Loading...

ΟΙ ΜΥΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΙΚΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ

«Ο Θεός Πατέρας μάς λύτρωσε από τη σκοτεινή εξου­σία του Σατανά και μας πολιτογράφησε στη βασιλεία του Υιού της αγάπης του, ο οποίος είναι εικόνα του αόρατου Θεού, πριν από κάθε πλάσμα γεννημένος».

Προς Κολοσσαείς 1,13.15.

«Επειδή τα παιδιά του Θεού είχαν σάρκα και αίμα, έγι­νε κι ο Ιησούς άνθρωπος για να καταργήσει με το θάνα­τό του αυτόν που εξουσίαζε το θάνατο, δηλαδή το διάβο­λο, και μ’ αυτόν τον τρόπο να απελευθερώσει όσους ο φό­βος του θανάτου τους είχε καταδικάσει να είναι δούλοι σ’ όλη τους τη ζωή. Έπρεπε λοιπόν να γίνει σ’ όλα όμοιος με τ’ αδέρφια του, ώστε να γίνει σπλαχνικός και πιστός αρχιερέας στην υπηρεσία του Θεού για τη συγχώρηση των αμαρτιών του λαού. Έτσι, επειδή ο ίδιος υπέφερε και δο­κιμάστηκε, τώρα μπορεί να βοηθήσει αυτούς που δοκι­μάζονται».

 

 

«Ο Θάνατος του Ιησού κρύβει τόσα άπειρα μυστήρια ακόμη που θα χρειασθείτε αιωνιότητες για να τα ερευνά­τε, θα ανακαλύπτετε συνεχώς δε όλο πιο μεγάλα και πιο άπειρα πράγματα».

«Δώρα του Ουρανού»

Για να καταλάβει κανείς τη λυτρωτική δράση του Χριστού σε σχέση με τον ίδιο τον εαυτό του πρέπει να ξεκινήσει από τα θε­μέλια, από το ζήτημα της ύπαρξης του κακού. Είναι γνωστό ότι το κακό δεν μπορούσε ποτέ και σε καμία περίπτωση να προέλ­θει από τον Θεό, αλλά προέκυψε αποκλειστικά και μόνο εξαιτίας της κατάχρησης της ελευθερίας της βούλησης από τη στιγμή που στις πνευματικές οντότητες άρχισε να κυριαρχεί ο εγωι­σμός. Όσο πιο πολύ λοιπόν απομακρύνονταν από το Δημιουργό τους ολισθαίνοντας προς τη φιλαυτία τόσο πιο πολύ ο κόσμος τους έπαιρνε αντίθεα χαρακτηριστικά. Άμα γνωρίζει κανείς ποιες είναι οι ιδιότητες της θεϊκής οντότητας μπορεί να βάλει το νου του τι όψη έχει ένας κόσμος που βρίσκεται στον αντίποδα του Θεού. Η ομορφιά μεταμορφώνεται σε ασχήμια, η πληθώρα σε ανέχεια, η χαρά σε πόνο, η αγάπη σε μίσος. Η ειρήνη παύει, η γενικευμένη δυσαρμονία παίρνει τη θέση ενός ειρηνικού συνόλου μέσα και έξω από το κάθε πλάσμα. Με τον τρό­πο αυτό γεννήθηκε η κόλαση εντελώς από μόνη της.

Κι εντούτοις, τόσο κατά την πρωταρχική πτώση των αγγέ­λων, όσο και στη δεύτερη πτώση των πρωτόπλαστων, όλοι απολάμβαναν, σε διαφορετικό βαθμό βέβαια, ασύλληπτη δύναμη, γνώση και ελευθερία – με ένα μόνο περιορισμό: μία απλή εντολή που έπρεπε να γίνει σεβαστή.

Και τις δύο φορές απέτυχε η δοκιμασία με την εντολή αυτή που είχε καθαρά παιδαγωγική σημασία. Αποτυχαίνοντας δε ο άνθρωπος συμπαρέσυρε στη μοίρα του όλα τα πλάσματα της φύσης τα οποία έχουν μία πολυδιάστατη σχέση μαζί του. Σίγουρα ο Παύλος είχε αντιληφθεί αυτή την άγνωστη πλευρά γι’ αυτό γράφει στην επιστολή του προς τους Ρωμαίους: «Όλη η κτίση προσμένει με λαχτάρα να φανερωθεί η δόξα των παιδιών του Θεού. Γιατί και η κτίση είναι υποταγμένη στη φθο­ρά, όχι από δική της θέληση, αλλά επειδή έτσι θέλησε αυτός που την υπέταξε. Έχει όμως και την ελπίδα ότι θα απελευθε­ρωθεί από την υποδούλωση στη φθορά και θα περάσει στην ελευθερία της δόξας των παιδιών του Θεού.

Ξέρουμε ότι ως και τώρα όλη η κτίση στενάζει και κραυγάζει από τις ωδίνες του τοκετού. Αλλά όχι μόνο αυτή, μα κι εμείς που έχουμε ήδη το πρώτο δώρο του Πνεύματος, στενάζουμε εσωτερικά κι εμείς γιατί λαχταρούμε να γίνει η υιοθεσία μας από τον Θεό και η λύτρωση το σώματός μας».

Συγκεφαλαιώνοντας λοιπόν, θάνατος, πόνος και δυστυχία προήλθαν από το προπατορικό αμάρτημα’ από το θάνατο, τον πόνο και τη δυστυχία γεννήθηκε στους ανθρώπους η επιθυμία να μπει ένα τέλος σε αυτά και να λυτρωθούν. Ένας μόνο όμως μπορούσε να είναι ο λυτρωτής: ο ίδιος ο Θεός. Οι άνθρωποι όλοι έχουν ένα μερίδιο στη συλλογική ενοχή λόγω της πτώ­σης, της πρώτης, της δεύτερης και συνακόλουθα της καθημε­ρινής που απορρέει από την εγγενή πλέον αδυναμία τους. Γι’ αυτό το λόγο χρειαζόταν να έρθει ένας νέος Αδάμ που όντας ελεύθερος από τα κάθε λογής συμπτώματα του εκφυλισμού θα είχε τη δύναμη να γίνει ο πατριάρχης ενός νέου «βασιλικού ανθρώπινου γένους» (κατά τον Πέτρο) και να επιβληθεί στο κακό σε όλες τις μορφές του. Η θυσία αυτού του νέου Αδάμ, του Ιησού, έγινε δεκτή από τον Θεό σαν εξιλασμός τόσο για την πρώτη πτώση των αρχέγονων πνευμάτων όσο και για την αποτυχία του Αδάμ. Η εξιλαστήρια πράξη του Ιησού άνοιξε εκτός αυτού και στα πνεύματα τα φυλακισμένα μέσα στην ύλη τη δυνατότητα να φτάσουν επίσης μια μέρα στην «ένδοξη ελευ­θερία των παιδιών του Θεού».

Μιλώντας με ορισμένους Ρωμαίους μαθητές του στο «M.E.I.» ο Ιησούς αναφέρθηκε στο βάρος της μαρτυρίας που θα είχε ο σωματικός του θάνατος και η ανάσταση του κατόπιν: «Σας είχα δώσει ήδη μια φορά να καταλάβετε ότι πρόκειται σύντομα να αφήσω τους ανθρώπους να Με συλλάβουν και να θανατώ­σουν το σώμα Μου στο σταυρό σαν να ’μουν ένας κοινός εγκληματίας κι αυτό θα αποβεί σε καταδίκη για τους ασεβείς αλλά σε σωτηρία για τους δικούς Μου. Όταν θα το μάθετε, τότε μην αμφιβάλετε για Μένα, παρά διατηρείστε την πίστη και την αγάπη που Μου έχετε. Με τη στάση αυτή θα συμμετέχετε και σεις οι ίδιοι στο έργο που κάνω για τη λύτρωση των ανθρώπων από τα παλαιά σκληρά δεσμά της αμαρτίας και της θανάσιμης δεισιδαιμονίας.

Σας το αναφέρω για δεύτερη φορά έτσι ώστε να μην πέσει κανείς σε αμφιβολίες και αδυνατίσει η πίστη του. Γιατί ναι μεν οι άνομοι θα θανατώσουν το σώμα Μου, αλλά Εγώ θα το ζωντανέψω πάλι από την τρίτη κιόλας μέρα και θα αναστηθώ ως ο αιώνιος νικητής του θανάτου και κάθε είδους καταδίκης.

Τότε θα έρθω πάλι σε σας και θα σας δώσω για παντοτινά τη δύναμη του Πνεύματος και της Θέλησης Μου για να ζω­ντανέψετε και σεις και να είσαστε μακάριοι αιώνια».

Κάθε φορά που ο Ιησούς άρχιζε να μιλά για τη σταύρωση του οι απόστολοι έδειχναν να στεναχωρούνται καίτοι ποτέ δεν είχαν συνειδητοποιήσει πλήρως τη βαρύτητα των λόγων του. Αλλά αυτό δεν είναι απορίας άξιο αφού η μακάβρια προαγγελία τους φαινόταν τόσο απίθανη ώστε ούτε καν τη λάμβαναν πιο σοβαρά υπ’ όψη τους. Επειδή είχαν βιώσει το Δάσκαλο τους ως κυρίαρχο όλης της φύσης δεν μπορούσαν να φαντα­στούν ότι θα παραδινόταν αμαχητί στους εχθρούς του χωρίς να κάνει χρήση της δύναμης του. Άλλωστε είχε λεγεώνες αγ­γέλων υπό τις διαταγές του όπως είχε τονίσει πολλές φορές. Επειδή οι ίδιοι αισθάνονταν ασφαλείς μαζί του γι’ αυτό ούτε στη Γεθσημανή δεν μάντεψαν τι τον περίμενε.

Σε μία περίπτωση που ο Ιησούς μίλησε στους μαθητές του για τα επικείμενα πάθη και το θάνατο του, στο «M.E.I.» ανα­φέρεται ότι «Ο Πέτρος τρόμαξε και αφού Με πήρε κατά μέ­ρος Μού είπε με ένα κάπως προστακτικό και προειδοποιητι­κό τόνο: “Κύριε, αυτό να μη Σου συμβεί γιατί Εσύ είσαι υπο­χρεωμένος απέναντι σε όλους εμάς τους ανθρώπους να προφυλάσσεις τον εαυτό Σου!”

Αλλά Εγώ γύρισα απότομα και του είπα με πολύ αυστηρό ύφος: “Ύπαγε οπίσω Μου, Σατανά! Μου γίνεσαι εμπόδιο για­τί δεν σκέφτεσαι όπως θέλει ο Θεός, αλλά τελείως κοινά όπως οι άνθρωποι του κόσμου!” (κατά Ματθ. 16, 23). Τότε ο Πέτρος τρομαγμένος έπεσε μπροστά στα πόδια Μου, κι αφού Μου ζήτησε να τον συγχωρήσω πρόσθεσε κλαίγοντας: “Κύ­ριε, όταν περνούσαμε τη λίμνη για να έρθουμε εδώ μου είπες σε σχέση με την πίστη μου: ‘Σίμων, είσαι ο Πέτρος, ο πέτρινος βράχος πάνω στον οποίο θα χτίσω την Εκκλησία Μου και όλες οι πύλες της κόλασης δεν πρόκειται να τη νικήσουν! Σε σένα θα δώσω το κλειδί για το ουράνιο βασίλειο. Ό,τι λύνεις εσύ στη γη θα είναι λυμένο και στον ουρανό κι ό,τι θα δένεις εδώ θα είναι επίσης δεμένο στον ουρανό!’ Αυτά ήταν κατά λέξη Κύριε τα άγια λόγια που είπε το άγιο στόμα Σου σε μένα τον αμαρτωλό. Κι εντούτοις εγώ δεν το πήρα πάνω μου ποτέ, αντίθετα θεωρούσα πάντα τον εαυτό μου σαν τον πιο τελευ­ταίο ανάμεσα μας. Αλλά Εσύ εξαιτίας μιας παραίνεσης η οποί­α έγινε μεν από καθαρά ανθρώπινο σκεπτικό μα στην ουσία πήγαζε μόνο από την μεγάλη μου αγάπη για Σένα, με αναγό­ρευσες άρχοντα της κόλασης! Κύριε έχε επιείκεια και ευσπλα­χνία με τον Πέτρο, το φτωχό ψαρά που ήταν ο πρώτος που πέ­ταξε το δίχτυ του στο νερό, παράτησε γυναίκα και παιδιά για να Σε ακολουθήσει!”

Τότε στράφηκα πάλι φιλικά προς τον Πέτρο λέγοντας του: “Δεν σε μείωσα καθόλου που σου έδειξα με αυστηρά λόγια την ανθρώπινη πλευρά σου! Οτιδήποτε στον άνθρωπο ανήκει σ’ αυτόν τον κόσμο – όπως η σάρκα του και οι διάφορες ανά­γκες της που ζητούν να ικανοποιούνται καθαρά από εγκόσμιους λόγους – βρίσκεται σε κατάσταση καταδίκης κι ως εκ τούτου είναι η κόλαση και ο Σατανάς ο οποίος είναι το σύμβολο για κάθε καταδίκη, θάνατο, νύχτα κι απάτη. Γιατί όλη η φαινομε­νική ζωή της ύλης είναι μόνο απατηλή και δεν έχει καμία απο­λύτως αξία. Ο οποιοσδήποτε άνθρωπος που με τον ένα τρόπο ή τον άλλο πέφτει πάλι στην απάτη της ύλης είναι επίσης Σα­τανάς στο βαθμό που περιμένει κάποια σωτηρία μέσα στην ύλη και στη φαινομενική ζωή της. Αν θέλει λοιπόν κάποιος να ελευθερωθεί από το Σατανά ενόσω είναι ακόμα μέσα στη σάρ­κα του, πρέπει να επωμιστεί το σταυρό που Εγώ κουβαλάω ήδη με το πνεύμα Μου και να Με ακολουθήσει! Και σας βε­βαιώνω ότι όποιος θέλει να διατηρήσει τη (γήινη) ζωή του θα την χάσει (την πνευματική). ενώ όποιος θα χάσει για χάρη Μου τη (γήινη) ζωή του θα τη βρει (την πνευματική). Τι θα ωφε­λούσε κάποιον άνθρωπο εάν κέρδιζε ολόκληρο τον κόσμο με όλους τους θησαυρούς του αλλά ζημίωνε παράλληλα την ψυχή του; Κι εσύ αγαπημένε Μου Πέτρο ελπίζω να κατάλαβες τώ­ρα γιατί σου είπα προηγούμενα: Ύπαγε οπίσω Μου Σατανά!”»

Στη συνέχεια ο Πέτρος συλλογιζόταν συχνά την προφητεία του Ιησού για το θάνατο του, μάταια όμως έψαχνε να ανακα­λύψει για ποια αιτία θα οδηγούνταν εκεί τα πράγματα. Αφού πέρασε αρκετός καιρός, απηύθυνε πάλι το λόγο στον Ιησού: «Κύριε και Δάσκαλε, υπάρχουν προς συζήτηση μερικά θέμα­τα επίσης τα οποία προέρχονται από τα χείλη Σου αλλά που ακόμη και η πιο οξυδερκής ανθρώπινη λογική δεν μπορεί να τα καταλάβει σωστά. Και κυρίως πάντα προβάλλει απειλητι­κά στον ορίζοντα η σκληρή και αναπόδραστη αναγκαιότητα των παθών που περιμένουν το Υιό του Ανθρώπου. Τολμώ δε να ισχυριστώ ότι αυτό δεν πρόκειται ποτέ να το συλλάβει η ανθρώπινη λογική όσο υγιής και καλή κι αν είναι!

