Για να δείτε λοιπόν τι πετυχαίνει η δύναμη του Πατέρα μέσα στον άνθρωπο, φέρτε Μου όσους πάσχουν από σωματικές παθήσεις για να τους κάνω καλά.
…Τα λόγια Μου είναι η αλήθεια και επειδή είναι η αλήθεια είναι επίσης η ζωή με όλη τη δύναμη της. Ως άνθρωπος ενεργούσα πάντα βάσει αυτής της αλήθειας και έτσι έγινα κύριος της ζωής. Γι’ αυτό λέω σε όλους σας: να κάνετε κι εσείς το ίδιο και μην αμαρτάνετε πλέον ούτε με τα λόγια ούτε με τις πράξεις σας. Και αυτό σημαίνει να μην κάνετε τίποτα που να είναι ενάντια στην αγάπη για τον Θεό και τον πλησίον έτσι θα μείνετε υγιείς και 0α γίνετε αληθινά κύριοι της ζωής. Σηκωθείτε λοιπόν και πορευθείτε σε αυτό το νέο δρόμο!” Ύστερα από αυτά τα λόγια εξαφανίστηκε κάθε πάθηση από τους αρρώστους και σηκώθηκαν όλοι επάνω γεροί και ακμαίοι.
Ο λαός ξέσπασε τότε πάλι σε δυνατές κραυγές ενθουσιασμού, πανηγύριζε και Με αποθέωνε με κάθε τρόπο. Πολλοί έπεσαν μπροστά στα πόδια Μου στο χώμα και προσπαθούσαν να πιάσουν τα χέρια και τα ρούχα Μου για να τα φιλήσουν. Και Εγώ δεν εμπόδισα κανέναν αλλά τους άφησα όλους να Με πλησιάσουν.
Αρκετοί από αυτούς ήθελαν να προσπαθήσουν άλλη μια φορά να διεισδύσουν στα άδυτα των αρχιερέων για να τους επιβάλουν να Με χρίσουν βασιλιά. Αλλά εκείνοι είχαν κρυφτεί τόσο καλά που δεν υπήρχε ίχνος τους και έτσι αφού δεν τους
βρήκαν γύρισαν πάλι πίσω. Καθώς σπρώχνονταν γύρω Μου για να Με πλησιάσουν, Εγώ πρόσταξα να γίνει σιωπή και μετά είπα στους ενθουσιώδεις βασιλόφρονες: “Πέστε Μου, μπορεί αυτός που στέκεται ενώπιον του Θεού σαν φορέας της δύναμής του, μπορεί ποτέ να τοποθετηθεί ακόμη πιο ψηλά επί γης απ’ ό,τι είναι μπροστά στον Θεό;”
Τότε είπε κάπως πειραγμένος ο αρχηγός της ομάδας: “Αυτός ο ίδιος Κύριε, σίγουρα όχι. Αλλά εκείνοι που του είναι αφοσιωμένοι θέλουν να υπάρχει οπωσδήποτε και προς τα έξω ένα ορατό σημάδι της εξουσίας του σαν εγγύηση ότι ο λαός θα είναι ευτυχισμένος καθώς θα οδηγείται από το στιβαρό του χέρι και δεν θα καταπιέζεται!”
Αλλά Εγώ απάντησα: “Τι κέρδισε λοιπόν ο λαός όταν κατ’ απαίτηση του ο Σαμουήλ έχρισε το Σαούλ βασιλέα; Σίγουρα όχι ειρήνη ή γαλήνη, παρά πόλεμο και ταραχή! Και γιατί αυτό; Διότι είχε κουραστεί από τον ελαφρό ζυγό που του είχε επιβάλλει ο Κύριος λόγω των έργων του και επιθυμούσε το στιβαρό χέρι ενός ορατού ηγέτη. Και στη συνέχεια άλλωστε δεν έλλειψαν οι βασιλείς από αυτό τον τόπο’ και τώρα ακόμη σας έχει δοθεί ο Ηρώδης για βασιλιάς. Πιστεύετε λοιπόν ότι ένας νέος βασιλιάς, τον οποίο θέλετε να δείτε στο πρόσωπο Μου, θα σας έφερνε την ειρήνη εάν κι αυτός επιθυμούσε να είναι ένας ισχυρός βασιλέας από εξωτερική σκοπιά; Καταρχάς ο Ηρώδης και οι Ρωμαίοι θα προσπαθούσαν να τον εξοντώσουν μαζί με όλους τους οπαδούς του. Εάν γινόμουν επίγειος βασιλιάς σας αυτό θα είχε σαν επακόλουθο δυστυχία, πόλεμο και καταστροφή. Πώς θα συμβιβαζόταν όμως αυτό με τη διδασκαλία Μου που επιτάσσει να αγαπάς τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου, εάν θα σας έφερνα τον πόλεμο και το θάνατο; Γι’ αυτό ξεχάστε τις εξωτερικές τιμές για Μένα! Το βασίλειο Μου δεν είναι τούτου του κόσμου. Δημιουργείστε μέσα σας το αληθινό βασίλειο της ειρήνης και εκεί ευχαρίστως θα είμαι για πάντα ο βασιλιάς σας”.
Μετά από αυτά τα λόγια εκείνοι που ήθελαν οπωσδήποτε ένα βασιλιά απομακρύνθηκαν δυσαρεστημένοι λέγοντας ότι δεν ήμουν κανένας ήρωας από τον οποίο ο ισραηλιτικός λαός μπορούσε να περιμένει μία εξωτερική επίσης σωτηρία. Γι’ αυτό αναμείχθηκαν πάλι με τον όχλο και δεν έκρυβαν τη δυσανασχέτηση τους. Ωστόσο δεν μπορούσαν με κανένα τρόπο να μεταστρέψουν και τους υπόλοιπους καθώς οι πράξεις Μου μιλούσαν πολύ εύγλωττα από μόνες τους.
…Στο μεταξύ οι Φαρισαίοι, οι ιερείς και οι Ιουδαίοι του Ναού είχαν αντιληφθεί ότι είχε επικρατήσει μια πολύ πιο ήσυχη ατμόσφαιρα και μερικοί από αυτούς είχαν ανακατευθεί με το πλήθος μεταμφιεσμένοι για να κατασκοπεύσουν πού βρίσκονταν τα πράγματα. Έτσι δεν άργησαν να συμπράξουν με τους βασιλόφρονες (σ.σ. που ήθελαν την εξέγερση), οι οποίοι στο μεταξύ έδειχναν μεγάλη δυσαρέσκεια, με σκοπό να φανατίσουν το λαό εναντίον Μου και να προκαλέσουν ένα εχθρικό κλίμα απέναντι Μου. Κατά παρόμοιο τρόπο και οι μεταμφιεσμένοι Ιουδαίοι που ήταν πιστοί στο Ναό πήραν θέση εναντίον Μου και προσπαθούσαν προσεκτικά να μεταστρέψουν τις διαθέσεις του λαού απέναντι Μου.
…Η ψυχή Μου ένιωθε ότι πλέον είχε έρθει η ώρα Μου και την έπιασε θλίψη για τα μαρτύρια που Με περίμεναν και για το λαό που ήταν τόσο ευμετάβλητος. Γι’ αυτό είπα σε εκείνους που ήταν κοντά Μου: “Η ψυχή Μου είναι τώρα θλιμμένη. Και τι να πω; Πατέρα γλίτωσε Με από αυτή την ώρα; Αλλά ακριβώς γι’ αυτό το λόγο (σ.σ. για να τελειώσω το έργο της λύτρωσης) έχω έρθει στον κόσμο. Γι’ αυτό θα πω, Πατέρα, δόξασε το όνομά Σου!”
Τότε ήχησε μια φωνή από τον ουρανό, η οποία όμως στην πραγματικότητα ακούστηκε μόνο μέσα στις καρδιές εκείνων που είχαν έστω και μία ελάχιστη ελπίδα να αφυπνισθούν σε μία πνευματική ζωή: “Το όνομά Μου το έχω δοξάσει και θα το δοξάσω ξανά”.
…Στο μεταξύ οι ιερείς και οι προκαθήμενοι του Ναού είχαν πληροφορηθεί ότι ο λαός είχε ησυχάσει και ότι Εγώ είχα αρνηθεί να ηγηθώ ενός ανοιχτού πραξικοπήματος εναντίον της εξουσίας για να αναδειχθώ βασιλιάς. Επιπλέον γνώριζαν ότι για το λόγο αυτό αυτόματα είχε προκληθεί μία δυσαρέσκεια στο πλήθος και έσπευσαν να εκμεταλλευθούν αυτό το κλίμα. Δόθηκε ταχύτατα η διαταγή σε όλους τους ιερείς και τους λευίτες να σχηματίσουν μία λαμπρή πομπή. Μπροστά πήγαιναν οι σαλπιγκτές και αγγελιοφόροι ανήγγειλαν στο λαό ο αρχιερέας είχε λάβει την εντολή από τον Κύριο να τελέσει μία εξαιρετικά μεγάλη εξιλαστήρια θυσία για τις αμαρτίες του λαού. Διότι ο Κύριος έβλεπε με ευμένεια το λαό του και γι’ αυτό θα του συγχωρούσε όλες τις αμαρτίες που είχε διαπράξει στο διάστημα έξι μηνών. Με κάθε επισημότητα και αίγλη παρήλασε η μεγαλοπρεπής πομπή των ιερέων και ο Καϊάφας προσωπικά τέλεσε τη θυσία πάνω στο μεγάλο βωμό του Ναού. Με την ενέργεια αυτή οι ναΐτες πέτυχαν το σκοπό τους, καθώς ο λαός ήταν ακόμη πολύ προσκολλημένος στις παλιές τελετουργίες όπως και σε οτιδήποτε προερχόταν από το περιβάλλον του Ναού. Επρόκειτο για μία εντυπωσιακή κίνηση τακτικής η οποία έκανε ζωηρή αίσθηση στις μάζες με την ιδιαιτερότητα της. Έτσι πριν περάσει καν μισή μέρα δεν είχε μείνει πλέον ίχνος από την πρωτοφανή έξαρση που είχε προκαλέσει στο πλήθος η είσοδος Μου στην πόλη…
…Δεν αργήσαμε να φτάσουμε στο σπίτι του Λαζάρου. Στο δρόμο όλοι ήταν σιωπηλοί και Μου έριχναν συχνά – πυκνά ανήσυχα βλέμματα καθώς γενικά είχαν την εντύπωση ότι εκείνη την ημέρα είχα επιχειρήσει ένα σημαντικό βήμα το οποίο για κάποιο ακατανόητο γι’ αυτούς λόγο, είχε αποτύχει οικτρά. Τι είχε απογίνει η θαυματουργή Μου δύναμη η οποία θα μπορούσε πολύ εύκολα να επιβεβαιώσει την αποστολή Μου με ένα αδιάσειστο εξωτερικό σημάδι; Γιατί η θεραπεία των αρρώστων πλέον ήταν υπόθεση ρουτίνας κατά τη γνώμη τους, αφού και οι ίδιοι οι μαθητές Μου ακόμη μπορούσαν να την καταφέρουν και ως εκ τούτου δεν ήταν κάτι το ασυνήθιστο στα μάτια του πλήθους. Αμφέβαλαν ακόμη και για τη φωνή από τον Ουρανό επειδή δεν είχε ηχήσει τόσο πολύ δυνατά που να παραμερίσει κάθε αμφιβολία.
Όλα αυτά τα ερωτήματα τα συζήτησαν μεταξύ τους διεξοδικά οι μαθητές Μου όταν φθάσαμε στη Βηθανία ενώ Εγώ αποσύρθηκα σε ένα μοναχικό δωμάτιο για να συγκεντρώσω και να δυναμώσω την ψυχή Μου. Στον κύκλο των πιο κοντινών μαθητών Μου ήταν κυρίως ο Ιούδας που ήταν περισσότερο εξανεστημένος για την υποτιθέμενη αποτυχία Μου. Υποστήριξε εντελώς ανοιχτά την άποψη του ότι η υπερβολική πραότητα και καλοσύνη Μου Με εμπόδιζαν στο να δείξω πυγμή απέναντι στο λαό:
“Αναμφισβήτητα ο Κύριος είναι ένας άνθρωπος με εξαιρετική δύναμη και σοφία και δεν αμφιβάλλω καθόλου ότι Αυτός είναι ο αναμενόμενος Μεσσίας και κανένας άλλος. Αλλά αυτό το ισχυρό πνεύμα μέσα Του, το οποίο συχνά εμφανίζεται κεραυνοβόλα με απαράμιλλη δύναμη, περιβάλλεται από ένα πολύ ασθενή εξωτερικό φορέα που δείχνει πολλή αδυναμία απέναντι στους ανθρώπους. Τον κόσμο δεν τον κυβερνά μόνο η πραότητα και η καλοσύνη, αλλά είναι και η πυγμή που ξέρει να κραδαίνει το ξίφος, αυτή που εγγυάται την επιτυχία και πρέπει όταν είναι απαραίτητο να το χειρίζεται με αιμοσταγή δριμύτητα.
Εάν ο Κύριος ήταν αναγκασμένος να προστατέψει τον εαυτό του και τους δικούς Του από τα χέρια των δημίων, τότε η θεία δύναμη που κατοικεί μέσα του θα αναγκαζόταν να εκδηλωθεί τελείως διαφορετικά για να μην εξοντωθεί μαζί με τους ανθρώπους Του αλλά για να ευοδωθεί το έργο Του. Μα όπως είναι ο χαρακτήρας Του αποτύχαινε συνέχεια μέχρι τώρα”.
Τότε ο Πέτρος του είπε: “Ιούδα, δεν έχεις δει ότι συχνά τόσο ο Κύριος όσο κι εμείς βρεθήκαμε σε κίνδυνο και δίχως αυτή τη δύναμή Του θα είχαμε χαθεί; Για θυμήσου πώς πρόσταξε την τρικυμία να σταματήσει και πόσο συχνά έπεσαν στο κενό οι απόπειρες των εκτελεστών που έστελνε ο Ναός για να μας σκοτώσουν!”
Αλλά ο Ιούδας απάντησε: “Κι όμως αυτό δεν είναι απόδειξη γιατί κάθε φορά προέκυπταν τέτοιες ευνοϊκές συγκυρίες που ίσως και χωρίς τη δική Του δύναμη, μόνο με τις δικές μας δυνάμεις θα μπορούσαμε να είχαμε γλιτώσει από τον κίνδυνο. Αυτό που εννοώ είναι ότι εάν ξαφνικά Τον απειλούσε ένας σωματικός κίνδυνος που ο καθένας θα τον έβλεπε και θα τρόμαζε, δεν θα αναγκαζόταν τότε ο Κύριος να αντιδράσει πολύ πιο δυναμικά; Αν έτσι είχε αντιδράσει και τώρα, δεν θα είχε κερδίσει τον όχλο ώστε να μην μπορεί να τον κάνει να μεταστραφεί ένα χαζό, ψευτοεντυπωσιακό παιχνίδι του Ναού;”
Ο Πέτρος με τους υπόλοιπους κουνούσαν τα κεφάλια τους λέγοντας: “Πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό το πράγμα και ποιος θα μπορούσε να το κρίνει; Σίγουρα ο ίδιος ο Κύριος θα ξέρει καλύτερα που αποσκοπεί και τι σκοπεύει να κάνει”.
Ο Ιούδας έμεινε σιωπηλός στις σκέψεις του και όλη την ημέρα ήταν κακοδιάθετος και κλεισμένος στον εαυτό του. Στο σπίτι του Λαζάρου είχε απλωθεί ησυχία και δεν Με ενόχλησε κανείς όσο ήμουν μοναχός στο δωματιάκι Μου και συνομιλούσα με τον Πατέρα μέσα Μου. Κανένας άνθρωπος όμως δεν πρόκειται ποτέ να καταλάβει σε όλο του το βάθος πώς ήταν αυτό δυνατό.
…Ο Νικόδημος μαζί με αυτούς που είχαν έρθει μαζί του ανησυχούσαν για Μένα και τρομαγμένοι Με παρακαλούσαν επίμονα να μην έχω καμιά εμπιστοσύνη στον Ηρώδη ούτε να εκθέσω τον εαυτό Μου στον κίνδυνο που Με απειλούσε από τους ανθρώπους του Ναού. Ήταν οι μόνοι που είχαν τολμήσει να Μου φέρουν αυτά τα νέα. Στον κύκλο τους υπήρχαν πολλοί άλλοι ακόμη οι οποίοι Με έβλεπαν πολύ φιλικά αλλά λόγω των Φαρισαίων δεν τολμούσαν να έρθουν οι ίδιοι να Με βρουν.
Αλλά Εγώ τους απάντησα: “Μην ανησυχείτε για αυτά που έγιναν ούτε για όσα θα γίνουν ακόμη. Λίγο ακόμη και ο Υιός θα είναι πια για πάντα μέσα στον Πατέρα. Το πώς θα επιτευχθεί αυτό, εσάς να μη σας απασχολεί προς το παρόν πάντως θα είναι για το καλό το δικό σας και όλης της ανθρωπότητας”.
Ο Νικόδημος όμως είπε: “Κύριε, δεν καταλαβαίνουμε εντελώς τα λόγια Σου. Εξάλλου νομίζουμε ότι αυτό που προέχει είναι να σκεφθείς για την προσωπική Σου ασφάλεια και για αυτό το λόγο έχουμε έρθει εδώ, για να Σου την εξασφαλίσουμε στο μέτρο των δυνατοτήτων μας. Το καλύτερο δεν θα ήταν επομένως να αφήσεις αυτό τον τόπο και να κρυφτείς κάπου αλλού; Ο γιος του αδελφού μου εδώ θα μπορούσε να Σε συνοδεύσει με ασφάλεια επειδή έχει πολλές γνωριμίες στο εξωτερικό όπου θα μπορούσες να ζήσεις χωρίς κανένα κίνδυνο για ένα διάστημα”.