Μπορεί μία τέτοια πράξη να είναι πράγματι αναγκαία προ­κειμένου να επιτευχθεί ένας βασικός στόχος που έχεις θέσει από αιώνων. Αλλά αυτό δεν βοηθάει σχεδόν καθόλου στο να διαφωτιστεί με τρόπο που να μείνει ικανοποιημένη η λογική του ανθρώπου η οποία θα αναρωτιέται και τώρα και πάντοτε: “Γιατί έπρεπε άραγε ο Παντοδύναμος να κακοπάθει με τέτοιο τρόπο από τα πλάσματα του προκειμένου να μπορέσει να τους δώσει τη μακαριότητα και την αιώνια ζωή; Δεν αρκούσε η κα­θαρότατη διδασκαλία και τα θαύματα που τέτοια μόνο για το Θεό είναι δυνατά; Αν όλα αυτά δεν καλυτερεύουν τους ανθρώ­πους, τότε πώς θα τους καλυτερέψουν τα πάθη και ο θάνατος του;!” Σαν ένας από τους πιο πιστούς οπαδούς Σου, Σού το λέω ανοιχτά: Τα πάθη Σου θα γίνουν λίθος προσκόμματος για πολλούς καλούς ανθρώπους και θα κλονιστεί η πίστη τους. Γι’ αυτό το λόγο Σε ρωτώ από τώρα για να μας διαφωτίσεις σω­στά ώστε την κατάλληλη ώρα να είμαστε σε θέση να δώσου­με μία σωστή απάντηση για να καθησυχάσουμε τους ανθρώπους που θα ρωτούν».

Η δε απάντηση που έλαβε ο Πέτρος ήταν η ακόλουθη: «Αυ­τό που Με ρωτάς είναι καλό και σωστό. Αλλά όσο καλά κι αν σου το εξηγήσω οπωσδήποτε δεν πρόκειται ποτέ να το κατα­λάβεις εντελώς καλά, εφόσον είσαι κοινός άνθρωπος. Μόνο μετά την ανάσταση Μου, όταν θα έχεις αναγεννηθεί πνευμα­τικά, θα αντιληφθείς το μεγάλο Γιατί με κάθε σαφήνεια. Εφό­σον είμαι ο μοναδικός Φορέας κάθε ύπαρξης και ζωής πρέπει Εγώ να λυτρώσω τώρα αυτούς που έχουν εξαναγκαστεί εδώ και αιωνιότητες από τη σταθερή Μου βούληση να βιώνουν την καταδίκη και το θάνατο. Γι’ αυτό πρέπει περνώντας μέσα από την καταδίκη και το θάνατο της σάρκας και του αίματος Μου να εισχωρήσω στην παλιά καταδίκη και στον παλιό θάνατο. Με αυτό τον τρόπο θα ικανοποιηθούν οι όροι που έχει θέσει η βούληση Μου και θα χαλαρώσω τα δεσμά που έχει επιβάλ­λει η ίδια στον υλικό κόσμο, ώστε θα μπορεί να ελευθερωθεί η ύλη των πραγμάτων που έχει γίνει πλέον ώριμη για την ελευ­θερία. Έτσι μετά θα μπορεί όλη η κτίση να περάσει από τον αιώνιο θάνατο στην ελεύθερη και ανεξάρτητη ζωή. Γι’ αυτό το λόγο λοιπόν ήρθε ο Υιός του Ανθρώπου σε τούτο τον κό­σμο, με σκοπό να αναζητήσει αυτούς που έχουν χαθεί εδώ και αιωνιότητες, να τους λυτρώσει και να τους κάνει ικανούς να γίνουν μακάριοι.

Τι νομίζετε; Αν κάποιος έχει εκατό πρόβατα μα ένα από αυ­τά χαθεί κάπου στο δάσος, δεν θα αφήσει τα άλλα ενενήντα εννιά στα βουνά για να αναζητήσει το χαμένο; Κι όταν το βρει, σας βεβαιώνω πως θα χαρεί πιο πολύ γι’ αυτό παρά για τα ενε­νήντα εννιά που δεν χάθηκαν! Ο κύριος λόγος που περιβλήθηκα με ύλη και ήρθα σε αυτό τον κόσμο ήταν για να αναζη­τήσω αυτό το απολωλός πρόβατο και να το οδηγήσω στον προ­ορισμό του για να είναι ευτυχισμένο. Μέσα σε αυτό το σώμα Μου, δηλαδή μέσα στην ύλη, το Πνεύμα και η Βούληση του Θεού καταπραΰνονται ώστε κατά κάποιο τρόπο γίνονται εύ­καμπτα και χαλαρά. Όταν γίνει αυτό, τότε πρέπει αυτή εδώ η ύλη Μου να περάσει από τη μεγαλύτερη δυνατή ταπείνωση και εξευτελισμό για να σπάσει και να διαλυθεί πρώτα. Το δε Πνεύμα του Θεού, το οποίο κατοικεί μέσα Μου με όλη του την πληρότητα και. είναι ένα με την ψυχή Μου, θα εξαγνίσει με το πυρ της αγάπης του αυτή τη διαλυμένη ύλη. Έτσι θα την αφυπνίσει και θα τη ζωντανέψει ώστε τότε θα αναστηθεί ως νικήτρια πάνω σε κάθε καταδίκη και θάνατο.

Άλλωστε σας το είχα πει εκ των προτέρων ότι ακόμη δεν μπορείτε να καταλάβετε πολύ καλά, πώς και γιατί πρέπει να συμβούν έτσι τα πράγματα. Αλλά μπορείτε ήδη να καταλάβε­τε ότι μία τέτοια πράξη, όσο τρομακτική κι αν είναι στα μά­τια του κοινού ανθρώπου, είναι πάντως απαραίτητη προκειμένου να επιστρέψουν όλα τα πλάσματα στην ελεύθερη, αυτε­ξούσια, γνήσια ζωή του Θεού με την πάροδο του χρόνου.

Αφού λοιπόν σας είπα όσα χρειάζεστε για να καταλάβετε πως έχουν τα πράγματα, θα αντιλαμβάνεστε επομένως ενδό­μυχα ότι το θέλημα του Πατέρα είναι να μην χαθεί ούτε ο πιο μικρός και πιο ασήμαντος από όλους αυτούς….Σύμφωνα με την τάξη που ίσχυε προηγούμενα, όποιος είχε περάσει μέσα από την ύλη, δεν μπορούσε να έρθει στον Ουρανό. Η νέα τά­ξη που εγκαθιδρύθηκε συνίσταται στο ότι έγινα Εγώ ο ίδιος άνθρωπος, διαπέρασα όλη την ύλη με τη φύση Μου κι έτσι όλο το παλιό πνευματικό περιεχόμενο της που ήταν καταδικα­σμένο σε φυλάκιση το έκανα ικανό να γίνει πάλι μακάριο. Αυτή ακριβώς είναι η δεύτερη δημιουργία, την οποία έχω προβλέψει από αιώνων, γιατί χωρίς αυτήν κανένας άνθρωπος δεν θα γι­νόταν ποτέ αληθινά μακάριος, ούτε σε αυτή ούτε σε μία άλλη γη.

Η λύτρωση που σας φέρνω συνίσταται κατά πρώτον στη διδασκαλία Μου και κατά δεύτερο στην ενανθρώπισή Μου, χάρη στην οποία έχει καμφθεί και ηττηθεί η δύναμη της κό­λασης που παλιότερα υπερίσχυε».

Όπως ειπώθηκε ήδη η λύτρωση βρίσκεται σε άμεση συνάρ­τηση με την αδαμική πτώση, η οποία χαρακτηρίζεται ως «πνευ­ματικός θάνατος» στα νεοαποκαλυπτικά κείμενα: «Ο άνθρω­πος στο σύνολο του εξασθένισε και έχασε την κυριαρχία επί όλων των πραγμάτων του φυσικού κόσμου. Έτσι αναγκάστη­κε από τότε με τη βοήθεια της αχνής λάμψης της εγκεφαλικής του νόησης να εξασφαλίζει με τον ιδρώτα του προσώπου του το ψωμί που θα τον έτρεφε, τόσο από φυσική άποψη κι ακό­μη περισσότερο από πνευματική.

Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι άνθρωποι μέχρι κι αυτή τη στιγ­μή έχουν απομακρυνθεί τόσο πολύ από τον Θεό και συνακό­λουθα από την αληθινή εσωτερική ζωή, ώστε σχεδόν δεν πι­στεύουν σε κανένα Θεό πλέον και σαν απόρροια ούτε στη συ­νέχιση της ζωής της ψυχής μετά την αποβολή του σώματος.

Και τώρα που έχει έρθει ο ίδιος ο Θεός με σωματική υπό­σταση στους ανθρώπους, με όλη την πληρότητα της αιώνιας ισχύος και δύναμης του και με όλη την αγάπη και τη σοφία του, αυτοί δεν το αναγνωρίζουν, επειδή μέσα στη μεγάλη τους τυφλότητα το θεωρούν αδύνατο, ενώ για τον Θεό βέβαια τα πάντα είναι δυνατά.

Ολόκληρη η γη με το τελείως εκφυλισμένο ανθρώπινο γέ­νος είναι μία τέλεια κόλαση. Κόσμος και κόλαση είναι ένα, όπως ψυχή και σώμα είναι ένα. …Πριν την ενανθρώπισή Μου κανένας δεν μπορούσε να επιτύχει τον ύψιστο βαθμό της τε­λείωσης στη ζωή του. Γι’ αυτό ήρθα σε αυτή τη γη ώστε με την αναγέννηση του πνεύματος σας μέσα στις ψυχές σας να αναδειχθείτε σε αληθινά παιδιά Μου. …Μέχρι αυτή τη στιγμή (σ.σ. δηλαδή μέχρι την ανάσταση του Ιησού) καμία ψυχή που άφησε το σώμα της δεν ανυψώθηκε ψηλότερα από τη γη. Εί­ναι αμέτρητοι αυτοί που αρχής γενομένης από τον Αδάμ έως την ώρα αυτή υποφέρουν περιπλανόμενοι μέσα στο σκοτάδι της γης. Αλλά από εδώ και στο εξής θα είναι ελεύθεροι. Και όταν θα αναληφθώ στα ύψη, θα ανοίξω για όλους το δρόμο από τη γη ως τους Ουρανούς και έτσι θα περάσουν όλοι από αυτό το δρόμο προς την αιώνια ζωή. Αυτό είναι το έργο που έχει φέρει σε πέρας ο Μεσσίας. …Δεν ήθελα απλά να δημιουρ­γήσω κάτι όπως συνήθως, αλλά αυτό που ήθελα ήταν να ανα­θρέψω με την πατρική Μου αγάπη αληθινά και πραγματικά τα παιδιά Μου που να Μου μοιάζουν τέλεια σε όλα, ώστε στη συ­νέχεια να κυριαρχούν μαζί με Μένα σε όλη την απεραντοσύ­νη. Για να το πετύχω δε αυτό Εγώ ο αιώνιος, άπειρος Θεός, πήρα σάρκα για το κύριο κέντρο Ζωής της θεϊκής ύπαρξης Μου προκειμένου να παρουσιαστώ σε σας, τα παιδιά Μου, σαν ένας ορατός και αισθητός Πατέρας. Έτσι σας διδάσκω αυ­τοπροσώπως με το δικό Μου στόμα και την καρδιά την αλη­θινή θεία αγάπη, τη σοφία και τη δύναμη με την οποία μια μέ­ρα θα άρχετε όπως Εγώ. Και μάλιστα δεν θα άρχετε μόνο πά­νω σε όλα τα όντα της παρούσας περιόδου της δημιουργίας, αλλά και σε εκείνα των προηγούμενων όπως επίσης και εκεί­νων που θα ακολουθήσουν στο μέλλον».

***

Το γεγονός ότι ο Ιησούς γνώριζε από πριν για την αποστο­λή του και την επέλεξε τελείως συνειδητά αναλύεται σε μία μετάδοση προς την Μπέρτα Ντούντε στις 24.10.1954:

«Ήθελα να υποφέρω για σας γι’ αυτό και προετοιμάστηκα συνειδητά για το θάνατο στο σταυρό. Γνώριζα ότι ήταν πολύ δύσκολος ο δρόμος του μαρτυρίου που έπρεπε να βαδίσω για να σας απαλλάξω από τη δυστυχία και το θάνατο. Έβλεπα τα πάντα μπροστά Μου, τίποτα από όσα έπρεπε να τραβήξω δεν Μου ήταν κρυφό και παρ’ όλα αυτά είχα βάλει πορεία κατευ­θείαν για το στόχο Μου, δεν αντιστεκόμουν ούτε απέφευγα τον κίνδυνο, τουναντίον πήγα να τον αντιμετωπίσω συνειδη­τά. Γιατί δεν έβλεπα μόνο πως θα διαγραφόταν η πορεία του λυτρωτικού έργου Μου, παρά έβλεπα παράλληλα την αδυνα­μία και την υποδούλωση των πλασμάτων Μου τα οποία βρί­σκονταν σε τρομερή εξαθλίωση και είχαν μεγάλη ανάγκη από βοήθεια για να ξεφύγουν από την καταδίκη τους. Κι ο μόνος τρόπος για να τα ελευθερώσω ήταν με τα μαρτύρια και το θά­νατο στο σταυρό.

Τα πάντα στέκονταν καθαρά μπροστά στα πνευματικά Μου μάτια, η βάναυση εξουσία του αντιπάλου Μου, η αβυσσαλέα απόσταση που χώριζε τους αποστάτες από τον Θεό, η οποία μεγάλωνε διαρκώς. Έβλεπα βαθύτατο σκοτάδι από τη μία πλευρά ενώ αντίθετα διαυγέστατο φως και ευδαιμονία από την άλλη. Εγώ ερχόμουν από το φως και ήθελα να το φέρω μέσα στο σκοτάδι, αλλά χρειαζόταν μία γέφυρα, έπρεπε να καταβάλω κάποιο αντίτιμο για να έχω το δικαίωμα να ανασύρω τις βασανισμένες ψυχές από τα έγκατα ως το φως.