Αλλά ο Ιησούς απέρριψε την πρόταση του με τα λόγια: “Μην είσαστε τόσο ανόητοι! Δεν χρειάζομαι βοήθεια από τους ανθρώπους. Εάν ήθελα να εξολοθρεύσω τους εχθρούς Μου θα Μου ήταν πανεύκολο. Αλλά δεν το θέλω γιατί και αυτοί επίσης πρέπει να έχουν μερίδιο στη σωτηρία όπως και όλος ο λαός. Θα μείνω εδώ! Να είσαστε βέβαιοι ότι δεν πρόκειται κανείς να Με συλλάβει εάν δεν το θελήσω Εγώ ο Ίδιος”.
…Το επόμενο πρωί ο Ιούδας πλησίασε το Θωμά και του ζήτησε να μιλήσουν ιδιαιτέρως. Έτσι βγήκαν έξω όπου διαμείφθηκε η εξής στιχομυθία: «Αδελφέ μου», είπε ο Ιούδας, «μπορείς εσύ να καταλάβεις τη συμπεριφορά του Κυρίου; Ήμασταν και οι δύο χτες μάρτυρες του θριάμβου του όπου λίγο έλειπε για να κερδίσει οριστικά το λαό, που έτσι κι αλλιώς είναι μαζί Του, και θα Τον ακολουθούσε όπου κι αν ήθελε. Αλλά αντί να πείσει όλο τον κόσμο για τη μεσσιανική αποστολή Του, αφήνει το Ναό να Του αρπάξει μέσα από τα χέρια όλους τους καρπούς της εργασίας Του. Επιπλέον δεν κάνει τίποτα από όσα προσδοκά ο λαός παρόλο που έχει πράγματι τόση δύναμη μέσα Του που θα μπορούσε να διατάξει το Ναό και μαζί όλη τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, φθάνει μόνο να το έπαιρνε απόφαση. Τι Τον ωφελεί όλη η δύναμη του Θεού με την οποία επιβάλλεται στις θύελλες, στις αρρώστιες και σε κάθε κακό, όταν ο ίδιος παραείναι αδύναμος για να τη χρησιμοποιήσει εκεί που είναι απαραίτητο;
Η καρδιά μου πάει να σπάσει από χαρά μέσα στα στήθη Μου όταν σκέφτομαι πώς θα μπορούσαν να είναι τα πράγματα, αλλά δυστυχώς δεν είναι. Και γιατί δεν είναι; Γιατί Αυτός που είναι ο μόνος μέσα στον οποίο ζει η δύναμη του Θεού, δεν μπορεί να βρει το θάρρος να δράσει γρήγορα και αποφασιστικά. Και εγώ έχω πειστεί απόλυτα ότι μόνον από Αυτόν μπορεί να βρει τη σωτηρία του όλος ο κόσμος, αλλά είμαι εξίσου πεπεισμένος ότι πρέπει να συμβεί κάτι προκειμένου να πραγματοποιηθεί αυτή η σωτηρία. Η ώρα είναι τώρα ή ποτέ.
Ο Ηρώδης Τον βλέπει με καλό μάτι. Αυτή ακριβώς την περίοδο η στρατιωτική παρουσία των Ρωμαίων εδώ είναι ασήμαντη επειδή χρειάζονται αλλού τις πολεμικές τους δυνάμεις. Επομένως τα πάντα είναι ευνοϊκά γι’ Αυτόν που θα ήταν ο πιο ισχυρός άνδρας, φθάνει να το ήθελε. Αλλά το ζήτημα είναι να ξυπνήσει μέσα του αυτή η θέληση. Γιατί είδαμε πόσο διστάζει και ακούσαμε τι θέλει ο Ναός. Εάν δεν βρει μόνος Του το θάρρος να κάνει αυτό που πρέπει τότε θα πρέπει να Τον εξαναγκάσει κάποιος να το κάνει».
Καταταραγμένος τον διέκοψε ο Θωμάς; «Να Τον εξαναγκάσει; Ποιος θέλει να εξαναγκάσει Αυτόν που μέσα του μιλάει ο ίδιος ο Παντοδύναμος;»
Την ίδια ημέρα ο Ιησούς πήγε με τους μαθητές στην Ιεριχώ. «Φεύγοντας από το Λάζαρο περάσαμε δύο γεμάτες ημέρες στον Ιορδάνη. Το χρόνο αυτό τον εκμεταλλεύθηκα για να εξηγήσω για άλλη μια φορά στους αποστόλους τη διδασκαλία Μου και τα καθήκοντα τους.
…Τότε ο Ιούδας μας αποχαιρέτησε και γύρισε στην Ιερουσαλήμ. Το πρώτο που έμαθε ήταν ότι οι πάντες είχαν εκπλαγεί με την ξαφνική εξαφάνιση Μου. Από τον ενθουσιασμό που είχε προκαλέσει η θριαμβευτική είσοδος Μου στην πόλη δεν είχε μείνει ίχνος. Η άποψη που επικρατούσε σε γενικές γραμμές στον κόσμο ήταν ότι το είχα βάλει στα πόδια εμπρός στη δύναμη του Ναού. Στο μεταξύ το Ναό τον φυλούσαν αυστηρά διπλές σκοπιές από ανθρώπους του ιερατείου και στρατιώτες του Ηρώδη, ενώ Ρωμαίοι στρατιώτες περιπολούσαν καθημερινά την πόλη για να διαλύσουν οποιαδήποτε πιθανή συγκέντρωση του πλήθους. Εξάλλου οι ναΐτες είχαν ήδη ζητήσει προστασία από τον Πόντιο Πιλάτο για το ενδεχόμενο κάποιας ταραχής και Με είχαν καταγγείλει ότι υποκινούσα το λαό σε επανάσταση.
Αλλά και ο Πιλάτος είχε ήδη διατάξει να διεξαχθεί μία σχετική έρευνα, από την οποία είχε ωστόσο προκύψει ότι ο λαός δεν είχε δείξει κανενός είδους εχθρικές προθέσεις παρά μόνο ένα έντονο ενθουσιασμό για το θαυματουργό σωτήρα που ήταν πλέον γνωστός και στον Πιλάτο. Για το λόγο αυτό δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός, παρ’ όλα αυτά για τη διατήρηση της τάξης διέταξε συχνές περιπολίες των στρατιωτών στην πόλη. Τα μέτρα αυτά είχαν κατατρομάξει το λαό επειδή ήξερε πολύ καλά ότι οι Ρωμαίοι αντιμετώπιζαν με ανήλεη σκληρότητα εξεγέρσεις και έκτροπα.
Ο Ναός είχε βγει πάλι ενισχυμένος. Έτσι οι ναΐτες θεώρησαν ότι είχε έρθει η ώρα να Μου καταφέρουν ένα οριστικό πλήγμα, μόνο που δεν ήξεραν πού και πώς θα μπορούσα να πέσω στα χέρια τους χωρίς δικό τους κίνδυνο, αφού όπως είχαν διαπιστώσει αρκετές φορές στο παρελθόν κάτι τέτοιο δεν ήταν τόσο εύκολο. Κατά τη διάρκεια μιας μυστικής συνεδρίασης συζητούσαν διάφορα πιθανά μέσα και τρόπους χωρίς να μπορούν να συμφωνήσουν σε κάτι. Τότε ήρθε η είδηση ότι κάποιος άνθρωπος ήθελε να δώσει μία πληροφορία στο ανώτατο συμβούλιο για το Ναζωραίο. Πασιχαρής ο Καϊάφας διέταξε να του φέρουν τον Ιούδα και τον οδήγησε στο συμβούλιο.
Εκεί του απηύθυνε την ερώτηση: «Ξέρεις πού βρίσκεται τώρα;»
Ο Ιούδας αποκρίθηκε: “Όχι, αυτό δεν μπορώ να το ξέρω γιατί ίσως να έχει ήδη φύγει. Αλλά ξέρω ότι όπως πάντα θα θέλει και φέτος να φάει το αρνί του Πάσχα στον κύκλο των ακολούθων του, πράγμα που θα συμβεί κοντά στην πόλη”. Ένας Φαρισαίος εξέφρασε τότε τη γνώμη του: “Το καλύτερο είναι να τον πιάσει κανείς τη νύχτα, αφενός λόγω του λαού που σίγουρα τον συμπαθεί ιδιαίτερα και αφετέρου γιατί έχω επανειλημμένα ακούσει να λένε ότι τη νύχτα αυτοί οι μάγοι έχουν μικρότερη δύναμη”.
Ο Καϊάφας δεν ήθελε να ακούσει περισσότερα επειδή ήταν σίγουρος, όπως είπε, ότι ο Ναζωραίος δεν διέθετε καμία υπερφυσική δύναμη όπως άλλωστε και οι Εσσαίοι των οποίων ήταν γνωστές οι απάτες. Εντούτοις συμφωνούσε και αυτός να συλλάβουν τον Ιησού μέσα στη νύχτα για να αποφύγουν οποιαδήποτε αναστάτωση. Γι’ αυτό συμφώνησαν με τον Ιούδα να πάει το συγκεκριμένο βράδυ στο Ναό και από εκεί να οδηγήσει ένα απόσπασμα στον τόπο όπου θα βρισκόταν ο Ναζωραίος. Ο Καϊάφας τον ρώτησε τότε τι αμοιβή ήθελε για αυτή του την υπηρεσία. Ο Ιούδας, που χαιρόταν κρυφά γιατί νόμιζε ότι το ανώτατο συμβούλιο είχε πέσει στην παγίδα του, χάρηκε ακόμη περισσότερο καθώς το σχέδιο του θα του απέφερε επίσης χρήματα, πράγμα που δεν ήταν αρχικά στις προθέσεις του. Έτσι ζήτησε τα τριάντα ασημένια νομίσματα τα οποία και του υποσχέθηκαν, εφόσον θα εμφανιζόταν το προκαθορισμένο βράδυ. Ο Ιούδας αντιλαμβανόταν σαφώς ότι θα μπορούσα ακόμη και τότε να πάρω όλο το λαό με το μέρος Μου φθάνει να ήμουν έτοιμος για μια οποιαδήποτε ηρωική πράξη. Επιπλέον ήξερε, ότι ο λαός είχε αμφιβολίες για το πρόσωπο Μου λόγω της συμπεριφοράς Μου, αλλά δεν είχε αποκοπεί τελείως από Μένα. Η γνώση αυτή τον χαροποιούσε και τον ενίσχυε ακόμη περισσότερο στην πρόθεση του να Με φέρει σε τέτοια θέση που να είμαι αναγκασμένος εκ των πραγμάτων να αντιδράσω για να σώσω τη ζωή Μου. Περίμενε δηλαδή ότι ενδεχομένως θα εξολόθρευα αυτούς που θα Μου επιτίθεντο ή τουλάχιστον θα τους έβαζα εκτός μάχης, έτσι που ο καθένας θα αντιλαμβανόταν πέρα από κάθε αμφιβολία ότι κανένας στη γη δεν μπορεί να Μου προβάλει αντίσταση, αρκεί να το θέλω στα σοβαρά.
…Μετά το μεσημέρι πήρα μαζί με τους δικούς Μου τον επαρχιακό δρόμο που ένωνε την Ιεριχώ με την Ιερουσαλήμ. Ήταν η ημέρα του αρνιού του Πάσχα.
…Όλα αυτά που συζητήθηκαν εκείνο το βράδυ (σ.σ. του μυστικού δείπνου) τα έχει καταγράψει με μεγάλη ακρίβεια ο Ευαγγελιστής Ιωάννης. Εδώ θα παρατεθούν μερικά συμπληρωματικά στοιχεία ώστε να μπορεί κανείς να καταλάβει καλύτερα πώς διαδραματίστηκαν τα γεγονότα.
Υπήρχε τότε το έθιμο μετά το γεύμα ο οικοδεσπότης να προσφέρει στον καθένα από μία μπουκιά λέγοντας του ταυτόχρονα και μία ρήση από τη Γραφή. Ενώ λοιπόν ετοιμαζόμουν να τηρήσω αυτό το έθιμο, βαθιά θλίψη κατέλαβε την ψυχή Μου γι’ αυτό είπα τα λόγια: ‘Ένας από σας θα Με προδώσει!” Οι μαθητές αναστατωμένοι από αυτή τη δήλωση που τους φαινόταν μυστηριώδης Με κατέκλυσαν με ερωτήσεις για το τι εννοούσα και ποιος θα μπορούσε να Με προδώσει. Αλλά αρνήθηκα να τους δώσω οποιαδήποτε απάντηση και άρχισα να μοιράζω τα κομμάτια του ψωμιού δίνοντας στον καθένα και από μία σύσταση ανάλογα με το χαρακτήρα του. Ο Πέτρος, που η δήλωση Μου τον είχε καταθλίψει πιο πολύ από όλους έκανε νόημα στον Ιωάννη που καθόταν δίπλα Μου να ανακαλύψει ποιον εννοούσα. Αυτό που λέει το Ευαγγέλιο για τον Ιωάννη ότι είχε γείρει κοντά στο στήθος Μου έχει γίνει συχνά αντικείμενο παρανοήσεων από λάθη που οφείλονται σε ακατανοησία σχετικά με τη σωστή χρήση της γλώσσας. Επιπλέον δεν ήμασταν ξαπλωμένοι σε ανάκλιντρα σαν τους Ρωμαίους όπως συχνά αφήνεται να εννοηθεί, καθότι οι Ιουδαίοι δεν είχαν υιοθετήσει αυτή τη συνήθεια ως ειδωλολατρική, όπως επίσης απέφευγαν οτιδήποτε θα μπορούσε να έχουν κοινό με τους ειδωλολάτρες. Ο τιμώμενος κατά το γεύμα καθόταν δεξιά του οικοδεσπότη ο οποίος του έδειχνε την εκτίμηση του με το να του ετοιμάζει τα εδέσματα. Όπως είναι ευνόητο για να γίνει αυτό ο οικοδεσπότης έπρεπε να στρέφεται συχνά προς το μέρος του, να στρέφει δηλαδή το στήθος προς τον τιμώμενο συνδαιτημόνα του. Στην καθομιλουμένη εκείνης της εποχής η στάση αυτή αποδιδόταν με την έκφραση “εν τω κόλπω του”, η οποία έκφραση μεταφράσθηκε “κοντά στο στήθος του” και οδήγησε σε διάφορες παρανοήσεις, χωρίς να υπάρχει τέτοια πρόθεση.
Ο Ιωάννης Με ρώτησε σιγανά και Εγώ του απάντησα καθώς ήταν ο πιο κοντινός μαθητής Μου: “Είναι εκείνος στον οποίο θα δώσω τώρα αυτό το κομμάτι ψωμί”. Στο δε Ιούδα είπα δίνοντας του το ψωμί: “Ό,τι είναι να κάνεις, κάνε το γρήγορα!”
Εννοείται ότι οι άλλοι μαθητές δεν μπορούσαν να διαγνώσουν τι εννοούσα με αυτό. Αλλά ο Ιούδας που είχε επίσης ταραχτεί από την πρώτη Μου δήλωση επειδή ένιωσε ότι εννοούσα εκείνον, τα λόγια αυτά που του απηύθυνα τα εξέλαβε ως την προτροπή να αναλάβει δράση, με την οποία θα επικυρώνονταν τα σχέδια του. Έτσι σηκώθηκε γρήγορα και θριαμβολογώντας ενδόμυχα έφυγε από την αίθουσα. Εκείνη την ώρα τον γέμιζε όλη η έπαρση ενός μελλοντικού συγκυβερνήτη, πράγμα που έλπιζε να γίνει χάρη σε Μένα, καθώς και ο αχαλίνωτος πόθος να υφαρπάξει χωρίς ηθικούς φραγμούς δόξα και τιμές για το πρόσωπο του. Έτσι ο Σατανάς μαζί με όλους τους αλαζονικούς διαβόλους του κατέλαβε πλήρως την ψυχή του η οποία φλεγόταν πλέον από την μοναδική επιθυμία να άρχει πάνω στους άλλους και να εξοντώσει όλους τους αντιπάλους του».
Ο Ιησούς τότε μοίρασε το ψωμί ευλογώντας τους αποστόλους με τα λόγια που προαναφέρθηκαν σε άλλο σημείο. «Στη συνέχεια βγήκαμε έξω και πήραμε το δρόμο για το όρος των Ελαιών. Υπήρχε εκεί ένας κήπος που ακόμη σήμερα ονομάζεται “Γεθσημανή” αν και το μέρος έχει μετατοπισθεί… Ενώ οι υπόλοιποι ξάπλωσαν Εγώ κάλεσα τον Πέτρο, τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο να απομακρυνθούμε λίγο από τους άλλους και αυτοί Με ακολούθησαν».
Τότε ήρθε η στιγμή όπου το κακό που πλησίαζε κατέλαβε με όλο του το βάρος την ψυχή του Υιού του Ανθρώπου ενώ παράλληλα η Θεότητα αποσύρθηκε τελείως στα άδυτα του ανθρώπου Ιησού για να τον αφήσει να αποφασίσει μόνος του απολύτως ελεύθερα. Γι’ αυτό και εκείνος ένιωσε εκείνη την ώρα όλη την αγωνία και είπε: «Η ψυχή Μου είναι περίλυπη μέχρι θανάτου!» Και πρόσθεσε απευθυνόμενος προς τους . τρεις: «Μείνετε εδώ και προσευχηθείτε μαζί Μου!»