Έπρεπε να καταθέσω τη δική Μου τη ζωή για να εξαγοράσω τη ζωή για τα δυστυχισμένα πλάσματα. Ένας δρόμος υπήρχε μόνο, αυτός της αυτοθυσίας, να θυσιάσω το πιο πολύτιμο που κατείχα, τη ζωή Μου, από αγάπη για εκείνους που ήταν νεκροί σαν συνέπεια της ανομίας. Με τη δική Μου τη ζωή έπρεπε να πληρώσω για τη δική τους. Όλα παρουσιάζονταν καθαρά μπρο­στά στα μάτια Μου και γι’ αυτό υπόφερα απερίγραπτα από πριν, αφού ως άνθρωπος ήμουν φτιαγμένος με τα ίδια αισθή­ματα όπως εσείς. Γιατί είχα κι Εγώ το φόβο του θανάτου, των ανυπόφορων μαρτυρίων, αλλά φοβόμουν επίσης για Μένα τον ίδιο, ότι θα μπορούσα να λυγίσω ή ότι η δύναμη Μου δεν θα ήταν αρκετή, ώστε τα πεσμένα αδέλφια Μου θα έπρεπε να πα­ραμείνουν μέσα στην τυραννία εάν αποτύχαινα. Ωστόσο όσο πλησίαζε η μέρα η δύναμη Μου μεγάλωνε. Η δύναμη Μου με­γάλωνε όσο μεγάλωνε αντίστοιχα η αγάπη Μου για τη δύσμοι­ρη ανθρωπότητα αφού μέρα με τη μέρα συνειδητοποιούσα πιο πολύ την εξαθλίωση της. Και μολονότι κατά καιρούς Με κα­ταλάμβανε μία αδυναμία εν όψει αυτών που Με περίμεναν, εντούτοις δεν μειωνόταν η θέληση Μου να τελειώσω αυτό που είχα αρχίσει. Γιατί το ανθρώπινο στοιχείο μέσα Μου παρέμε­νε συνεχώς συνδεδεμένο με τον Πατέρα, ο Οποίος Με πλημ­μύριζε με δύναμη κι έτσι η αγάπη Μου γινόταν διαρκώς πιο ισχυρή. Έτσι στο τέλος πήγα εντελώς συνειδητά προς το θά­νατο επειδή είχα συνειδητοποιήσει πια ότι ο θάνατος έπρεπε να νικηθεί κι ότι αυτό ήταν επίσης δικό Μου καθήκον.

Ο δρόμος προς το σταυρό ήταν πικρός και μαρτυρικός, για­τί έπρεπε να διασχίσω το πιο βαθύ σκοτάδι για να ανοίξω την πύλη προς το φωτεινό βασίλειο για όλους αυτούς που θέλουν να ανέβουν από τα έγκατα στο φως. Πρώτα όμως έπρεπε να υποφέρω ως άνθρωπος τα πιο πικρά βάσανα και μαρτύρια προ­κειμένου να σας βοηθήσω, καθώς χωρίς την απελευθερωτική Μου πράξη, χωρίς το θάνατο Μου στο σταυρό, θα ήσασταν χαμένοι δίχως ελπίδα σωτηρίας.

Η ανθρώπινη ζωή Μου στη γη ήταν τρομακτικά μαρτυρική γιατί από την ώρα που Μου αποκαλύφθηκε ο Πατέρας μέσα στο γήινο περίβλημα Μου, ήξερα πλέον όλα όσα Με περίμε­ναν και παρ’ όλα αυτά πήγα εθελοντικά στο σταυρό. Γιατί δεν ήταν η βούληση του Πατέρα, αλλά η δική Μου αγάπη για τους πεσμένους που Με παρακινούσε να τελειώσω το λυτρωτικό έργο κι η αγάπη αυτή Μού έδωσε τη δύναμη να αντέξω μέχρι την ώρα του θανάτου.

Αμήν»

***

Την αναγκαιότητα να χτίσει μία γέφυρα ανάμεσα στο φω­τεινό βασίλειο και στην υλική δημιουργία εξηγεί ο Ιησούς στους μαθητές του στον 11ο τόμο του «Μεγάλου Ευαγγελίου του Ιωάννη»:

«Σας έχει αναλυθεί ήδη πολλές φορές στο παρελθόν το ότι ο Αδάμ ως ο πρώτος άνθρωπος σε αυτή τη γη – υπό την έννοια ότι ήταν ο πρώτος που είχε πλήρη ελευθερία πνεύματος – είχε δημιουργηθεί με σκοπό να αποτελέσει μία μορφή η οποία θα έδινε τη δυνατότητα στην ύλη να οδηγηθεί πάλι πίσω στην ελεύθερη ζωή του πνεύματος. Για το σκοπό αυτό όμως ήταν καταρχάς αναγκαία η υπέρβαση της ίδιας της ύλης. Με άλλα λόγια έπρεπε με μία ελεύθερα παρμένη απόφαση να δημιουρ­γηθεί μία κατάσταση η οποία από τη μία πλευρά θα αποτελού­σε τη νίκη πάνω σε όλες τις γνωστές κατώτερες ιδιότητες όπως είναι οι υλικές επιθυμίες, οι πόθοι και οι ορμές, ώστε από την άλλη πλευρά να γίνει δυνατή η ελεύθερη άνοδος προς την πάναγνη ζωή του πνεύματος.

Έχουμε πει ήδη αρκετές φορές ότι η ανθρώπινη ψυχή έχει πίσω της μία πολύ μακριά ιστορία εξέλιξης, αφού ξεκινά από πολύ μικρά μόρια την πορεία της μέσα στην ύλη και μεγαλώ­νοντας εξελίσσεται συνεχώς προς διαρκώς υψηλότερες σφαί­ρες συνείδησης ώσπου στο τέλος αποκτά πάλι την ανθρώπινη μορφή. Αυτή η μορφή δεν μπορεί μεν να εξελιχθεί άλλο πλέον ως γήινη ύπαρξη, μπορεί όμως να εξελιχθεί ως ψυχική οντό­τητα. Συνεπώς στον άνθρωπο συναντώνται δύο κύριες αρχές: το τέλος της υλικής ζωής, που χαρακτηρίζεται από μία πολύ έντονη συνείδηση του εγώ και η απαρχή μιας ψυχικής, αμετά­βλητης ζωής στην οποία έχει επιτευχθεί η μέγιστη τελειοποί­ηση της μορφής. Ως εκ τούτου ο άνθρωπος πάνω σε αυτή την κόψη του μαχαιριού που είναι η γήινη ζωή δεν μπορεί να αρ­νηθεί τη συνείδηση ότι ζει – αφού ο ίδιος αποτελεί απόδειξη γι’ αυτό – όμως μπορεί να μην έχει ούτε ιδέα ότι έχει φθάσει στο κατώφλι μιας πνευματικής ζωής, που αρχίζει πλέον με την ανθρώπινη μορφή η οποία και θα παραμείνει στο εξής αμετά­βλητη. Με άλλα λόγια, η ψυχή του ανθρώπου έχει περάσει από πολλές μορφές ζωής ώσπου να φτάσει να αποκτήσει τελικά την ανθρώπινη μορφή. Η μορφή αυτή στο εξής παραμένει αναλλοίωτη ως προς τη γενική διαμόρφωση της. Από την άλ­λη όμως αρχίζει τώρα μία ψυχική μεταβολή με στόχο να πλη­σιάσει όλο και περισσότερο η ψυχή το θείο πνεύμα ώσπου να αποκτήσει μία συνειδητή σχέση μαζί του.

Ο νοών νοείτω! Τι μπορεί να γίνει εάν δεν εξασφαλιστεί αυ­τή η μετάβαση από τον έναν κόσμο στον άλλο; Διότι εδώ στέ­κονται ύλη και πνεύμα σε πλήρη αντίθεση μεταξύ τους, κα­θώς μπορούν μεν να εξελίσσονται διαρκώς σε μία αμοιβαία σχέση αλληλεπίδρασης, ποτέ όμως δεν μπορούν να έρθουν σε πλήρη επαφή, αφού είναι δύο αντίθετοι πόλοι. Άρα χρειάζε­ται οπωσδήποτε να ανοιχτεί ένας δρόμος, να στηθεί μία γέφυ­ρα μέσω της οποίας να μπορεί κανείς να περάσει από την ύλη στο πνεύμα. Ο δρόμος αυτός πρέπει να αποτελεί ένα παρά­δειγμα που ο καθένας να είναι σε θέση να το ακολουθήσει. Εάν δεν βρισκόταν τούτος ο δρόμος, δηλαδή εάν δεν τον βά­διζε ένας άνθρωπος, η έξοδος από την ύλη προς την ελεύθερη πνευματική ζωή θα ήταν αδύνατη.

Αφού λοιπόν η Θεότητα έχει υποχρεώσει τα δημιουργήμα­τα της να περάσουν μέσα από την ύλη, ωθούμενη από την αγά­πη της που έχει σκοπό τη σωτηρία τους, η ίδια αυτή πρέπει επομένως να επιδιώξει να τα τραβήξει κοντά της και να τα οδη­γήσει σε μία σχέση του Πατέρα προς τα παιδιά του, όταν αυ­τά έχουν πλέον φθάσει στο όριο εκείνο από όπου μπορούν να ξεκινήσουν τον πνευματικό δρόμο. Ήταν ο Αδάμ που όφειλε να χτίσει αυτή τη γέφυρα, πράγμα που γι’ αυτόν θα ήταν πο­λύ εύκολο δεδομένου ότι τα θέλγητρα της ύλης ήταν πολύ μι­κρότερα σε σύγκριση με τη σημερινή εποχή. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να νικήσει το εγώ του, να δείξει δηλαδή υπα­κοή κι αυτόματα η γέφυρα θα είχε στηθεί. Τότε θα είχε μπο­ρέσει να αφυπνιστεί και να ανθίσει μέσα του η πνευματική ζωή, γιατί η υπακοή είναι το μόνο κριτήριο επιτυχίας στις εξε­τάσεις της ελεύθερης βούλησης ενός ανθρώπου που κατά τα άλλα είναι τελείως ελεύθερος από οποιαδήποτε αμαρτία. Από την ανυπακοή πηγάζουν μετά αυτόματα όλα τα άλλα παραπτώματα, όπως μπορεί κανείς εύκολα να διαπιστώσει παρατη­ρώντας τα παιδιά. Επειδή έπεσε λοιπόν ο Αδάμ, υποχρεωτικά έγινε πάλι η επιστροφή στην ύλη, πράγμα που σημαίνει εκεί­νον τον πόλο ο οποίος μπορεί να απομακρύνεται διαρκώς από τον Θεό, όπως εξίσου έχει τη δυνατότητα να τον πλησιάζει ανεβαίνοντας προς διαρκώς μεγαλύτερη μακαριότητα.

Ο Θεός δεν δημιουργεί ποτέ ένα έργο για να το καταστρέ­ψει πάλι. Τουναντίον ο δρόμος που έχει χαράξει εξ αρχής ακο­λουθείται και στη συνέχεια, αν και υποβάλλεται τρόπος του λέ­γειν σε ορισμένες διορθώσεις, αφού η θεία Σοφία λαμβάνει υπ’ όψη της εκ των προτέρων τις συνέπειες μίας αποτυχίας του σχεδίου της. Εφ’ όσον δε το ζητούμενο είναι τα πλάσμα­τα που δημιούργησε ο Θεός να είναι ελεύθερα και όχι ετεροκίνητες πνευματικές μηχανές, τότε ο μόνος υπαρκτός δρόμος προς αυτό το στόχο είναι ο δρόμος της αυτόβουλης εξέλιξης του ανθρώπου. Αφότου προέκυψαν όμως τα διάφορα φύλα του ανθρώπινου γένους, η συνέπεια ήταν να διαπράττονται όλο και περισσότερες αμαρτίες, ούτως ώστε συν τω χρόνω γινό­ταν όλο και πιο βαθιά η πτώση η οποία είχε αρχίσει κάποτε από μία “απλή” ανυπακοή. Αυτό μεθερμηνευόμενο σημαίνει ότι εάν δεν είχε απειθήσει ο Αδάμ, τότε ούτε κανένας από τους απογόνους του δεν θα μπορούσε να δείξει απείθεια, για το λό­γο ότι εάν ο πρώτος άνθρωπος είχε καταστρέψει τον κακό σπό­ρο πνίγοντας τον από τη γέννηση του, δεν θα του είχε δώσει τη δυνατότητα να κληρονομηθεί στη συνέχεια στην υπόλοιπη ανθρωπότητα. Αντίθετα έτσι γονιμοποίησε αυτό το φύτρο ού­τως ώστε στους απογόνους του μεγάλωσε κι έγινε ολόκληρο δέντρο που δεν αφήνει πια να διαπεράσει το φως του ήλιου το ακίνητο και πυκνό του φύλλωμα.

Ο Θεός είχε δώσει στον Αδάμ μία εντολή: υπακοή άνευ όρων, μα αυτός την παρέβη και επέσυρε την πτώση του. Ο άν­θρωπος Ιησούς έδωσε στον εαυτό του εθελοντικά από αγάπη για τον Θεό αυτί] την εντολή που απαιτούσε να μην κάνει τί­ποτα χωρίς τη θέληση του Πατέρα κι έτσι έγινε ένα φωτεινό παράδειγμα προς μίμηση. Άρα αυτός επέτυχε τη βαθμίδα που δεν είχε κατακτήσει ο Αδάμ και με τον τρόπο αυτό συμφιλίωσε μέσα του τη Θεότητα, της οποίας η Αγιότητα είχε παραβιαστεί λόγω της παράβασης της εντολής, με τον Εαυτό της. Η Σοφία του Θεού είχε δώσει την εντολήη βούληση, ήτοι η Δύ­ναμη, απαιτούσε την εκπλήρωση της· η Αγάπη βρήκε το δρό­μο εκπληρώνοντας μέσα από τον άνθρωπο Ιησού τις προϋπο­θέσεις εκείνες που ήταν απαραίτητες για να οδηγηθούν όλα τα όντα στην προηγούμενη κατάσταση μακαριότητας. Το γεγο­νός ότι έχει τώρα ανοιχτεί αυτός ο δρόμος που οδηγεί κατευ­θείαν πίσω στον Θεό και το γεγονός ότι ο δρόμος αυτός διανύθηκε από τον Υιό του Ανθρώπου Ιησού, ο οποίος έτσι έγινε Υιός του Θεού, είναι οι δύο συνιστώσες στις οποίες έγκειται η Λύτρωση. Ο θάνατος του Ιησού είναι η επισφράγιση της άνευ όρων υπακοής».

Η μεσολάβηση της Αγάπης

Σαν συμπέρασμα επομένως μπορούμε να πούμε ότι μία πλευ­ρά του λυτρωτικού έργου του Ιησού Χριστού είναι η άνευ όρων υπακοή του Υιού του Ανθρώπου ως αντιστάθμισμα για την ανυπακοή του Αδάμ απέναντι στην εντολή που του είχε δοθεί. Η ανυπακοή αυτή είχε σαν αποτέλεσμα να τρωθεί εκ νέου η Αγιότητα, δηλαδή η Σοφία και η Τάξη του Θεού, γι’ αυτό έπρε­πε να θέσει ορισμένους όρους για την επαναφορά της Τάξης και τη συμφιλίωση εντός της Δημιουργίας. Στην «Οικονομία του Θεού», το έργο του Λόρμπερ που περιγράφει τα πρώτα συνειδητά βήματα της ανθρωπότητας στη γη, αναφέρεται σχετικά:

«Και τώρα στρέψε πάλι τους οφθαλμούς σου πίσω στον Αδάμ και την Εύα, κι ας τους πλησιάσουμε μαζί για να δεις πως τους βρήκα Εγώ, η αιώνια Αγάπη, να είναι γυμνοί, εγκα­ταλειμμένοι, να κλαίνε και να θρηνούν από δίκαιη μεταμέλεια κι από δίκαιη ντροπή. τότε κάλεσα τον Αδάμ να έρθει και έσυ­ρα την Εύα να παρουσιαστεί ενώπιον Μου.

Αλλά ιδού, αυτοί δεν τολμούσαν να αντικρύσουν την όψη του Πατέρα τους· γιατί τους είχε φοβίσει ένας μεγάλος κεραυνός της θανατηφόρας Θείας δίκης που είχε ανέλθει από τα βάθη του μένους της Θεότητας.

Και οι φλόγες της οργής του Άπειρου Θεού στροβιλίζονταν τρομακτικά ισοπεδώνοντας με τη σφοδρότητα τους το πάντα και περνώντας από όλους τους απέραντους χώρους επέπεσαν πά­νω στη γη όπου η μεγάλη Αγάπη βρισκόταν στο πλευρό των μετανοημένων παιδιών της – που τα είχε πλάσει από την ευ­σπλαχνία και το έλεος Της – καθώς αυτά θρηνούσαν για την πτώση τους.

Και ιδού, τότε έγινε σκληρή πάλη ανάμεσα στην Αιώνια Αγά­πη αφενός που ευσπλαχνίστηκε πάλι τους πρωτόπλαστους χά­ρη στη μεταμέλεια και το θρήνο τους και την εξοργισμένη Θε­ότητα αφετέρου που ήθελε να καταστρέψει τα πάντα για να εξευμενίσει την απαραβίαστη και αδιάλλακτη Αγιότητα της.

Γιατί δες, οι φλόγες του θυμού της εξοργισμένης Θεότητας εφόρμησαν πάνω στη γη γοργότερα κι από αστραπές, προσπέ­λασαν μέχρι και σε αυτό το κέντρο της και την πυρπόλυσαν ως τα πέρατα και τις εσχατιές της, και οι ολέθριες πύρινες γλώσσες υψώθηκαν μέχρι το φεγγάρι, μέχρι τον ήλιο, κυρίευ­σαν και όλα πχ. άστρα!Και ιδού, ολόκληρη η αμέτρητη απε­ραντοσύνη ήταν μία πύρινη θάλασσα όπου φοβερές βροντές κατρακυλούσαν σε όλους τους απέραντους χώρους του αχανούς κι η γη ωρυόταν, η θάλασσα κόχλαζε, η σελήνη οδυρόταν, ο ήλιος ολομυρόταν και σύμπαντες οι αστέρες ολόλυζαν πιο δυνατά από όλες μαζί τις βροντές γιατί τους συνέθλιβε φόβος δεινός, αγω­νία και άλγος μπροστά στην αιώνια καταστροφή και οι γοερές οιμωγές τους αντηχούσαν σαν τρομακτική βοή μέσα από τα ατέρμονα βάθη του θυμού της Θεότητας και οι κραυγές τους έλεγαν: “Μέγα, ύψιστε Θεέ, κατάπαυσε τη μεγάλη Σου μήνι…. και καταλάγιασε τις ολέθριες φλόγες του υπερδίκαιου Θυμού Σου και δείξε επιείκεια στους αθώους μέσα στην Αγιότητα Σου. γιατί το πύρινο μένος της οργής Σου θα κατακαύσει τους δίκαιους και θα αφανίσει την Αιώνια Αγάπη εντός Σου και θα Σε κάνει αιχμάλωτο της υπέρμετρης δύναμης και ισχύος της Αγιότητας Σου!”

Βλέπε και άκου με μάτια ανοιχτά κι αυτιά ανοιχτά τι μίλησε και είπε τότε η οργισμένη Θεότητα. αλλά τη γλώσσα δεν την κατάλαβε άλλος κανείς από την αιώνια Αγάπη η οποία όσο κρατούσε η έκρηξη του οργισμένου θυμού της Θεότητας προ­στάτευε πάνω στην ολοφυρόμενη γη το μεταμελημένο αντρό­γυνο των νεοπλάστων και με τη μεγάλη δύναμη και ισχύ της ευσπλαχνίας Της εμπόδιζε τη μανιασμένη φλόγα του θυμού να κυριεύσουν τον τόπο της μεταμέλειας του Αδάμ και τον τό­πο του θρήνου της Εύας.

Και άκου τώρα και κατανόησε τα καλά τα τρομακτικά λό­για του θυμού από τα βάθη της οργής της Θεότητας που έλε­γαν:

Τι Με ωφελεί που θρηνεί και μαίνεται η γη, τι Με ωφελεί ο οδυρμός των φεγγαριών, ο ολοφυρμός των ήλιων, και προς τι οι ολολυγμοί των αστέρων;! Γιατί είμαι μόνη, εγκαταλειμ­μένη από την Αγάπη Μου που Μου απίστησε δύο φορές κι απομακρύνθηκε από Μένα για να κατέβει στη γη, στο βδέλυγμα της κακίας. Τι να κάμω δίχως Αυτή; Γι’ αυτό θα καταστρέ­ψω όλα τα έργα της από τα θεμέλια και θα αφανίσω τα πάντα, για να μην υπάρχει πια τίποτα που θα μπορούσε να αποσπά­σει την Αγάπη Μου και να την απομακρύνει από Μένα σε όλους τους αιώνες των αιώνων!

Κι Εγώ θα παραμείνω Θεός, ο Μόνος, για όλους τους αιώ­νες των αιώνων όπως ήμουν πριν από αιωνιότητες, ενώ εσύ, σαθρό οικοδόμημα της δημιουργίας που σε έκανε η Αγάπη Μου από την αδυναμία της, κατάρρευσε και γίνε ασήμαντα συντρίμμια, ένα τίποτα, ώστε να βρω πάλι την Αγάπη Μου και να την κάνω πάλι κραταιή με τη δύναμη και την ισχύ της αιώ­νιας Αγιότητας Μου. Αμήν!”

Και ιδού, τότε λύθηκαν οι δεσμοί που κρατούσαν τις δη­μιουργίες σε όλους τους χώρους της απεραντοσύνης του Θεού και τα συντρίμμια γκρεμίστηκαν μέσα από τους χώρους του αχανούς με ορυμαγδούς, βροντές, ολολυγμούς, πανδαιμόνιο, βοές και αντάρα ως τα βάθη της αβύσσου του αφανισμού τους και τα βάθη της αβύσσου ήταν η ίδια η γη, που συντριμμένη κι αυτή εκείτετο στην αγκαλιά της σπλαχνικής Αγάπης.

Και οι νεόπλαστοι έτρεμαν από φόβο και δέος μπροστά στο τρομακτικό θέαμα αυτής της φρικτής καταστροφικής σκηνής που το μέγεθος της κανένα δημιουργημένο πνεύμα δεν πρό­κειται ποτέ να το συλλάβει σε όλη του την πληρότητα· γιατί ήταν ατελεύτητη.

Και τώρα δες και άκου στη συνέχεια τι είπε και τι έπραξε τό­τε η σπλαχνική Αγάπη! Αφουγκράσου τα λόγια που είπε η Αγά­πη από την ισχύ της και θώρησε τις μεγαλειώδεις πράξεις που έκανε η Ευσπλαχνία από τη δύναμη της, και άκουσε και κα­τάλαβε καλά τα λόγια που έλεγαν: “Μέγα, Παντοκράτορα Θεέ όλης της Ισχύος, όλης της Δύναμης και όλης της Αγιότητας πάρε πίσω τη μήνι Σου και κατάσβησε το πυρ του φθοροποιού θυμού Σου, και άκουσε με τη γαλήνη της Αγιότητας Σου τα λόγια της αιώνιας Αγάπης Σου, η οποία είναι η μοναδική Ζωή εντός Σου, αιώνια όπως Εσύ και κραταιή και ισχυρή όπως εί­σαι Εσύ χάρη σε Αυτήν και Αυτή χάρη σε Σένα και μη ζητάς να καταστρέψεις τη Ζωή εντός Της και Εσένα καταστρέφο­ντας Εκείνη, παρά άφησε να υπερισχύσει το έλεος αντί για τη δικαιοσύνη. γι’ αυτό άφησε την Αγάπη να Σου δώσει την ικα­νοποίηση που ζητάς, και απαίτησε εξιλασμό για τη βεβηλω­μένη και προσβεβλημένη Αγιότητα Σου, και για την Αγάπη Σου καμία θυσία δεν θα είναι αδύνατη, όσο μεγάλη κι αν εί­ναι η θυσία που θα μπορούσες να απαιτήσεις για την αιώνια εξιλέωση της Αγιότητας Σου!”

Και τώρα δες και άκου και κατανόησε το καλά τι έγινε στη συνέχεια και τι αποκρίθηκε η Θεότητα! Η φωτιά κόπασε και από όλους τους απέραντους χώρους έπνεε μία ηπιότερη πνοή, ανάκατη με τις βροντές που κυλούσαν ακόμη σε θεόρατα κύματα μέσα από τα αιωρούμενα συντρίμμια των διαλυμμένων κόσμων που κα­θώς φλέγονταν ακόμη από το ένα αχανές ως το άλλο τραντάζο­νταν από σπασμούς σαν θεόρατοι κεραυνοί. Η δε Αγάπη κατά­λαβε τη βροντή του Θεού που μίλησε εκκωφαντικά και είπε:

Θα ρίξω την ενοχή όλη επάνω Σου, όπως ρίχνω τα συντρίμ­μια των κόσμων επάνω στη γη και θα έχεις Εσύ το χρέος να ξεπλύνεις την προσβολή της Αγιότητας Μου που είναι ο αιώ­νιος δεσμός ανάμεσα σε Σένα και σε Μένα!

Και ορίστε, ρίχνω ανάθεμα πάνω στη γη ώστε καμία κηλίδα να μην σπιλώνει την Αγιότητα Μου και να γίνω ένας Θεός ανίερος σαν Εσένα. και τούτο το ανάθεμα ας είναι ευθύνη δι­κή Σου την οποία οφείλεις να πάρεις επάνω Σου και να την εξιλεώσεις για χάρη της Αγιότητας Μου και να ξεπλύνεις τη γη με το αίμα Σου από το ανάθεμα για το αίσχος της αμαρτί­ας του Αδάμ!” Και δες, άκου και κατάλαβε το καλά τι αποκρί­θηκε η Αγάπη που είπε: “Μέγα, υπεράγιε Θεέ, που έχεις όλη την Ισχύ και τη Δύναμη! Ας γίνει όπως ορίζεις Εσύ!”

Και ιδού τότε έσβησε δια μιας όλο το πυρ πάνω στη γη και σε όλους τους χώρους της δημιουργίας! Τα δε συντρίμμια από τους κατεστραμμένους ήλιους, πλανήτες και φεγγάρια τα συ­νέδεσε ξανά με τη δύναμη και την ισχύ της η Αγάπη που είχε εισακουστεί από τη Θεότητα και τακτοποιήθηκαν εκ νέου κα­τά την τάξη που είχαν στην αρχή της γένεσης τους· αλλά δια­τήρησαν σαν σημάδια αιώνια τα ανεξίτηλα ίχνη της αλλοτι­νής ολικής καταστροφής τους, αντίστοιχα με τα σημάδια από τις πληγές της αιώνιας Αγάπης, που αργότερα τη μεγαλύτερη εποχή όλων των εποχών, έχυσε το αίμα για όλους πάνω στο σταυρό.

Και έμειναν εδώ κι εκεί συντρίμματα από τους άλλους κό­σμους να κείτονται στην επιφάνεια, στα βάθη και στις θάλασ­σες της γης σαν σημάδια της Δύναμης και της Ισχύος του Θεού και συνάμα σαν μάρτυρες που μιλούν για τις μεγαλειώδεις πράξεις της σπλαχνικής Αγάπης.

Και βλέπε και άκουε στη συνέχεια και κατάλαβε το καλά αυ­τό που έγινε ύστερα: καθώς λοιπόν η αιώνια Αγάπη αποδέχτη­κε τις απαιτήσεις της Αγιότητας του Θεού και με αυτό της έδω­σε ικανοποίηση ήδη εκ των προτέρων, άφησε τότε η Θεότητα να ακουστεί η άγια Βούληση της σαν απαλότερο θρόισμα και αιθέριο ρεύμα αέρα και πρόφερε με ήπιο τόνο λόγια που πά­λι μόνο στην Αγάπη ήταν κατανοητά: “Ορίστε, η μεγάλη Σου Ευσπλαχνία αναδύθηκε μέσα Μου και παρουσιάστηκε μπροστά στους οφθαλμούς Μου που βλέπουν τα πάντα και μέσα στη γαλήνη της Αγιότητας Μου αναγνώρισα τη μεγάλη Σου εντιμότητα και την αιώνια πίστη και μέτρησα τα δάκρυα της μετάνοιας του Αδάμ και τα δάκρυα του θρήνου της Εύας και χάρη στο μεγάλο Σου έλεος τους συμπόνεσα πέρα για πέρα.

Γι’ αυτό λοιπόν θα ανακαλέσω τις τιμωρίες που έστειλα γι’ αυτό τον καιρό και σύμφωνα με την επιθυμία Σου θα παρέχω πλούσια έλεος αντί για δικαιοσύνη και τις ζημίες που προκλή­θηκαν από τη θεία δίκη Μου θα τις επανορθώσω. Κι έξω από Μένα κανένας δεν μπορεί να επανορθώσει οτιδήποτε γιατί κα­λός δεν είναι κανένας εκτός από Μένα, τον άγιο Πατέρα· για­τί αυτό ας είναι εφεξής το όνομα Μου αιώνια. Κι Εσύ, που εί­σαι η Αγάπη Μου, είσαι ο Υιός Mου η δε Αγιότητα που είναι η Δύναμη που ενεργεί πανταχού ως ισχυρός δεσμός ανάμεσα σε Μας και σε όλα όσα δημιουργήθηκαν από Μας θα είναι το Άγιο Πνεύμα, το οποίο θα πληροί όλους τους χώρους των χώ­ρων κι όλα τα άπειρα των απείρων σε όλους τους αιώνες των αιώνων, αμήν. Και αυτό το λέει τώρα ο καλός, άγιος Πατέρας. Αμήν.

Τώρα λοιπόν Εσύ αγαπημένε Μου Υιέ πες στο μετανοημένο και θλιμμένο αντρόγυνο – και χάραξε τα λόγια βαθιά μέσα στην καρδιά τους – ότι οφείλουν να τηρούν απαραβίαστα μέχρι το τέλος της ζωής τους τις εντολές της Αγάπης και της Ευσπλα­χνίας και Εγώ θα τους στείλω έναν Μεσολαβητή που θα με­σολαβήσει μεταξύ Εμένα και εκείνων το χρόνο που έχω ορί­σει Εγώ για να εξιλεώσει τη μεγάλη ενοχή και για να ελαφρύ­νει το αβάσταχτο βάρος της ανυπακοής τους.

Έως τότε όμως οφείλουν να υπομένουν με κάθε εγκαρτέρηση και πραότητα. τον δε άρτο, που για το διάστημα αυτό θα τους τον παρέχω μόνο λιγοστό, οφείλουν να τον απολαμβά­νουν με ευγνωμοσύνη με τον ιδρώτα του προσώπου τους και να μη χορτάσουν ώσπου να έρθει ο καιρός του Μεσολαβητή τον οποίο θα αφυπνίσω από ανάμεσα τους και θα είναι τέλειος και καλός, όπως είμαστε εμείς τέλειοι και καλοί και άγιοι αιώ­νια”.