Ύστερα απομακρύνθηκε λίγο για να προσευχηθεί: «Πατέρα Μου εάν είναι δυνατό, ας μην πιω αυτό το ποτήρι. Όμως ας μη γίνει αυτό που Θέλω Εγώ, αλλά αυτό που θέλεις Εσύ!» Επειδή όμως λέγοντας τα λόγια αυτά ο ίδιος δεν είχε πάρει ακόμη τελείως την απόφαση, γι’ αυτό η Θεότητα δεν εκδηλώθηκε πάλι μέσα του. Ο Ιησούς επέστρεψε τότε στους δικούς του αλλά τους βρήκε να κοιμούνται. Απομακρύνθηκε πάλι και προσευχήθηκε με αυτά τα λόγια: «Πατέρα Μου, εάν δεν είναι δυνατό να αποφύγω αυτό το ποτήρι, τότε ας το πιω και ας γίνει το θέλημα Σου!»
Για άλλη μια φορά η ψυχή στην ταραχή της αναζήτησε την επαφή προς τα έξω αλλά βρήκε για άλλη μια φορά τους δικούς της να κοιμούνται και μάλιστα τόσο βαθιά που όταν τους φώναξε δεν ξύπνησαν, παρά μόνο μόλις που κουνήθηκαν ασυναίσθητα μέσα στον ύπνο τους.
Τότε πλέον νίκησε ο Ιησούς, ο Υιός του Ανθρώπου.
Έριξε ένα βλέμμα γεμάτο συμπόνια στους δικούς του, ύστερα γύρισε στον τόπο της προσευχής του και φώναξε δυνατά: «Πατέρα, ας γίνει το δικό Σου μόνο θέλημα, γι’ αυτό και θέλω να το πιω!»
Τότε η Θεότητα επέστρεψε μέσα του με όλη της την πληρότητα, τον δυνάμωσε διαπερνώντας τον ολόκληρο και είπε: «Υιέ Μου, έπρεπε να αποφασίσεις για τελευταία φορά. Τώρα Πατέρας και Υιός έχουν ενωθεί μέσα σου και έχουν γίνει αχώριστοι για πάντα. Σήκωσε λοιπόν αυτό που σου έχει δοθεί να επωμιστείς! Αμήν!»
Μετά από αυτό σηκώθηκα και πήγα στους μαθητές Μου που κοιμόνταν ακόμη και τους ξύπνησα… Εκείνη τη στιγμή μας πλησίασε μία ομάδα από οπλισμένους φρουρούς του Ναού κρατώντας δαυλούς. Επικεφαλής ήταν ο Ιούδας και πήγαιναν προς το πανδοχείο όπου υπέθετε ότι θα Με έβρισκε. Οι μαθητές Με ρώτησαν τι να σήμαινε αυτό, αλλά Εγώ τους παρήγγειλα να μείνουν πίσω και βγήκα στο δρόμο για να τους προϋπαντήσω. Όταν ο Ιούδας Με είδε, Με πλησίασε και ήθελε να Με φιλήσει επειδή αυτό ήταν το συμφωνημένο σημάδι για να Με αναγνωρίσουν. Εγώ όμως τον απέκρουσα λέγοντας: “Ιούδα, έτσι προδίδεις τον Υιό του Ανθρώπου; Θα ήταν καλύτερα για σένα να μην είχες γεννηθεί ποτέ!”
Μετά στράφηκα προς τους ένοπλους και ρώτησα με δυνατή φωνή: “Ποιον ψάχνετε;” Ο αρχηγός τους απάντησε: “Τον Ιησού από τη Ναζαρέτ!” Τότε τους είπα “Εγώ είμαι!” και έκανα μερικά βήματα προς το μέρος τους. Οι φρουροί όμως πισωδρόμησαν γιατί είχαν ακούσει πολλά για τη δύναμη Μου και τη φοβόνταν γι’αυτό άλλωστε ο Καϊάφας είχε επίτηδες διαλέξει υπηρέτες που δεν Με ήξεραν. Μάλιστα με την οπισθοχώρηση των μπροστινών μερικοί από εκείνους που στέκονταν τελευταίοι έπεσαν από την πρόσκρουση στο χώμα.
Για άλλη μία φορά τους ρώτησα “Ποιον ζητάτε;» γιατί στέκονταν διστακτικοί και φοβισμένοι. Όταν ο αρχηγός τους Μου έδωσε την ίδια απάντηση Εγώ επανέλαβα “Σας είπα ότι Εγώ είμαι. Αφού λοιπόν ζητάτε Εμένα, αφήστε τους αυτούς να φύγουν”.
Όταν οι φρουροί αντιλήφθηκαν ότι δεν κινδύνευαν, ντράπηκαν για τον αρχικό τους τρόμο και Με περικύκλωσαν ενώ ο αρχηγός τους τούς φώναζε να έχουν τα μάτια τους αποκλειστικά σε Μένα επειδή η διαταγή του αρχιερέα ήταν να συλλάβουν μόνο Εμένα. Ο Ιούδας στεκόταν παράμερα περιμένοντας ότι θα συνέβαινε κάτι. που θα τρομοκρατούσε τους φρουρούς.
Καθώς όμως δεν συνέβη τίποτα ενισχύθηκε η πεποίθηση του ότι η δύναμη Μου θα εκδηλωνόταν μπροστά στο συμβούλιο.
…Η πομπή πέρασε πάνω από το χείμαρρο των Κέδρων και μπήκε στην πόλη από την ίδια πύλη από όπου είχε γίνει η θριαμβευτική είσοδος Μου λίγες μέρες πριν. Οι φύλακες του Ναού Με οδήγησαν καταρχάς στον Άννα που ήταν πεθερός του αρχιερέα Καϊάφα. Ο λόγος που Με έφεραν πρώτα σε εκείνον ήταν επειδή ήταν αναπληρωτής του Καϊάφα και επιπλέον είχε δείξει έντονη δραστηριότητα στην υπόθεση Μου. Γι’ αυτό έφεραν πρώτα σε εκείνον την είδηση ότι είχαν πετύχει να Με συλλάβουν.
Η πρόθεση δεν είναι να επαναληφθούν σε αυτό το σημείο όλα όσα αναφέρονται αναλυτικά στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη – γιατί αυτή η αποκάλυψη δεν έχει σκοπό να υποκαταστήσει το Ευαγγέλιο του Ιωάννη – απλά θα συμπληρωθούν μερικά κενά στα ακόλουθα γεγονότα. Ως εκ τούτου για την υποδοχή που Μου επιφύλαξε ο Άννας καθώς και για την πτώση του Πέτρου μπορεί να διαβάσει κανείς στην Καινή Διαθήκη.
Ο Άννας Με έστειλε δεμένο στον Καϊάφα. Ο Ιούδας ο οποίος είχε συνειδητοποιήσει πλέον ότι όλα εξελίσσονταν διαφορετικά από ό,τι περίμενε, ακολούθησε από κοντά σαστισμένος και γεμάτος φόβο για την αποτυχία του σχεδίου του. Ήθελε να έρθει μαζί Μου και στον αρχιερέα αλλά δεν του επετράπη η είσοδος.
Στον Καϊάφα είχε συγκεντρωθεί όλο το συμβούλιο και περίμενε από ώρα την εμφάνιση Μου με ανυπομονησία και εκδικητικό μένος. Με κάθε τύπο Μου απήγγειλαν την κατηγορία εναντίον Μου και παρουσιάστηκαν μάρτυρες οι οποίοι όφειλαν να αποδείξουν ότι ήμουν ένοχος εσχάτης προδοσίας. Συγκεκριμένα, τα τεκμήρια που επικαλέστηκαν ήταν η είσοδος Μου στην πόλη με την παλλαϊκή υποδοχή, το ότι αποτόλμησα να εισχωρήσω στα Άγια των Αγίων και ως εκ τούτου είχα αντιποιηθεί την ιερατική εξουσία την οποία δεν κατείχα. Επιπλέον τεκμηριώθηκε λεπτομερώς ότι ήθελα να υποκινήσω το λαό ενάντια στο Ρωμαίο αυτοκράτορα για να γίνω Εγώ βασιλιάς. Αλλά όταν χρειάστηκε να παρουσιαστούν μάρτυρες για να το επιβεβαιώσουν με όρκο βασιζόμενοι σε δηλώσεις Μου, δεν βρέθηκε κανένας.
Στο τέλος παρήλασαν οι μάρτυρες που βεβαίωσαν ότι είχα πει: “Γκρεμίστε αυτό το ναό και Εγώ θα τον ξανακτίσω μέσα σε τρεις ημέρες!” Ο Καϊάφας είπε τότε ότι τούτο αποτελεί εξύβριση του ιδίου του Ναού, καθότι για ένα τέτοιο έργο απαιτείτο θεϊκή εξουσία, την οποία μόνο ο κεχρισμένος του Κυρίου, ο οποίος θα ερχόταν κάποτε με μεγάλη δύναμη, μπορούσε να διαθέτει. Εγώ είχα δηλώσει ότι είμαι ο Χριστός, δηλαδή ο κεχρισμένος, και Με όρκισε να πω εάν είμαι στα αλήθεια ο Χριστός, ο Υιός του Θεού.
Εγώ του απάντησα σε αυτό: “Συ είπας, όμως σας λέω ότι από εδώ και στο εξής ο Υιός του Ανθρώπου θα κάθεται στα δεξιά της δύναμης του Θεού και θα έρθει πάνω στα σύννεφα του ουρανού στον Πατέρα που κατοικεί μέσα του!” Ακούγοντας το αυτό ο αρχιερέας διερρήγνυε τα ιμάτια του και έλεγε: “Βλασφήμησε τα θεία! Τι χρειαζόμαστε άλλους μάρτυρες; Ορίστε, ακούσατε τις βλασφημίες του!”
Εννοείται ότι όλοι συμφώνησαν μαζί του διότι το συμβούλιο είχε συγκληθεί μόνο με εκείνους για τους οποίους ο Καϊάφας ήξερε ότι του ήταν αφοσιωμένοι και τον υπάκουαν τυφλά. Άλλωστε το σχέδιο να Με συλλάβουν και η προδοσία του Ισκαριώτη είχε κρατηθεί κρυφή από εκείνους που ήταν φιλικά διακείμενοι απέναντι Μου, πράγμα που είχε ήδη φανεί κατά τις τελευταίες προηγούμενες συνεδριάσεις. Έτσι η θανατική καταδίκη είχε εκδοθεί ταχύτατα και το μόνο που έλειπε ήταν η επικύρωση από τον Πόντιο Πιλάτο.
Νωρίς το πρωί Με οδήγησαν στο Ρωμαίο άρχοντα και του παρουσίασαν την υπόθεση Μου, ότι δηλαδή ήμουν ένας επαναστάτης και βλάσφημος απέναντι στο Θεό και ως εκ τούτου Μου έπρεπε ο θάνατος. Ο Πόντιος Πιλάτος ο οποίος γνώριζε τα της εισόδου Μου στην Ιερουσαλήμ, από την οποία δεν είχε διαπιστώσει τίποτα το επαναστατικό, προσπάθησε να Με σώσει, επειδή ως Ρωμαίος έτεινε να πιστέψει ότι ήμουν ένα είδος ημίθεου με ιδιαίτερες δυνάμεις. Έτσι συνομίλησε μαζί Μου όπως είναι γραμμένο στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη και τελικά δήλωσε στους ναΐτες που περίμεναν μπροστά στο πραιτώριο ότι δεν έβρισκε να ευσταθεί καμία κατηγορία εναντίον Μου.
…Οι ιερείς και οι ναΐτες είχαν συγκεντρώσει έξω από το πραν-τώριο όλους τους δικούς τους ανθρώπους (σ.σ. 25.000 άνθρωποι ζούσαν εξαρτημένοι οικονομικά από το Ναό στην Ιερουσαλήμ) και δεν άφηναν κανέναν άλλον να περάσει. Έτσι ο λαός που ήταν με το μέρος Μου στεκόταν τρομοκρατημένος σε κάποια απόσταση ενώ κοντά ήταν μόνο η κλίκα του Ναού που προσπαθούσε με κάθε τρόπο να επιτύχει την εξόντωση Μου… Είχαν αποφασίσει εκ των προτέρων να Με συλλάβουν και να Με οδηγήσουν στον Πιλάτο σαν επαναστάτη κατά της κρατικής εξουσίας. Εάν Με καταδίκαζε θα έβγαινε αβλαβής από αυτή την υπόθεση. Εάν όμως δεν δεχόταν να Με καταδικάσει, οι ιερείς τότε θα τον κατήγγειλαν στον Καίσαρα ως ύποπτο και ο Ηρώδης θα τους είχε δώσει μετά χαράς ένα χέρι να στηρίξουν αυτή την κατηγορία.
Βέβαια ο Πιλάτος είχε πληροφορηθεί τα σχετικά με αυτό το σχέδιο αλλά επειδή δεν ήξερε πως να το εμποδίσει είχε αποφασίσει να περιμένει να εξελιχθούν καταρχάς τα πράγματα από μόνα τους. Εντούτοις ενόσω ακόμη αναρωτιόταν τι θα έκανε εάν όντως το ιερατείο τού έστηνε αυτή την παγίδα με τον περιβόητο Ιησού, ιδού που εκείνοι είχαν έρθει κιόλας και απαιτούσαν την άμεση καταδίκη του κατηγορούμενου. Ο Πιλάτος, κεραυνοβολημένος από την έκπληξη ρώτησε με βροντερή φωνή: “Τι έχει κάνει αυτός ο δίκαιος; Λεν βρίσκω καμία αιτία να καταδικαστεί!” Αλλά το ιερατείο και η πληρωμένη κλίκα του φώναζαν με δεκαπλάσια μανία: “Αυτός εδώ είναι ένας λαοπλάνος, ένας στασιαστής που υποκινεί το λαό να επαναστατήσει, βεβηλώνει την ημέρα του Σαββάτου, βλασφημεί τα θεία και ισχυρίζεται ότι είναι ο γιος του ζωντανού Θεού! Όλα αυτά τιμωρούνται με την εσχάτη των ποινών σύμφωνα με τους νόμους μας που και η Ρώμη τους σέβεται αλλά και σύμφωνα με τους νόμους του Καίσαρα. Γι’ αυτό καταδίκασέ τον και σταύρωσέ τον, αλλιώς είσαι εχθρός του Καίσαρα!” Η κατηγορία αυτή έκανε τον Πιλάτο να τα χάσει κάπως και δεν ήξερε πράγματι τι να κάνει. Έτσι σκέφτηκε εν τάχει ότι δεν του έμενε άλλο από το να υποχωρήσει μπροστά σε αυτή την κάπως απρόβλεπτη ύπουλη πλεκτάνη και εν ονόματι της ανεξιχνίαστης ειμαρμένης να συμβιβαστεί ικανοποιώντας τις απαιτήσεις της μισητής του κάστας των ιερέων.»
…Ο Πιλάτος είχε φοβηθεί διότι γνώριζε το Ναό και ήξερε ότι ήταν ικανοί για όλα… Προσπάθησε με όλα τα μέσα να γλιτώσει τον Ιησού μα ήταν όλα άδικος κόπος, ώσπου τελικά τελείως αγανακτισμένος ένιψε δημόσια τα χέρια του λέγοντας: «Δεν θέλω να έχω καμία ευθύνη για το αίμα αυτού του αθώου. Γιατί για το δικό μας νόμο δεν έχει φταίξει. Αφού εσείς έχετε ένα δικό σας νόμο, όπως λέτε, πάρτε τον και καταδικάστε τον». Τότε οι αρχιερείς κραύγαζαν: «Το αίμα του ας πέσει επάνω σε μας και στα παιδιά μας! Όμως δεν μας επιτρέπεται να λερώσουμε τα χέρια μας με αίμα, γι’ αυτό δώσε μας Ρωμαίους στρατιώτες!»
…Μετά την απελευθέρωση του Βαραββά ο όχλος απαιτούσε ακόμη πιο πεισματικά τη σταύρωση του Ιησού και δεν δεχόταν επουδενί να φυλακισθεί αντί να σταυρωθεί, καθώς δε έλεγαν τον Πιλάτο δειλό, εκείνος αγανάκτισε στο έπακρο και είπε: «Να, ελεεινοί! Πάρτε τον εγκληματία σας που είναι πιο δίκαιος από ό,τι είσαστε εσείς και ορίστε και οι στρατιώτες! Φύγετε και κάντε μαζί του ό,τι θέλετε, τη μαρτυρία μου για αυτόν και για σας θα τη δώσω με το ίδιο μου το χέρι!» Με τα λόγια αυτά τους γύρισε την πλάτη αφήνοντας τους τον Ιησού και οι ιερείς έβαλαν τους στρατιώτες να τον πιάσουν και να τον σταυρώσουν…
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να εξετασθεί ένα θέμα το οποίο έχει απασχολήσει πολλούς ιστορικούς και θεολόγους. Συγκεκριμένα προβάλλει το ερώτημα πώς ήταν δυνατό ο ισχυρός άρχοντας Πιλάτος, που κατά τα άλλα ήταν ανήλεος με τους Ιουδαίους, να υποκύψει στις πιέσεις του ιερατείου και να καταδικάσει τον Ιησού σε κατάφωρη παραβίαση του δικαίου που είχε αναγνωρίσει και ο ίδιος. Έχουν γίνει πολλές υποθέσεις πάνω σε αυτό το θέμα’ μία ευρύτατα διαδεδομένη π.χ. είναι η άποψη ότι ο Πιλάτος εξέλαβε τον Ιησού όντως για έναν πολιτικό επαναστάτη. Αυτή η άποψη όμως αντιφάσκει με την κατηγορηματικά αθωωτική δήλωση του για τον Ιησού. Άλλωστε είναι ευνόητο ότι οι Ρωμαίοι θα παρακολουθούσαν στενά έναν άνθρωπο ο οποίος επανειλημμένα συγκέντρωνε είκοσι ως τριάντα χιλιάδες άτομα στα κηρύγματα του.
Οι νέες αποκαλύψεις σε σύμπραξη με τα ιστορικά στοιχεία ρίχνουν ένα νέο φως στα παρασκήνια αυτής της κακοδικίας που είναι ανεπανάληπτη στα δικαστικά χρονικά.