Και πες τους ακόμη ότι έχω αναστείλει την τιμωρία μόνο για κείνους που θα τηρούν επακριβώς τις αυστηρές εντολές Μου. αλλά τους παραβάτες τους περιμένει σε όλη την αιωνιότητα η αδιάλλακτη εκτέλεση της τιμωρίας με όλη την αυστηρότητα που επιβάλλει η αιώνια άγια Αλήθεια ακόμη και για την παραμικρή παράβαση του Νόμου!

Αυτά τα λέει ο άγιος και μοναδικός καλός Πατέρας μέσω του Υιού Του που είναι η αιώνια Αγάπη εντός Του, και μέσω του Αγίου Πνεύματος, της Χάρης που ενεργεί κι από τους δυο Μας, για τη μελλοντική συγχώρεση της αμαρτίας, η οποία τώ­ρα θα κάνει επαχθή τη σωματική τους ζωή και μετά θα τους δίνει κάθε φορά για λίγο χρόνο το θάνατο· αλλά ύστερα από την εποχή του Μεσολαβητή που τους υποσχέθηκα θα μπορούν να αποκτούν την αθάνατη πνευματική Ζωή όταν θα αφήνουν το θνητό τους σώμα.

Αυτό το λέει ο μόνος άγιος και μόνος καλός Πατέρας. Αμήν, αμήν, αμήν».

Στο πρόσωπο του Υιού του Ανθρώπου έγινε πάλι δυνατή η συμφιλίωση μεταξύ Θεού και έκπτωτης δημιουργίας.

Η ζωή του Ιησού είναι η γέφυρα από την ύλη προς το πνεύμα. Συνάμα ο Ιησούς είναι η γέφυρα της συμφιλίωσης μεταξύ της Αιώνιας Αγάπης αφενός – η οποία ως υπεύθυνη για τη δη­μιουργία είναι αυτή που εκπόνησε το σχέδιο για τη λύτρωση – και της Αγιότητας του Θεού αφετέρου, δηλαδή της Δικαιοσύ­νης, η οποία απαιτεί εξιλέωση για την παράβαση του νόμου που έχει θέσει.

Ο Ιησούς ως Υιός του Ανθρώπου, αντιπροσωπεύει την έκπτωτη δημιουργία, ο οποίος Υιός από αγάπη προς τους αδελφούς του, δηλαδή τα άλλα δημιουργημένα όντα, και από αγάπη προς τον Θεό πραγματοποιεί το έργο της συμφιλίωσης. Υπό αυτό το πρίσμα το σώμα του Ιησού εκπροσωπεί τις ψυ­χές των ανθρώπων, αφού πάσχει για λογαριασμό τους.

Έτσι η αιώνια Αγάπη και η έκπτωτη δημιουργία συμφιλιώνε­ται με την Αγιότητα τον Θεού χάρη στο λυτρωτικό έργο και την άνευ όρων υπακοή του Υιού του Ανθρώπου και όλες αυτές οι πλευρές συγχωνεύονται εντός του Ιησού, ο οποίος μετά την ανάληψη του γίνεται ο ορατός για όλα τα πλάσματα Θεός.

Το πώς η κάθε πλευρά, ήτοι ο Υιός του Ανθρώπου, η αιώνια Αγάπη και η Αγιότητα του Θεού, συνετέλεσε με τον τρόπο της για να επιτευχθεί αυτή η συμφιλίωση θα αναλυθεί πιο εκτεταμένα στις επόμενες σελίδες. Πρώτα ακολουθεί ένα απόσπα­σμα από τα «Δώρα του Ουρανού»:

«Όσον αφορά τα πάθη Μου, σωματικά υπέφερα όπως κάθε άλλος άνθρωπος και μάλιστα με τη σειρά που αναφέρεται στα Ευαγγέλια. Επειδή, όμως, το ανθρώπινο εγώ που υπέφερε έκλεινε μέσα του ένα άλλο, Θείο Εγώ, τα πάθη αυτά ήταν δι­πλά, δηλαδή εξωτερικά – σωματικά, και εσωτερικά – Θεία.

Τι ήταν τα εξωτερικά πάθη, το ξέρετε. Όμως, σε τι συνίσταντο τα Θεία Πάθη, αυτό είναι άλλο ζήτημα. Για να μπορέσε­τε να το συλλάβετε, φανταστείτε τι σημαίνει το ότι ο άπειρος Θεός κατά τη διάρκεια των παθών, αποσύρθηκε από την άπει­ρη κι αιώνια ελευθερία Του και κατοίκησε μέσα στην καρδιά του πάσχοντος “Υιού”!

Ξέρετε ότι το εξωτερικό Μου έφθασε μέσα από τα πικρά πά­θη έως το σημείο του θανάτου. Μα η Θεότητα που έδρευε στην καρδιά έπρεπε να νικήσει από το εσώτατο σημείο το θάνατο και την κόλαση. Σκεφτείτε τώρα τον πάσχοντα Θεάνθρωπο να βρισκόταν ανάμεσα σε δύο πυρά: από έξω, ο θάνατος και η κόλαση Με πίεζαν με όλη τους τη δύναμη, μέχρι που η φυσι­κή Μου ζωή ωθήθηκε έως το εσώτατο σημείο της καρδιάς Μου. Από μέσα, όμως, η Θεότητα δρούσε με όλη την άπειρη ισχύ και δύναμη της ενάντια στην πίεση αυτή και άφησε μο­νάχα την αγάπη να την συγκεντρώσει σε ένα μόνο σημείο.

Τώρα σκεφτείτε και πάλι: η ίδια ισχύς και δύναμη που θα μπορούσε να καταστρέψει στη στιγμή με μια πνοή της όλα όσα υπάρχουν μέσα στο άπειρο, αυτή η ισχύς και δύναμη που δεν μπορούν να συλλάβουν όλες οι αιωνιότητες και όλα τα άπει­ρα, αυτή που έκανε να γίνει από τον εαυτό της η άπειρη Δη­μιουργία· αυτή η δύναμη και η ισχύς στην πληρέστερη ολότη­τα της αφέθηκε να περιοριστεί από την απειρότητά της σε ένα σημείο. Και αυτός ο περιορισμός ήταν η μεγαλύτερη εκούσια ταπείνωση της Θεότητας μέσα σε Μένα!

Αν μπορείτε να το καταλάβετε αυτό έστω και λίγο μέσα στη καρδιά σας, δηλαδή τι παθιασμένο αγώνα έπρεπε να διεξαγά­γω ως Αιώνια Αγάπη, τότε θα μπορείτε επίσης να σχηματίσε­τε μια μικρή εικόνα για το τι σημαίνουν τα πάθη Μου.

Τα πάθη αυτά διήρκεσαν μέχρι τη στιγμή που αναφώνησα πάνω στο σταυρό: “Τετέλεσται! Πατέρα, στα χέρια Σου παρα­δίδω το πνεύμα μου!” ή, με άλλα λόγια: “Κοίτα, Πατέρα! Η Αγάπη Σου επιστρέφει σε Σένα!” Κι αμέσως, η άπειρη ισχύς του Θεού κατέλυσε όλα τα δεσμά του θανάτου και της κόλα­σης. Η αιώνια ισχύς όρμησε προς τα έξω με άπειρα πολλαπλα­σιασμένη δύναμη. Ολόκληρη η γη σείστηκε από το άγγιγμα της Θείας παντοδυναμίας, κι άνοιξε εκούσια τα μνήματα, στέλ­νοντας αυτούς που ήταν φυλακισμένοι εκεί πίσω στη ζωή.

Και αυτή η παντοδυναμία συνέχισε να ορμά προς τα έξω, πέρα από όλη την ορατή Δημιουργία. Εκείνη τη στιγμή, γέμι­σε ξανά το άπειρο. Κι όλοι οι ήλιοι σε όλους τους απέραντους χώρους απέσυραν το φως τους, συγκεντρώνοντας το μέσα στον εαυτό τους, από το μεγάλο τους δέος μπροστά στη Θεία πα­ντοδυναμία που τους άγγιζε εκ νέου. Όμως, το ότι η Θεότητα κατ’ αυτήν της τη νέα έξοδο δεν κατέστρεψε και δεν εκμηδέ­νισε εκείνη τη στιγμή τα πάντα, οφείλεται αποκλειστικά στην Αγάπη, που είχε τότε και πάλι ενωθεί πλήρως μαζί της.

Αυτά σημαίνουν, λοιπόν, τα πάθη Μου στο μέτρο που μπορείτε να τα καταλάβετε. Όμως, υπάρχουν άπειρα πράγματα κρυμμένα ακόμη εκεί και μάλιστα διαρκώς πιο μεγάλα και πιο απέραντα, που θα έχετε αρκετές αιωνιότητες στη διάθεση σας για να τα διερευνήσετε. Γιατί όσα σας είπα τώρα, είναι, ως προς το σύνολο, όπως το σημείο σε σχέση με το άπειρο».

* * *

 

Η «Ελεύθερη βούληση του Ιησού» είναι ο τίτλος μίας υ­παγόρευσης που κατέγραψε η Μπέρτα Ντούντε στις 15.9.1961 σχετικά με τις συνειδητές επιλογές του Ιησού ως ανθρώπου.

«Και τα πάθη και ο θάνατος στο σταυρό ήταν μέχρι τέλους ένα ζήτημα καθαρά ελεύθερης απόφασης της βούλησης Μου. Διότι κάλλιστα θα μπορούσα να τα είχα αποφύγει και να είχα χρησιμοποιήσει τη θεία Δύναμη που κρυβόταν μέσα Μου για να αποκρούσω όλους τους εχθρούς Μου οι οποίοι επιδίωκαν να υλοποιήσουν πάνω Μου τις γεμάτες μίσος σκέψεις τους. Το έργο που πραγματοποίησα έγινε με την εντελώς ελεύθερη βούληση Μουήμουν πρόθυμος να υποφέρω και να πεθάνω για τους συνανθρώπους Μου, επειδή ως “άνθρωπος Ιησούς” γνώριζα την απελπιστική κατάσταση δυστυχίας στην οποία βρισκόταν όλη η ανθρωπότητα εξαιτίας της αλλοτινής πτώσης της. Κι επειδή η αγάπη Μου ήθελε να βοηθήσει όλους τους έκπτωτους αδελφούς Μου, γι’ αυτό πρόσφερα τον Εαυτό Μου στον Πατέρα ως εξιλαστήριο θύμα.

Δεν υποχρεώθηκα με κανένα τρόπο να το κάνω, ούτε ο Πατέ­ρας μέσα Μου καθόριζε τη βούληση Μου, έκανα ό,τι έκανα τελείως ελεύθερα. Και κάθε βήμα Μου ήταν τρομακτικά δύ­σκολο γιατί έβλεπα εκ των προτέρων όλα όσα θα συνέβαιναν ώσπου να ολοκληρωθεί το έργο που είχα να κάνω.

Πάλευα και προσευχόμουν στον Πατέρα με μεγάλη αγωνία να απομακρύνει το ποτήρι από μπροστά Μου, αλλά Μου έδινε δύναμη και έτσι Του παραδόθηκα εξ ολοκλήρου. Η αγάπη που είχα μέσα Μου ήταν πανίσχυρη, ως εκ τούτου ήταν η ίδια η Αιώνια Αγάπη που κατοικούσε στο εσωτερικό Μου. Εκείνη άφησα να Με κατευθύνει στο έργο Μου, πράγμα όμως που θα ήταν αδύνατο εάν η βούληση Μου ως ανθρώπου είχε αντι­δράσει.

Αυτό που Με παρακινούσε ήταν η αγάπη προς τη δύσμοιρη ανθρωπότητα την οποία ήθελα να βοηθήσω. η αγάπη αυτή Μού επέτρεψε να αντέξω τόσα μαρτύρια που για σας τους αν­θρώπους είναι ασύλληπτα. Όμως και το μέγεθος της ενοχής που σας βάραινε εξαιτίας της πτώσης σας από τον Θεό ήταν επίσης ασύλληπτο. Για να εξαλείψω λοιπόν αυτή την ενοχή έπρεπε να υποφέρω υπέρογκα ως άνθρωπος και να υποστώ τα βασανιστήρια του σταυρικού θανάτου.

Αλλά η αγάπη είναι δύναμη, γι’ αυτό και άντεξα ως το τέ­λος, διαφορετικά τα πάθη που πέρασα θα ήταν εξ αρχής αρ­κετά για να θανατώσουν πριν την ώρα του το σώμα Μου, εάν δεν ήταν η δύναμη της αγάπης που το έκανε ικανό να υποφέ­ρει τη δοκιμασία του θανάτου στο σταυρό. Η αγάπη το έκανε να υπομένει μέχρι να τελειωθεί το έργο, δηλαδή μέχρι που εξασφαλίστηκε η λύτρωση από την αμαρτία και το θάνατο για όλους τους ανθρώπους που αποδέχονται τη θυσία Μου για τον εαυτό τους και θέλουν να βρουν λύτρωση.

Γιατί πάλι εξαρτάται από την ελεύθερη βούληση του ίδιου του ανθρώπου το πώς τοποθετείται απέναντι σε Μένα και στο λυτρωτικό έργο Μου· αφού κάθε ον είχε απομακρυνθεί από Μένα οικειοθελώς άρα πρέπει οικειοθελώς να στραφεί πάλι προς Εμένα. Κι αυτό συμβαίνει όταν ως άνθρωπος αναγνωρί­σει τον Ιησού Χριστό και το έργο της λύτρωσης, δηλαδή ανα­γνωρίσει Εμένα τον Θεό του μέσα στον Ιησού. Πρέπει με άλ­λα λόγια να Μου παραδώσει εθελοντικά τον εαυτό του και την ενοχή του, να θέλει να ζητήσει τη συγγνώμη Μου για να επι­στρέψει κοντά Μου από όπου έφυγε κάποτε με τη θέληση του. Τότε αξιοποιεί συνειδητά τις χάρες που εξασφάλισε το λυτρω­τικό έργο Μου, η εξασθενημένη θέληση του δέχεται ενίσχυση με αποτέλεσμα να είναι εξασφαλισμένη η επιστροφή του στον πατρικό του χώρο.

Τα υπέρογκα μαρτύρια τα οποία δέχτηκα να υποστώ ως άνθρωπος και πάλι ήταν πάρα πολύ λίγα σε σύγκριση με το υπέρογκο βάρος της ενοχής των έκπτωτων πνευμάτων. Επει­δή όμως ο άνθρωπος Ιησούς ήταν γεμάτος αγάπη και ήθελε εκούσια να προσφέρει τη βαρύτατη θυσία με το να αφήσει τη Ζωή του στο σταυρό, δέχτηκα κι Εγώ να αρκεστώ σε αυτή τη θυσία. Έτσι διέγραψα όλη την ενοχή για χάρη της μεγάλης αγάπης του Ιησού που η επιθυμία του ήταν να οδηγήσει πάλι σε Μένα τους στασιαστές αδελφούς του. Αρκέστηκα λοιπόν σε αυτή τη θυσία αφού έτσι δόθηκε επίσης ικανοποίηση στη δικαιοσύνη Μου, καθώς αυτή Μού απαγόρευε να διαγράψω μία ενοχή για την οποία δεν θα είχε υπάρξει εξιλασμός. Αλλά έπρεπε γι’ αυτό το λόγο το όλο έργο να γίνει με πλήρη ελευ­θερία βούλησης. Δεν Μου επιτρεπόταν να ωθήσω δια της βίας κανένα ον να προσφέρει αυτό τον εξιλασμό.

Και επειδή η πτώση συνιστούσε μία μεγάλη αμαρτία σαν αδίκημα απέναντι στην Αγάπη Μου, ως εκ τούτου ο εξιλασμός έπρεπε να είναι πάλι μία πράξη Αγάπης, γιατί μόνο η Αγάπη μπορούσε να εξαλείψει μία τέτοια υπέρογκη ενοχή. Η Αγάπη δε αυτή υπήρχε μέσα στον άνθρωπο Ιησού επειδή της παρα­χωρούσε τόσο πολύ χώρο στην ύπαρξη του ώστε τον κατέκλυ­σε τελείως και αυτή τον κατέστησε ικανό να πραγματοποιή­σει το έργο του.

Η Αγάπη εξάλειψε την ενοχή, γιατί η Αγάπη είχε κυριαρχή­σει στην ύπαρξη ενός ανθρώπου στον απόλυτο βαθμό. Η Αγά­πη είμαι Εγώ ο Ίδιος, επομένως ήμουν Εγώ ο Ίδιος μέσα στον άνθρωπο Ιησού, Εγώ αυτοπροσώπως υπέφερα και πέθανα για χάρη της ανθρωπότητας. Επειδή όμως ως Θεός δεν μπορούσα να πονέσω, ο “άνθρωπος Ιησούς” δέχτηκε να υποστεί όλο τον πόνο.

Τα πάντα όμως τα έκανε εθελοντικά, γιατί η αγάπη δεν ασκεί βία, αντίθετα είναι πρόθυμη να προβεί στις μεγαλύτερες θυ­σίες. Συνάμα είναι αυτή που καταφέρνει τα πάντα, επειδή εί­ναι μία πανίσχυρη δύναμη που αντέχει ακόμη και τον πιο με­γάλο πόνο.

Εγώ ο Ίδιος ως η Αιώνια Αγάπη κατέκλυζα τον άνθρωπο Ιησού και άρα Εγώ ο Ίδιος δρούσα μέσα του και έφερα στους ανθρώπους τη λύτρωση από την αμαρτία και το θάνατο.

Αμήν»

* * *

Μία αποκάλυψη στον Ιάκωβο Λόρμπερ στις 6.12.1840 με τίτλο «Ο πολύ αδύναμος» που περιλαμβάνεται στην ελληνική έκδοση των «Δώρων του Ουρανού» αναφέρεται στην απόρ­ρητη σχέση μεταξύ της Αγάπης και της Θεότητας μέσα στον Ιησού καθώς όδευε προς τη σταύρωση:

«Το ότι ο κόσμος είχε απαρχής μέσα του όλα τα κακά το ξέ­ρετε ήδη. όπως ξέρετε επίσης ποιος έφταιγε γι’ αυτό και πώς έφτασε σε αυτή την κατάσταση. Αλλά το πώς ο Θεός ανεχό­ταν τον κόσμο μέσα σε μια τέτοια κακία αυτό είναι άλλο ερώτημα. Βλέπετε ο κόσμος λόγω της κακίας του ήταν τόσο γε­μάτος από θάνατο που για την Αγιότητα του Θεού ήταν τελεί­ως καταδικασμένος και χωρίς ελευθερία. Γι’ αυτό ήταν μόνο η σπλαχνική Αγάπη του Θεού που τον κρατούσε στη ζωή και του επέτρεπε τουλάχιστον να υπάρχει έστω και με τη μορφή που είχε.

Εφόσον ρωτάτε, “ένα πράγμα που είναι ανελεύθερο, είναι νεκρό ή ζωντανό;” δεν μπορώ να σας βοηθήσω παρά με μια άλλη ερώτηση: “ένα αυτόματο πράγμα είναι νεκρό ή ζωντανό;” Λέτε πως ένα αυτόματο είναι νεκρό, οι δε κινήσεις του δεν είναι πα­ρά τεχνητή δραστηριότητα που του έδωσε ο μηχανικός του. Το ίδιο λοιπόν ίσχυε και πριν από τη λύτρωση για τον κακό κόσμο. Ήταν δηλαδή απλά ένα αυτόματο που το κατηύθυνε η σπλαχνική αγάπη Μου, στο οποίο η τέχνη τόσο του εφευρέ­τη, όσο και του τεχνίτη, είχε δώσει τα πάντα, ώστε δεν του έλειπε τίποτα παρά μόνο η ανεξάρτητη ζωή για να είναι ένας άνθρωπος τέλειος σε όλα του. Δεν θα ευχόσασταν τότε γι’ αυ­τό το αυτόματο με όλη σας την καρδιά να μην είχε μονάχα μια τέτοια τεχνητή, αλλά μια αληθινή, ανεξάρτητη ζωή; Κι αν εί­χατε κι εσείς την ικανότητα, όπως Εγώ, δεν θα πηγαίνατε πνευ­ματικά με τη ζωή σας μέσα στο αυτόματο και δεν θα σηκώνα­τε αναγκαστικά όλες τις ελλείψεις και τις εσωτερικές αδυνα­μίες του ώστε να τις πάρετε κατά κάποιον τρόπο επάνω σας;

Αφού, λοιπόν, Εγώ μονάχα είμαι η Ζωή, την οποία Ζωή έχω μέσα Μου και αποκλειστικά από Μένα, τι έπρεπε επομένως να κάνω ώστε να δώσω μια αληθινή ελεύθερη ζωή και όχι μια απλή μηχανική στον κόσμο που είναι καταδικασμένος να κα­τευθύνεται διαρκώς ετεροκίνητος;

Έπρεπε λοιπόν η Αγάπη να χωριστεί από τον Θεό ή την προ­αιώνια άγια Δύναμη*, από την οποία γεννιέται αιώνια όπως και η Δύναμη του Θεού γεννιέται αιώνια από την Αγάπη. Δηλα­δή, αυτή η αιώνια Ζωή που πηγάζει από τον εαυτό της ή από την προαιώνια Δύναμη του Θεού, έπρεπε να αποκοπεί από τον Θεό και να καταδυθεί στο νεκρό κόσμο, προκειμένου να ελκύ­σει το θνητό του μέρος ώστε έτσι αυτό το θνητό να χάσει τη θνητότητα του και να ξαναγίνει ελεύθερο και ζωντανό μέσα στη Ζωή από τον Θεό και χάρη σ’ αυτήν τη Ζωή, η οποία εί­ναι η Ζωή όλης της Ζωής, αφού ο Θεός ο ίδιος είναι μέσα σε αυτή τη Ζωή και η Ζωή είναι μέσα στον Θεό. Έτσι λοιπόν η Ζωή προήλθε από τον Θεό και φόρεσε τη θνητότητα της σάρ­κας ώστε να μπορέσει με αυτόν τον τρόπο όλη η σάρκα να γί­νει μέσα της ελεύθερη και ζωντανή, χάρη στη Ζωή από τον Θεό, όπως ο ίδιος ο Θεός είναι ζωντανός από προαιώνια, χά­ρη στην ίδια Ζωή της Αγάπης που φέρει μέσα Του.

Βλέπετε, αυτό είναι λοιπόν το μεγάλο μυστήριο, γιατί η Αγά­πη του Θεού μέσα στον άνθρωπο Ιησού υποβίβασε τον εαυτό της σε μια υπεύθυνη για κάθε λογής εγκλήματα και σε μια αμαρτωλή, ώστε έτσι όχι μόνο Μια Σάρκα αλλά η κάθε σάρ­κα να πληρωθεί με τη Ζωή του Θεού. Και αυτή η Αγάπη που είχε φορτωθεί την ενοχή όλων, έπρεπε, σε αντίθεση με την Αγιότητα του Θεού, να ταπεινωθεί ως το πιο ακρότατο σημείο για χάρη της γενικής ενοχής ή του αξιόποινου των πράξεων που είχε πάρει επάνω της. Και έπρεπε να ανεχθεί κάθε δυνα­τή κατηγορία, προκειμένου έτσι να μπορέσει να επανασυνδε­θεί με τον Θεό, όπως και να επαναφέρει ζωντανά στον Πατέ­ρα, στην Αγιότητα του Θεού, όλα όσα κάποτε προήλθαν μεν ζωντανά από τον Θεό, αλλά επέφεραν το θάνατο τους από μό­να τους εξαιτίας της εκούσιας και αλαζονικής απόσχισης από τον Θεό, από την αιώνια Τάξη Μου!

Αφού λοιπόν θα το έχετε πλέον συλλάβει αυτό λίγο ως πο­λύ, θέλω τώρα να σας αποκαλύψω επίσης τις κατηγορίες τις οποίες Μου απηύθυνε αναγκαστικά η Αγιότητα του Θεού και έτσι θα μάθετε κάτι το οποίο ως αυτό εδώ το λεπτό ο κόσμος το αγνοούσε. Ξέρετε ότι όλα όσα δημιουργήθηκαν σε ολόκλη­ρο το άπειρο σύμφωνα με τη μαρτυρία του αγαπημένου Μου Ιωάννη (1,3) έγιναν και δημιουργήθηκαν από Μένα. Αν σκε­φθείτε όμως ότι ο κόσμος είχε γίνει κακός και συνεπώς ήταν πάντα καταδικασμένος από την Αγιότητα του Θεού, θα σας εί­ναι επίσης φανερό ότι μια τέτοια καταδίκη από την Αγιότητα του Θεού θα αφορούσε αναγκαστικά κι Εμένα, τον Ιησού, αφού ήμουν ο αυτουργός γι’ αυτό το καταδικαστέο δημιούρ­γημα, αφού ο κόσμος και όλα όσα είναι μέσα του απέκτησε την ύπαρξη του όχι από μόνος του παρά μοναδικά και απο­κλειστικά μέσω Εμού. Εφ’ όσον λοιπόν ο κόσμος ήταν διαμε­τρικά αντίθετος προς την Αγιότητα του Θεού, επομένως η επι­δίωξη της Αγάπης, η οποία είχε δημιουργήσει όλα αυτά που υποχρεωτικά καταδίκαζε η Αγιότητα του Θεού, δεν μπορού­σε να αποτελεί άλλο από μια αυτοκαταδίκη!

Σκεφθείτε τώρα όλες τις ανώνυμες πράξεις των ανθρώπων! Βλέπετε, εξαιτίας όλων αυτών των πράξεων έπρεπε να κατα­δικαστώ από την Αγιότητα του Θεού, γιατί οι ίδιες οι πράξεις ήταν καταδιασμένες αφού είχαν γίνει μέσα στον κόσμο, ο οποίος είχε προκύψει από Μένα. Τι έπρεπε να γίνει λοιπόν; Κοιτάξτε- είχα μόνο δυο δρόμους να διαλέξω, συγκεκριμένα το δρόμο προς τα Πάνω ή το δρόμο προς τα κάτω, δηλαδή ή θα επέστρεφα στον Θεό, θα γινόμουν ένα μαζί Του και θα κατέστρεφα όλα όσα είχαν προέλθει από Μένα με τη Δύναμη της Αγιότητας Του, ή θα χώριζα από τον Θεό, επιβαρυμένος με τις πιο καταδικαστέες πράξεις, θα ζωντάνευα και θα αγίαζα τα έρ­γα Μου, ώστε με την απέραντη ταπείνωση Μου να δώσω την ικανοποίηση που απαιτούσε η επίσης απέραντη Αγιότητα του Θεού.

Αν δεν ήμουν λοιπόν η ίδια η απέραντη Αγάπη, όπως ο Θεός είναι η ίδια η απέραντη Αγιότητα, τότε ειλικρινά θα είχα κά­νει το πρώτο. Αλλά η Αγάπη Μου μπόρεσε να εκφράσει το ανέκφραστο, δηλαδή να κάνει το αδύνατο δυνατό, γιατί με το να ενσαρκωθεί ο Θεός, απαρνήθηκε την Αγιότητα της και έ­γινε ανίερη, αφού επιβαρύνθηκε μόνη της με όλες τις ενοχές και επομένως και με το βαρύτατο φορτίο του θανάτου.

Γνωρίζετε ήδη το γεγονός ότι στον κήπο της Γεθσημανή προσευχήθηκα στον Θεό, από τον οποίο (ως Υιός Ιησούς) είχα χωριστεί για χάρη του κόσμου. Τότε μόνο ξύπνησε για πρώτη φορά η Αγάπη Μου από την Τυφλότητα της και Μου έδειξε το ατέλειωτο χάσμα. Τότε μετάνιωσα στα σοβαρά που είχα αφήσει τον Θεό και είχα στραφεί στο νεκρό έργο της μάταιης ευχαρίστησης Μου, και εκείνη τη στιγμή ολόκληρη η Δημιουργία αιωρείτο ανάμεσα στο “Είναι” και στο αιώνιο “Μη-Είναι”. Διότι είτε θα έπινα το ποτήρι, οπότε θα εξακολουθούσε να υφίσταται ο κόσμος και όλα όσα φέρει πάνω του ή θα παραμέριζα το ποτήρι, οπότε ο κόσμος και όλα ό­σα είναι πάνω του και μέσα του, από κάτω και από πάνω του. θα εξαφανίζονταν τη στιγμή που θα αρνιόμουν το ποτήρι αυ­τό.

Αλλά ακριβώς εκείνη τη στιγμή που η Αγάπη και η Ζωή εί­χε γίνει αδύναμη εξαιτίας της απέραντης απόστασης από τον Θεό, τότε ο Θεός σπλαχνίστηκε την ίδια Του την Αγάπη, την ενίσχυσε και την παρότρυνε να αδειάσει το ποτήρι που βρι­σκόταν μπροστά της, ενώ είπε κρυφά στην Αγάπη που βρισκό­ταν μέσα στον Ιησού: “Ανάμεσα σε Μένα και σε Σένα δεν έχουν προσεγγισθεί ακόμη τα άκρα του απείρου, γι’ αυτό βυθίσου ως το πιο ακραίο βάθος του θανάτου, ο οποίος είναι το ακρότατο όριο σε αντίθεση με την Αγιότητα Μου, ώστε να μπορέσω να σε πιάσω πάλι εκεί, όπου κλείνει ο αιώνιος Κύ­κλος της Αγιότητας Μου”.

Έτσι λοιπόν πορεύθηκα καρτερικά προς αυτόν το στόχο, όπου φώναξα από το σταυρό, μέσα σ’ αυτή την απέραντη απόσταση που Με χώριζε από τον Θεό, “Θεέ Μου! Γιατί με εγκατέλειψες;” Και τελικά είπα: “Τετέλεσται!”, δηλαδή “το έρ­γο Μου τελείωσε!” και “στα χέρια Σου παραδίδω την ψυχή Μου”, δηλαδή την ψυχή όλης της Ζωής από την οποία είχαν προέλθει τα πάντα.

Τώρα καταλαβαίνετε επομένως πως Εγώ είμαι πολύ αδύνα­μος για σας τους αμαρτωλούς και πως πρέπει να υφίσταμαι στη θέση σας τις κατηγορίες από την πλευρά της Αγιότητας του Θεού για οποιαδήποτε ανθρώπινη ατέλεια, προκειμένου να σας λυτρώσω, τον καθένα σας χωριστά, από το θάνατο και να σας οδηγήσω ζωντανούς στην Αγιότητα του Πατέρα!