Καταρχάς θα πρέπει κανείς να λάβει υπόψη του τα ιστορικά δεδομένα της εποχής εκείνης. Αυτοκράτορας τότε ήταν ο Τιβέριος και ο πιο στενός συνεργάτης του ήταν ο στρατηγός της πραιτοριανής φρουράς Σεϊανός, ο οποίος ήταν φανατικός αντισημίτης. Όπως γράφει ο ιστοριογράφος Ευσέβιος απαιτούσε «την εξόντωση όλης της ιουδαϊκής φυλής».
Το έτος 26 ο ηλικιωμένος Τιβέριος αποσύρεται στο ανάκτορο του στο Κάπρι και αφήνει την κυβέρνηση στα χέρια του Σεϊανού χωρίς να παραλείψει όμως να παρακολουθεί κρυφά τις κινήσεις τού προστατευομένου του. Και κάνει πολύ καλά, καθώς από τον Εωσφόρο και ύστερα πολύ συχνά οι υψηλά ιστάμενοι δεν δέχονται ευχαρίστως κάποιον ακόμη υψηλότερα ιστάμενο από πάνω τους. Την ίδια χρονιά ο Σεϊανός τοποθετεί διοικητή της Ιουδαίας τον Πόντιο Πιλάτο, ο οποίος ήταν ένας ιππέας της κατώτερης τάξης και ως εκ τούτου κανονικά ανάξιος για ένα τόσο υψηλό αξίωμα κατά τα ειωθότα της τότε εποχής. Προφανώς λοιπόν ο Σεϊανός γνώριζε ότι ο Πιλάτος δεν συμπαθούσε τους Ιουδαίους. Η συνεργασία μεταξύ των δύο ανδρών είναι αγαστή και ο Πιλάτος ακολουθεί πιστά τις πολιτικές επιλογές του προϊσταμένου του.
Στο μεταξύ όμως ο Τιβέριος έχει πληροφορηθεί ότι ο Σεϊανός θέλει να τον παραμερίσει και φροντίζει να τον προλάβει. Στις 18 Οκτωβρίου του 31 ο Σεϊανός συλλαμβάνεται και εκτελείται στη Ρώμη και η ίδια μοίρα περιμένει και τους πολιτικούς του φίλους. Ταυτόχρονα όλοι οι διοικητές των διαφόρων επαρχιών λαμβάνουν την εντολή να παύσουν αμέσως κάθε αντισημιτικό μέτρο. Ο Πιλάτος που είχε γίνει διοικητής χάρη στην εύνοια του Σεϊανού φοβάται το χειρότερο και κάνει τα αδύνατα δυνατά για να μην προκαλέσει την προσοχή της Ρώμης. Ο ανώτερος ιουδαϊκός κλήρος ήταν πλήρως ενήμερος για αυτές τις λεπτές ισορροπίες και η εκβιαστική τακτική του στη δική του Ιησού ήταν καλά υπολογισμένη. Όταν αντιλήφθηκαν ότι ο Πιλάτος δίσταζε να γίνει όργανο τους τον έβαλαν προμελετημένα μπροστά στο δίλημμα: «Καταδίκασε τον Ιησού, αλλιώς είσαι εχθρός του αυτοκράτορα!»Έτσι ο Πιλάτος, αναγκάστηκε να συμπλεύσει μαζί τους παρά τη θέληση του για να μην καταποντισθεί και ο ίδιος.
Για την περαιτέρω εξέλιξη της ιστορίας των παθών η νέα αποκάλυψη αναφέρει τα ακόλουθα: «Δεν πρόκειται να ακολουθήσει η ακριβής περιγραφή όλων των μαρτυρίων στα οποία αναγκάστηκε να υποβληθεί το σώμα Μου διότι αυτά είναι πράγματα τα οποία δεν μπορεί να τα συλλάβει καμία ανθρώπινη ψυχή όσο βρίσκεται ενσαρκωμένη ακόμη μέσα στο σώμα… Εδώ θα διορθωθούν μόνο διάφορα λάθη ώστε να δοθεί φως γύρω από ορισμένα πράγματα σχετικά με το σωματικό θάνατο στο σταυρό. Έτσι με βάση το Ευαγγέλια τα οποία είναι αρκετά ακριβή όσον αφορά αυτό το θέμα θα μπορεί να διαγραφεί μία σαφής εικόνα της τελευταίας ώρας του Υιού του Ανθρώπου… Ο Σίμων ο Κυρηναίος που ήταν γνωστός στους ιερείς ως οπαδός της διδασκαλίας Μου διασταυρώθηκε με την πορεία και κοίταζε με αποτροπιασμό και γεμάτος συμπόνια την αξιοθρήνητη κατάσταση Μου. Τότε του φώναξε σαρκάζοντας ένας από τους νάΐτες: “Κοίτα λοιπόν το μεγάλο σου δάσκαλο που δεν μπορεί ούτε τον εαυτό του να βοηθήσει. Τώρα ξεσκεπάζονται όλες οι απάτες του!” Ο Σίμων αγανακτισμένος απάντησε με προφητικό πνεύμα: “Θα καταριέστε την ώρα και τη στιγμή που κάνατε αυτό το πράγμα! Όσο για μένα, θα ήθελα να μπορούσα να υπηρετήσω τον Κύριο μου για να απαλύνει ο πόνος του”.
‘Έλα τότε να τα πάθεις!” φώναξαν με κακεντρέχεια μερικοί ιερείς. “Αφού τολμάς να εξυβρίζεις τις πράξεις του Ναού, γι’ αυτό σου βάζουμε τιμωρία να κουβαλήσεις το σταυρό του δασκάλου σου!” Ακούγοντας το ο Σίμων έσπευσε με χαρά να φορτώσει το βαρύ σταυρό στους γεροδεμένους ώμους του και επιπλέον Μου έτεινε το χέρι για να στηριχθώ και να σηκωθώ από το χώμα όπου ήμουν πεσμένος. Μα τη στιγμή που έπιασα το χέρι του ο Σίμων δυνάμωσε τόσο πολύ ώστε σήκωσε με μεγάλη ευκολία το βαρύ φορτίο.
Όλοι οι κοντινοί Μου φίλοι οι οποίοι δεν μπορούσαν να φτάσουν στο δικαστήριο στη διάρκεια της δίκης τώρα ακολουθούσαν από κοντά. Συνάμα είχε πλησιάσει και ένα μεγάλο μέρος του πλήθους το οποίο προηγούμενα είχε σταθεί παράμερα φοβισμένο καθώς η κλίκα του Ναού ωρυόταν ζητώντας τη σταύρωση Μου. Όταν η πορεία πλησίασε την πύλη όπου υπήρχε η δυνατότητα να απλωθούν σε ένα γειτονικό πλάτωμα, όλοι αυτοί έδειξαν απειλητικές διαθέσεις. Αλλά οι Φαρισαίοι που είχαν βέβαια φοβηθεί κάτι τέτοιο είχαν παρατάξει εκεί από πριν ένα μεγάλο απόσπασμα από Ρωμαίους στρατιώτες οι οποίοι θα τηρούσαν την τάξη. Όταν οι οπαδοί Μου είδαν ότι δεν είχα πια ελπίδα σωτηρίας και ότι ήταν αδύνατο να επιχειρηθεί η βίαιη απελευθέρωση Μου από τα χέρια των εκτελεστών του Ναού ένας μεγάλος θρήνος αναδύθηκε με προεξάρχουσες τις γυναίκες. Γι’ αυτό στράφηκα σε αυτούς που ήταν κοντά Μου και τους είπα: “Μη θρηνείτε για Μένα, αλλά για σας και για τα παιδιά σας. Γιατί αυτοί θα πάθουν πολύ χειρότερα από τα δικά Μου πάθη! Εγώ πηγαίνω να ενωθώ με τον Πατέρα Μου, εκείνοι όμως δεν θα ξέρουν που θα πηγαίνουν!”
Η εκκλησιαστική παράδοση αναφέρει ότι μία δούλη, η Βερονίκη, Μού έδωσε ένα μαντήλι για να σκουπίσω τον ιδρώτα Μου. Αυτό είναι αλήθεια γιατί αυτή στεκόταν στην πρώτη σειρά με τις άλλες μοιρολογίστρες. Ωστόσο το ότι το πρόσωπο Μου αποτυπώθηκε σε αυτό το μαντήλι είναι ένας θρύλος που δημιουργήθηκε αργότερα, όπως επίσης ας ειπωθεί εδώ παρεμπιπτόντως ότι δεν υπήρξε ποτέ κάποιος Ιουδαίος ονόματι Αχαζβέρ ο οποίος Με έδιωξε τάχα από το σπίτι του. Και τα δύο είναι μύθοι που προέκυψαν αργότερα από τις αφηγήσεις ευσεβών ανθρώπων οι οποίοι πάσχιζαν να κοσμήσουν το σωματικό Μου θάνατο με όλα τα δυνατά θαύματα και εν μέρει παρεισέφρησαν και στα Ευαγγέλια. Εάν είχαν όντως συμβεί όλα αυτά που θρυλούνται ενόσω το σώμα κρεμόταν στο σταυρό – ο μεγάλος σεισμός, το σκοτείνιασμα του ήλιου, η εμφάνιση των πνευμάτων και ούτω καθεξής – τότε υπό το βάρος τέτοιων συγκλονιστικών σημείων όλοι στην Ιερουσαλήμ θα είχαν κάνει χίλιες μετάνοιες για να εξιλεωθούν. Τη δε ανάσταση Μου δεν θα την είχαν αντιμετωπίσει με αμφιβολίες, αλλά με χαρά και σαν σημάδι ότι θα είχαν συγχωρεθεί όλες οι αμαρτίες τους. Όμως την ώρα της επιθανάτιας αγωνίας Μου δεν έγινε τίποτα το τόσο εξαιρετικό που να υποχρέωνε τον κόσμο να το φέρει αναγκαστικά σε άμεση συσχέτιση με το θάνατο Μου.