Βλέπετε, ένας τέτοιος άνθρωπος, τον οποίο χρησιμοποιώ και κατά κάποιο τρόπο ελκύω την οντότητα του, προκειμένου να αποκρύψω τα ελαττώματα του καλύπτοντας τα, μοιάζει με το Σίμωνα τον Κυρηναίο, οπότε θα μπορούσε επίσης να κατα­κτήσει μεγάλη αμοιβή, εάν Με βοηθήσει πρόθυμα έστω και λίγο να σηκώσω το σταυρό. Αλλά ο άνθρωπος είναι αδύναμος και φοβάται το βάρος του κάθε σταυρού, γι’ αυτό και πάλι δεν Μου απομένει άλλο από το να κάνω εκείνο που έκανα τότε, δηλαδή να κουβαλήσω το σταυρό για όλους μόνος Μου…»

Η Αγάπη θυσιάστηκε για να εξασφαλίσει την απελευθέρωση

Εγώ ήμουν που πέθανα για σας στο σταυρό. Η Αγάπη Μου για σας που δεν είχε όρια, μέσα στον άνθρωπο Ιησού έφτασε σε μια τέτοια δύναμη, ώστε είχε σαν αποτέλεσμα τη θέωση της ψυχής του, χάρη στην οποία ανυψώθηκε πάνω από την ανθρώπινη εγκόσμια σφαίρα και έγινε ένα μαζί Μου… Μονάχα μια τόσο δυνατή Αγάπη ήταν σε θέση να θυσιαστεί στο σταυρό, γιατί αλλιώς σαν απλός άνθρωπος δεν θα είχε αντέξει ως το τέ­λος, εάν δεν τον ενίσχυε η Αγάπη με τη δύναμη της. Ο Ιησούς πέθανε ως άνθρωπος, αλλά ήμουν Εγώ ο Ίδιος που θυσιάστη­κα πάνω στο σταυρό, γιατί ο άνθρωπος Ιησούς παρέμεινε συ­νεχώς μέσα στην Αγάπη, μέχρι που παρέδωσε το πνεύμα του…

Η Αγάπη επομένως ήταν εκείνη που πρόσφερε τη θυσία αυτή και η Αγάπη ήμουν Εγώ ο Ίδιος… Πρόκειται για ένα μυστήριο το οποίο θα παραμείνει τέτοιο, όσο υπάρχει η γη και σεις οι άνθρωποι κρίνετε με τις επίγειες αντιλήψεις σας το έργο της εξιλέωσης. Ο άνθρωπος Ιησούς πέθανε πάνω στο σταυρό… αλ­λά Εγώ ο Ίδιος ήρθα στη γη για να σας λυτρώσω… Εδώ πρό­κειται για μια φαινομενική αντίφαση και ωστόσο είναι η αλή­θεια, η οποία παραμένει ακατανόητη όσο δεν μπορείτε να κα­τανοήσετε ότι Εγώ ο Ίδιος είμαι η Αγάπη… ότι η Αγάπη είναι η θεμελιακή ουσία της αιώνιας Θεότητας και ότι επομένως η Αγάπη έφερε σε πέρας το έργο αυτό που είχε σκοπό να απαλ­λάξει την ανθρωπότητα από το βάρος της ενοχής για την πρώ­τη της πτώση.

Η Αγάπη ήταν μέσα στον άνθρωπο Ιησού, κατά συνέπεια πάνω στο σταυρό πέθανε ένας άνθρωπος… Το ότι δεν πέθανε ήδη πιο πριν από τα υπέρογκα μαρτύρια απέδειξε ότι αυτός ο άνθρωπος είχε γίνει ήδη Θεός… Η Αγάπη του για την ανθρωπότητα ήταν τόσο βαθιά, ώστε ήθελε να υποφέρει για να μπο­ρέσει να την βοηθήσει… Πέρασε τέτοια υπέρογκα πάθη, που μόνον αυτά θα αρκούσαν να φέρουν το θάνατο σ’ ένα ανθρώπινο σώμα. Αλλά η δύναμη της Αγάπης του κρατούσε το σώμα αυτό στη ζωή, μέχρι που το ανύψωσαν οι εχθροί του καρφώ­νοντας το στο σταυρό για να φτάσει έτσι στην αποκορύφωση του μαρτυρίου του. Άφησε με τη θέληση του τους ανθρώπους να διαπράξουν αυτές τις αναίσχυντες πράξεις στις οποίες τους υπέθαλπε ο αντίμαχος Μου, γιατί ήθελε να δείξει και σ’ εκεί­νον επίσης ότι η εξουσία ενός γιου του Θεού ξεπερνούσε τα όρια του θανάτου και ότι ήταν κυρίαρχος ακόμη και πάνω στο θάνατο…

Έπρεπε δε να μάθει όλη η ανθρωπότητα για το θάνατο του, εάν θέλει να λυτρωθεί. Μέσω της Αγάπης του ήταν δεμένος μέχρι τέλους με Μένα, τον Πατέρα, αλλά η ψυχή του μέσα στο φόβο της δεν Με αναγνώριζε πια, Με αναζητούσε έξω από τον εαυτό της και αυτός ήταν ο λόγος που ο Ιησούς φώναξε εκεί­να τα λόγια: “Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;” Η πα­νίσχυρη Θεότητα είχε απλά αποτραβηχτεί, ωστόσο η Αγάπη ήταν και παρέμεινε μέσα του…

Βέβαια η Αγάπη ήταν κατ’ ουσία και δύναμη, αλλά ο Ιησούς δεν χρησιμοποίησε αυτή τη δύναμη για να εμποδίσει τη σταύ­ρωση του, αλλά αντίθετα για να μπορέσει να τη βιώσει. Γιατί ήθελε να τη βιώσει ως το τέλος για να Με υπηρετήσει ως άνθρωπος και επίσης για να εξιλεώσει με τα πάθη του τους συνανθρώπους του. Για το λόγο αυτό υπέφερε συνειδητά και πέθανε επίσης συνειδητά, γι’ αυτό Μου ζήτησε να δείξω επιεί­κεια στους βασανιστές τους και με πλήρη συνείδηση είπε τα λόγια: “Πατέρα, στα χέρια Σου παραδίδω το πνεύμα μου…”.

Διατήρησε αδιάρρηκτο το δεσμό με Μένα, δεδομένου ότι δεν μπορούσε να χωριστεί πια από Εκείνον, με τον Οποίο είχε γίνει ένα μέσω της αγάπης,.. Και γι’ αυτό Εγώ ήμουν εκείνος και εκείνος ήταν Εγώ, δεν υπήρχε κανένας διχασμός ανάμεσα μας, μια και τον γέμιζε ολοκληρωτικά η Αγάπη, η πεμπτουσί­α του Είναι Μου, επομένως υποχρεωτικά ήμουν κι Εγώ μαζί του και μέσα του, παρ’ όλο που σαν Δύναμη παρέμεινα αδρα­νής, μέχρι που ο άνθρωπος Ιησούς τελείωσε το έργο του.

Αυτός και Εγώ είμαστε ένα και όποιος βλέπει εκείνον, βλέ­πει τον Πατέρα, γιατί ο Πατέρας είναι η Αγάπη και η δε Αγάπη ήταν μέσα στον Υιό… Αλλά η Αγάπη δεν μπορούσε να πε­θάνει και έτσι την τρίτη ημέρα αναστήθηκε πάλι ζωντανεύο­ντας επίσης το σώμα, το οποίο είχε πνευματοποιηθεί πλήρως από τα πάθη που πέρασε ο Ιησούς, ώστε δεν χρειαζόταν να εξελιχθεί περαιτέρω πάνω στη γη. Με αυτόν τον τρόπο λοιπόν η Αγάπη νίκησε το θάνατο… ο θεϊκός ειρηνοποιός και Σωτήρας νίκησε το Σατανά… το Φως διαπέρασε το σκοτάδι και ελευθερώθηκε ο δρόμος για το αιώνιο Φως…

Αμήν»

***

«Αν αλήθεια καταλαβαίνατε μέσα στην καρδιά σας το μεγά­λο μυστήριο των παθών Μου, τότε όλοι οι άγγελοι του Ουρα­νού γεμάτοι δέος και υπέρτατη αγαλλίαση θα έρχονταν συνεχώς να μαθητεύσουν κοντά σας και κάθε φορά μετά τη λήξη της μα­θητείας τους θα έφευγαν πλουσιότεροι με ασύγκριτα θαύματα».

«Τα Δώρα του Ουρανού»

 

 

 Τι σημαίνει το «Διψώ!» που είπε ο Ιησούς στο σταυρό

Διψώ για την αγάπη σας, γι’ αυτό όταν αναλογίζεστε τι εν­νοούσα στο σταυρό λέγοντας: “Διψώ!”, τότε να ξέρετε ότι δεν επρόκειτο απλά για μια σωματική επιθυμία, αλλά ότι η ψυχή Μου διψούσε για την αγάπη των πλασμάτων Μου. Γιατί εκ­δηλωνόταν πλέον η “Θεότητα” μέσα στον άνθρωπο Ιησού, αφού τώρα το έργο είχε τελειώσει και περίμενα μόνο το θά­νατο πια κρεμασμένος στο σταυρό.

Διψούσα για την αγάπη σας, αυτή που θα έπρεπε να σας ξα­ναφέρει σε Μένα, αφού τώρα είχα πληρώσει για τη δική σας ενοχή. Γιατί ήταν απαραίτητο να ξαναζωντανέψετε πρώτα μέ­σα σας την αγάπη ώστε να συνειδητοποιήσετε και να αναγνω­ρίσετε ότι ήμουν Εγώ ο Ίδιος μέσα στον Ιησού Χριστό. Έτσι μόνο θα γνωρίζατε για ποιο λόγο είχε γίνει αυτό το απελευθε­ρωτικό έργο, γιατί μόνο η αγάπη μπορούσε να σας προσφέρει αυτή τη γνώση, καθώς με την αγάπη μόνο μπορούσατε να αναγνωρίσετε ποιος είμαι.

Αυτά τα λόγια στο σταυρό τα είπε ο “άνθρωπος” Ιησούς αλλά ήταν ήδη πια ενωμένος μαζί Μου και επομένως ήταν λόγια του Θεού αυτά που αναδύθηκαν από το βασανισμένο σώ­μα. Και τα λόγια αυτά είχαν την έννοια που σας εξήγησα, ότι δηλαδή η Θεότητα λαχταρούσε να έχει την αγάπη των πλασμάτων Της. Ο άνθρωπος Ιησούς δεν ήξερε ότι είχε προφέρει, αυτά τα λόγια, Εγώ δε εκφράστηκα έτσι ώστε οι άνθρωποι να καταλάβουν μόνο τη φυσική σημασία των λέξεων. Γιατί δεν θα είχαν συλλάβει το πώς η Θεότητα μπορούσε να επιτρέψει τέτοια υπεράνθρωπα μαρτύρια. Όμως αυτά ακριβώς ήταν ο εξιλασμός για την πρωταρχική αμαρτία των ανθρώπων, εξαιτίας της οποίας είχα κατέβει στη γη.

Ο λόγος που οι άνθρωποι ήταν τόσο ένοχοι, ήταν επειδή εί­χαν κάποτε αποκρούσει την Αγάπη Μου με αποτέλεσμα να μείνουν οι ίδιοι χωρίς αγάπη. Εγώ λοιπόν επιθυμούσα να έχω την αγάπη εκείνων των πλασμάτων και αυτή την αγάπη Μού την έφερε πίσω ο θάνατος του Ιησού στο σταυρό, εφόσον βέ­βαια τα ίδια τα πλάσματα ήταν πρόθυμα να το κάνουν. Αλλά για να υπάρχει μια τέτοια προθυμία, πρέπει να υπάρχει αγά­πη. Εάν οι άνθρωποι Μου έδιναν την αγάπη τους σήμαινε ότι επέστρεφαν εθελοντικά σε Μένα, πράγμα που μπορούσαν πλέ­ον να κάνουν, αφού το έργο της συμφιλίωσης Θεού και αν­θρώπων είχε ολοκληρωθεί. Εάν λοιπόν δώσετε προσοχή στα λόγια του Ιησού στο σταυρό, τότε θα πρέπει να σας σπρώξει η αγάπη, την οποία ήθελε να κατακτήσει, κοντά του, και έτσι δίνετε σε Μένα την αγάπη σας την οποία λαχταρώ από τον και­ρό της απομάκρυνσης σας από κοντά Μου.

Γιατί ήταν η «Αγάπη» που σας δημιούργησε, ήταν η “Αγά­πη” που έβαλε σε δοκιμασία τη θέληση σας, επειδή οφείλατε να γίνετε κάτι “μεγαλύτερο” από αυτό που μπορούσα να “δη­μιουργήσω” Εγώ, έπρεπε δηλαδή να γίνετε “παιδιά” Μου και να μη μείνετε απλά δημιουργήματα Μου. Η Αγάπη Μου κα­τέβηκε μαζί σας ως το πιο χαμηλό σημείο προκειμένου να σας βοηθήσει να αναρριχηθείτε πάλι επάνω και η Αγάπη Μου πραγματοποίησε για σας το έργο της συμφιλίωσης και της λύτρωσης. Και το μόνο που πρέπει να κάνετε γι’ αυτό είναι να Μου χαρίσετε τη δική σας αγάπη, πρέπει να Μ’ αγαπάτε με όλη λατρεία που μόνο ένα παιδί μπορεί να νιώσει για τον πα­τέρα του.

Τη στιγμή που έδωσα για σας τη ζωή Μου στο σταυρό, απαλείφθηκε και η ενοχή σας, ώστε έγινε έτσι δυνατή πλέον η επιστροφή κοντά Μου. Η θυσία Μου, που έγινε από αγάπη, μπορούσε να ξυπνήσει και μέσα σας την αγάπη. Επιπλέον τη θυσία Μου μπορούσατε να την κατανοήσετε τότε γιατί δεν σας κρατούσε πια δέσμιους το σκοτάδι, αφού Εγώ σας είχα φέρει το “Φως”: τη θεϊκή Μου διδασκαλία αγάπης, η οποία δείχνει ποιος είναι ο δρόμος που οδηγεί σε Μένα. Και αν ακολουθή­σετε αυτή τη διδασκαλία, η ύπαρξη σας μεταμορφώνεται και πάλι σε αγάπη, χάρη στην οποία μπορείτε να ενωθείτε οριστι­κά μαζί Μου, ώστε έτσι αποκτώ και Εγώ ξανά την αγάπη σας που λαχταρούσα πάντα.

Αμήν»

 

 Τα ψυχικά Πάθη του Χριστού

Καταγραφή της Μπέρτα Ντούντε στις 23.3.1951

«Τα πάθη που πέρασε ο Χριστός στο σταυρό δεν είναι δυ­νατόν να δοθεί στους ανθρώπους να τα καταλάβουν ούτε κα­τά προσέγγιση. Διότι λόγω της ατέλειας τους αυτοί δεν κατα­λαβαίνουν τι σημαίνει για έναν τέλειο άνθρωπο να γίνει θύμα της αμαρτίας, αφού η κακία των ανθρώπων θριάμβευσε κατά ένα τρόπο επάνω του, παρ’ όλο που δεν τους είχε κάνει κανέ­να κακό.