… Λέγεται παραδείγματος χάριν ότι όσο το σώμα Μου κρεμόταν στο σταυρό είχε απλωθεί βαθύ σκοτάδι. Είναι αλήθεια ότι ένα μεγάλο εσωτερικό σκοτάδι κάλυψε την Ιερουσαλήμ, όχι όμως και εξωτερικά. Ο καθένας ένιωθε μέσα του σαν να είχε χάσει κάτι χωρίς να ξέρει τι ήταν. Ακόμη και οι αρχιερείς, οι γραμματείς, οι Φαρισαίοι και οι Ιουδαίοι του Ναού οι οποίοι είχαν ζητήσει επιτακτικά τη θανάτωση Μου, δεν αισθάνθηκαν καμία ικανοποίηση ή χαρά από την πράξη τους.
Για το λόγο αυτό άλλωστε ο Ναός δεν προέβη σε καμία ενέργεια ενάντια στους μαθητές Μου ή τους άμεσους συγγενείς Μου, ούτε εναντίον του Νικόδημου, του Ιωσήφ από την Αριμαθαία και του Λαζάρου που όλοι τους ήρθαν για προσκύνημα στο σταυρό Μου και παρευρίσκονταν στις τελευταίες Μου ώρες. Μάλιστα οι δικοί Μου έλαβαν την άδεια να μείνουν κοντά Μου, γεγονός που οφειλόταν κυρίως στο κύρος του Νικόδημου που ήταν μέλος του ανώτατου συμβουλίου, καθώς διαφορετικά οι στρατιώτες απέκλειαν το χώρο και απαγορευόταν αυστηρά η πρόσβαση στον καθένα. Αλλά κατόπιν μεσολάβησης του έγινε μία εξαίρεση. Ωστόσο εκτός από τον Ιωάννη οι πιο κοντινοί μαθητές Μου δεν ήταν παρόντες, όπως το είχα συχνά προφητέψει παλιότερα. Ο ποιμένας κτυπήθηκε κι έτσι τα πρόβατά του σκορπίστηκαν. Ύστερα από τη σύλληψη Μου είχαν εν μέρει καταφύγει στο Λάζαρο ή κρύβονταν σε φίλους. Μόνο ο Ιωάννης τολμούσε να εμφανίζεται παντού ανοιχτά, να στηρίζει και να παρηγορεί τη φυσική Μου μητέρα.
Ο Πέτρος ο οποίος είχε πέσει σε βαθιά μεταμέλεια μετά την πτώση του, ακολούθησε κρυφά την πορεία καθώς περνούσε μέσα από τους δρόμους της Ιερουσαλήμ. Απέφυγε να έρθει σε επαφή με τους άλλους αδερφούς επειδή στην ψυχή του ένιωθε την ανάγκη να είναι μόνος του. Για πρώτη φορά καταλάβαινε πλήρως τι σήμαινε το έργο Μου και σε αυτό αποδείχθηκαν πολύ χρήσιμες οι ασκήσεις που είχε κάνει στο Εφραίμ. Είχε αναγνωρίσει τη φύση και το σκοπό της αποδημίας Μου από τη γη, γι’ αυτό είχε πειστεί ολόψυχα για την αναγκαιότητα της όπως και για την προφητεμένη ανάσταση Μου στην οποία πίστευε ακράδαντα χωρίς να το φανερώσει ούτε με μία λέξη.
…Τη στιγμή που η ψυχή Μου έφευγε από το σώμα Μου έγινε είναι η αλήθεια ένας σεισμός. Αλλά το φαινόμενο αυτό δεν έκανε ιδιαίτερη αίσθηση, καθώς στην εποχή Μου σε εκείνη την περιοχή οι υποχθόνιες δυνάμεις της κοιλάδας του Ιορδάνη εκδηλώνονταν πολύ πιο συχνά από ό,τι σήμερα και ως εκ τούτου οι δονήσεις της γης δεν ήταν κάτι τόσο σπάνιο. Εξάλλου στους πορωμένους Ιουδαίους δεν πέρασε καν από το νου ότι το φαινόμενο αυτό είχε να κάνει στην πραγματικότητα με το θάνατο Μου.
Είναι επίσης αλήθεια ότι το παραπέτασμα στο Ναό σχίστηκε σαν ένα εξωτερικό σημάδι ότι δεν υπάρχει πλέον κανένας φραγμός για αυτόν που θέλει να φτάσει στα Άγια των Αγίων της καρδιάς του Πατέρα, απεναντίας ο καθένας μπορεί να φθάσει ως εκεί για να λάβει την αιώνια ζωή, αλλά και αυτό το συμβάν αν και αξιοπερίεργο δεν προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση στη συνέχεια. Οι ιερείς που ήταν της υπηρεσίας εκείνη την ημέρα έβαλαν πάλι το παραπέτασμα στη θέση του και με αυτό έληξε το θέμα.
Μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι ο ήλιος έχασε τη λάμψη του. Έχει ήδη ειπωθεί ότι δεν έγινε έκλειψη του ηλίου. Ωστόσο είναι γνωστό τοις πάσι ότι στις θερμότερες χώρες πριν από ένα σεισμό επικρατεί μια βαριά, μουντή ατμόσφαιρα με αποτέλεσμα να χάνει αρκετά ο ήλιος από τη λάμψη του. Κάτι παρόμοιο έγινε και εδώ. Βέβαια ο λόγος που ο ήλιος δεν έλαμπε ήταν διαφορετικός από ό,τι συνήθως, αν και το φαινόμενο ήταν το ίδιο.
Όταν το σώμα είχε πλέον πεθάνει και η εκδικητικότητα των εχθρών είχε τελείως καταλαγιάσει, το πλήθος δεν άργησε να διασκορπιστεί για το λόγο ότι ένα εσωτερικό αίσθημα φρίκης – ακριβώς αυτό το εσωτερικό σκοτάδι που αναφέρθηκε προηγούμενα- έσπρωχνε τον καθένα να αναζητήσει καταφύγιο στο σπίτι του, όπου οι Ιουδαίοι σύμφωνα με το έθιμο τους έπρεπε να προετοιμαστούν για την αργία του Σαββάτου που άρχιζε ήδη με τη δύση του ήλιου.
Οι οπαδοί Μου πλησίαζαν τώρα όλο και πιο κοντά στον τόπο της εκτέλεσης έτσι ώστε ο κύκλος γύρω Μου μεγάλωσε σημαντικά. Ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία είχε πάει πρωτύτερα από τον Πιλάτο και είχε ζητήσει να του δοθεί η σωρός Μου, μία προνομιακή μεταχείριση η οποία δεν δινόταν πάντοτε. Εντούτοις ο Πιλάτος του την παραχώρησε ευχαρίστως μια και με αυτό τον τρόπο, όπως και με την τρίγλωσση επιγραφή στην κορυφή του σταυρού ότι ήμουν ο βασιλέας των Ιουδαίων, ήθελε να τους εξοργίσει.
Οι φίλοι Μου κατέβασαν το σώμα Μου από το σταυρό, το καθάρισαν και το μύρωσαν και με μεγάλη προσοχή το ενταφίασαν μέσα σε ένα λαξεμένο βράχο που ο Ιωσήφ της Αριμαθαίας προόριζε για δική του τελευταία κατοικία. Ο Γολγοθάς ήταν βέβαια ένας βραχώδης λόφος όμως το σημείο αυτό συνόρευε με μία πυκνοκατοικημένη περιοχή όπου πολλοί πλούσιοι Ρωμαίοι και Ιουδαίοι είχαν αγοράσει γη για να χτίσουν πολυτελείς επαύλεις, έτσι εξηγείται και η εγγύτητα του κήπου… Ρωμαίοι στρατιώτες είχαν λάβει την εντολή να φυλούν σκοπιά στον τάφο επί πέντε ημέρες…»
Τα όσα διαδραματίστηκαν στη συνέχεια στο πνευματικό επίπεδο θα παρουσιαστούν αναλυτικά στο κεφάλαιο της «Υπέρβασης του Θανάτου».