Η φωτεινή ψυχή του ανθρώπου Ιησού φρικιούσε μπροστά στα αποβράσματα της κόλασης που είχε να αντιμετωπίσει, αλ­λά δεν αμύνθηκε. Τους άφησε να κάνουν ό,τι ήθελαν μαζί της, όμως την είχε καταλάβει φρίκη μπροστά στην τόση βρωμιά και κακία των ανθρώπων. Υπέφερε απερίγραπτα, πολύ περισ­σότερο απ’ ό,τι υπέφερε το σώμα, παρ’ όλα όσα πέρασε. Η ψυχή βρέθηκε εν μέσω του σκότους και το φως της δεν άντε­χε το σκοτάδι. Και ωστόσο παρέμεινε συνειδητά στη θέση της. γιατί ήθελε να αδειάσει ως τον πυθμένα το πικρό ποτήρι προ­κειμένου να λυτρώσει τους ανθρώπους. Παραιτήθηκε από μό­νη της από το φως, γιατί αλλιώς δεν θα μπορούσε να υποστεί όλα όσα ήθελε να υποστεί η αγάπη του ανθρώπου Ιησού, προ­κειμένου να προσφέρει μια θυσία στον Θεό έναντι των αμαρ­τιών της ανθρωπότητας. Άφησε δηλαδή το φως της να γίνει ανενεργό και βρέθηκε καταμεσής στο σκοτάδι, το οποίο τη βα­σάνιζε φοβερά και την τρόμαζε, πολλαπλασιάζοντας στο χιλιαπλάσιο το μαρτύριο της. Διότι τα ψυχικά μαρτύρια ξεπερ­νούσαν κατά πολύ τα πάθη του σώματος, πράγμα που μόνο όμως ένας τελειοποιημένος άνθρωπος θα μπορούσε να συλ­λάβει.

Ο Ιησούς όμως ήταν τέλειος, όπως τέλειος είναι ο Πατέρας του στον ουρανό, και παρ’όλα αυτά βρισκόταν στη γη κατα­μεσής στην αμαρτία. Το δικό του βασίλειο ήταν το βασίλειο του Φωτός, η γη ήταν το βασίλειο του Σατανά και σε αυτό το βασίλειο η ψυχή του Φωτός άφησε να της κάνουν ό,τι κακό ήθελαν. Συνάμα ένας απέραντος αποτροπιασμός γέμιζε αυτό το πιο αγνό και το πιο καθαρό ον που έχει ζήσει ποτέ στη γη. Έπρεπε η ψυχή του να ανεχτεί να την αγγίζουν χέρια που της προκαλούσαν ρίγος, γιατί απλώνονταν κατευθείαν από την κό­λαση για να την πιάσουν. Την υποχρέωσαν να ακούσει λόγια που την πλήγωναν βαθιά. Ήταν κατά κάποιον τρόπο αποκομμέ­νη από τον κόσμο της και αφημένη απροστάτευτη μέσα στο πιο βαθύ σκοτάδι. Το είχε βέβαια θελήσει η ίδια από αιώνες, προκειμένου να πραγματοποιήσει το απελευθερωτικό της έργο. Αλλά αυτό το δεδομένο δεν τον έκανε λιγότερο τρομακτικό γιατί την τρομοκράτησαν και τη βασάνισαν μέχρι εξουθενώσεως.

Γι’ αυτό βγήκαν από το στόμα του Ιησού τα λόγια: “Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί μ’ εγκατέλειψες;” Εκείνη τη στιγμή η ψυχή του δεν θυμόταν την αποστολή της, το μόνο που αισθανόταν ήταν ο χωρισμός από τον Θεό, από το Φως Του, γι’ αυτό Τον φώνα­ζε με λαχτάρα μέσα στην απελπισία της. Επρόκειτο για την πιο φρικτή εμπειρία που χρειάστηκε να περάσει ποτέ άνθρωπος στη γη. Γιατί δεν ήταν μονάχα τα μαρτύρια του σώματος που έπρεπε ν’ αντέξει, αλλά γιατί η ψυχή του είχε δεινοπα­θήσει ακόμη πιο πολύ, πράγμα που η ανθρωπότητα δεν έχει τη δυνατότητα να το καταλάβει.

Και γι’ αυτό κανένας άνθρωπος όσο σκληρά και αν πρέπει να υποφέρει, δεν πρόκειται ποτέ να πάσχει σ’ αυτό το βαθμό που έπασχε ο άνθρωπος Ιησούς, ο οποίος το γνώριζε από πολύ πρωτύτερα και γι’ αυτό προσευχήθηκε μέσα από την ανθρώ­πινη φύση του: “Πατέρα, πάρε από μένα αυτό το ποτήρι, ωστό­σο ας μη γίνει το δικό μου το θέλημα, αλλά το δικό Σου!” Ήταν ταυτόχρονα και το θέλημα της ψυχής του, η οποία είχε υπο­ταγεί απόλυτα στον Θεό, να φέρει σε πέρας το έργο για την απελευθέρωση των ανθρώπων. Έτσι παραδόθηκε στη μοίρα της, γιατί η αγάπη της για την ανθρωπότητα που υπέφερε ήταν πολύ μεγάλη. Συνάμα όμως και η ενοχή που βάραινε τους ανθρώπους από την πρώτη τους αμαρτία ήταν τόσο μεγάλη, ώστε μόνο τα πιο ακραία βασανιστήρια και πάθη μπορούσαν να θεωρηθούν ικανοποιητικά σαν εξιλαστήρια θυσία, γι’ αυ­τό έγινε και η θυσία του ανθρώπου Ιησού. Σίγουρα είναι αμέ­τρητα τα μαρτύρια που πέρασε, όπως αμέτρητη ήταν και η αγάπη του, η οποία του επέτρεψε να σηκώσει πάνω του όλα τα σωματικά και τα ψυχικά πάθη προκειμένου να λυτρώσει την ανθρωπότητα από τον αιώνιο θάνατο.

Αμήν»

Τα τελευταία επτά λόγια του Ιησού

Σε ένα μικρό γραπτό που έλαβε μέσω του εσωτερικού Λό­γου, η Αντωνία Γκρόσχαϊμ, στις 11 Οκτωβρίου 1863, διασα­φηνίζεται η τελευταία διδασκαλία του Χριστού από το ύψος του σταυρού:

«Καθώς Εγώ, ο Λυτρωτής, κρεμόμουν στο σταυρό, για να δώσω το αίμα Μου και τη ζωή Μου για το ανθρώπινο γένος, διέκρινα καθαρά το όλο μέγεθος της ενοχής της ανθρωπότη­τας και τις συνέπειες της, γι’ αυτό είπα εκείνους τους επτά λό­γους τους μεστούς από νόημα, τους οποίους θα εξηγήσω τώρα πάλι στους ανθρώπους για τη σωτηρία τους.

Ο πρώτος λόγος που είπα, “Κύριε, συγχώρεσέ τους γιατί δεν ξέρουν τι κάνουν!” δεν εννοούσε τόσο τους τυφλούς Ιουδαίους όσο πολύ περισσότερο τους μεταγενέστερους ανθρώπους που θα έφεραν το όνομα Μου μετά την αποδοχή της διδασκαλίας Μου και αργότερα θα έχτιζαν ναούς προς τιμήν Μου. Παρ’ όλο που δίδαξα ότι το βασίλειο Μου δεν είναι αυτού του κό­σμου, οι άνθρωποι αυτοί έχουν τόσο πολύ αφομοιωθεί με τη γήινη ύλη ώστε τους ταιριάζει απόλυτα η ρήση Μου προς τον πλούσιο γιο του Φαρισαίου ότι πιο εύκολα περνάει η καμήλα από την τρύπα της βελόνας, παρά ένας τέτοιος πλούσιος στο βασίλειο των ουρανών!

Η διδασκαλία Μου μιλά για ταπεινοσύνη, για πραότητα κα: ανεκτικότητα απέναντι στις αδυναμίες του πλησίον. Αλλά, αλί­μονο, πόσο λίγο ακολουθείται αυτή η διδασκαλία. Είναι κυ­ρίως οι υποτιθέμενοι μαθητές Μου που φέρουν το όνομα Μου που είναι σήμερα γεμάτοι μίσος για τους αδελφούς τους που έχουν περιπέσει σε ανθρώπινες αδυναμίες.

Η προσευχή Μου ήταν όλοι οι άνθρωποι να συμπαραστέκο­νται ο ένας στον άλλον σαν καλά αδέλφια, αλλά πόσο λίγο γί­νεται αυτό στην πράξη, Ανθρωποκτονίες, ληστείες, φιλονικίες και δολοφονίες είναι οι ολοφάνεροι καρποί επειδή δεν τηρεί­ται η ουράνια διδασκαλία Μου αφού ο εγωισμός, η αδιαλλα­ξία και η αυταρχική τάση επιβολής διαβρώνουν ακόμη και τους καλύτερους ανθρώπους.

Ο δεύτερος λόγος έλεγε: “Διψώ!” Αναμφισβήτητα διψούσα τότε όπως διψάω ακόμη και σήμερα για τις τόσες πολλές ψυ­χές οι οποίες αυτοκαταστρέφονται από την τυφλότητα τους. ψυχές που ψάχνουν να βρουν την ολοκλήρωση τους στις γήινες απολαύσεις και δεν ενδιαφέρονται ούτε για Θεό ούτε για την αιωνιότητα. Όμως αλίμονο και τρισαλίμονο σε αυτούς τους σκλάβους του κόσμου· θα τους βρει μία τρομερή τιμωρία για­τί οι αμαρτίες τους έχουν ξεπεράσει κάθε όριο και λίγη μόνο διορία τους μένει. Μα όταν περάσει κι αυτή η διορία άσκοπα, το όνομα τους θα σβηστεί από το βιβλίο των Ζωντανών!

Με ρωτάς με τις σκέψεις σου πώς γίνεται να απειλώ συνεχώς αλλά παρ’ όλα αυτά δεν καθορίζω ένα συγκεκριμένο χρόνο που θα επιβάλω τελικά την τιμωρία; Ως προς αυτό λοιπόν λέω σε σένα και σε όλους όσους έχουν αφτιά για να ακούσουν: για το λόγο ακριβώς ότι ως Πατέρας σας και αιώνιος Κριτής θέλω να προσφέρω στην κάθε ψυχή αρκετό χρόνο και ευκαι­ρίες να κατακτήσει τη σωτηρία της για την αιωνιότητα και επίσης επειδή την ημέρα της κρίσης δεν πρέπει να δικαιολογηθεί καμία ψυχή με το επιχείρημα ότι δήθεν δεν είχε αρκετές δυνατότητες στη διάθεση της.

Ο τρίτος λόγος Μου ήταν: “Θεέ Μου, Θεέ Μου, γιατί Mε εγκατέλειψες!” Την αναφώνηση αυτή ακόμη και οι φίλοι Μου τη θεώρησαν ως ανθρώπινη αδυναμία. Έτσι κι αυτούς ακόμη τους κατέλαβαν οι αμφιβολίες, αφού δεν μπορούσαν να κατα­λάβουν το πώς εξηγιόταν ότι ενώ προηγούμενα παρουσιαζό­μουν ως ο ίδιος ο Θεός, τώρα πάνω στην αγωνία του θανάτου φώναζα τον Θεό μέσα στην παραφροσύνη Μου ότι Με είχε εγκαταλείψει.

Κοντόφθαλμοι θνητοί, δεν καταλαβαίνετε ότι μόνο το Πνεύ­μα μέσα Μου ήταν Θεός, ενώ το περίβλημα, δηλαδή η σάρκα, αποτελείτο από αδύναμη ύλη και υπέκειτο αναγκαστικά στον πόνο και στο μαρτύριο όμοια με τα δικά σας σώματα; Γιατί διαφορετικά ποιο θα ήταν το όφελος εάν δεν είχα αποπληρώ­σει τη μεγάλη ενοχή των ανθρώπων μέσα σε αυτό το ανθρώπινο αδύναμο και ατελές περίβλημα καθώς στο πρόσωπο Μου η ύλη αναγκάστηκε να υπακούσει μέχρι θανάτου;

Δεν φώναξα σε έναν άλλο Θεό, έξω από Μένα, αλλά στη Θε­ότητα που ήταν στο εσωτερικό Μου, στο Πνεύμα και στην Προαιώνια Δύναμη του Θεού, σε όλη της την πληρότητα. Μό­νο το σωματικό Μου περίβλημα ήταν φτιαγμένο από γήινο υλικό, όπως των άλλων ανθρώπων. Και το περίβλημα αυτό έπρεπε και σε Μένα να υποτάσσεται στον πόνο και στο θάνα­το. Γι’ αυτό το λόγο η ύλη που μέσα στην εγκατάλειψη της ζη­τούσε βοήθεια έδινε το παράδειγμα ότι ο κάθε άνθρωπος στη γη μόνο από τον Θεό οφείλει να ζητάει αρωγή.

Όπως φώναξα Εγώ στον τρίτο λόγο Μου, έτσι θα φωνάξουν τη μεγάλη ημέρα της κρίσης όλοι εκείνοι που στη ζωή τους δεν νοιάστηκαν καθόλου ή ελάχιστα για Μένα και για το Λό­γο Μου. Μόνο που όταν θα έχει τελειώσει η περίοδος της χά­ριτος, τότε καμία κραυγή που θα ικετεύει για έλεος και ευ­σπλαχνία, όσο δυνατή κι αν είναι, δεν θα βοηθήσει τόσο εύ­κολα πια.

Κοίτα γύρω σου και θα δεις πως ο κόσμος προχωράει στο δρό­μο των υλιστικών επιστημών, της τεχνολογίας και των νέων ανα­καλύψεων. Οι άνθρωποι ερευνούν τις πιο κρυφές δυνάμεις της φύσης κι Εγώ τους επιτρέπω να καθυποτάξουν όλα τα έργα Μου αφού έφτιαξα τα πάντα έτσι που να είναι τέλεια και να εξυπη­ρετούν τα παιδιά Μου. Αλλά για ποιο σκοπό χρησιμοποιούν τε­λικά όλες τις γνώσεις τους; Αποκλειστικά και μόνο για να θη­σαυρίζουν με γήινα πλούτη ή για να καλλιεργούν την έπαρση και την ύβρι τους. Κι εκτός αυτού οι εύποροι ξεχνούν εντελώς τους φτωχούς αδελφούς τους που καθώς βυθίζονται όλο και βα­θύτερα σε κάθε μορφής δυστυχία και αθλιότητα, επικαλούνται θρηνώντας Εμένα, παρακαλώντας για βοήθεια και έλεος.

Πώς λοιπόν να μη λυπηθώ τα φτωχά παιδιά Μου και να μην τα γλυτώσω από το σκληρό ζυγό της πνευματικής και σωμα­τικής δουλείας; Και πώς να δείξω έλεος και σπλαχνικότητα σε εκείνους που οι ίδιοι δεν τα γνωρίζουν αυτά τα δύο;

Τον τέταρτο λόγο: “Μαρία, ιδού ο γιος σου, κι εσύ γιε, ιδού η μητέρα σου!” δεν το είπα τόσο για χάρη της μητέρας Μου. δεδομένου ότι γνώριζα πως οι μαθητές Μου δεν θα εγκατέλει­παν έτσι τη μητέρα του σώματος Μου. Ήθελα πολύ περισσό­τερο με αυτό τον τρόπο να δείξω ποια αγάπη είχα στην καρ­διά Μου για όλα τα παιδιά Μου. Επιθυμία Μου ήταν να τα πα­ραδώσω όλα στη σπλαχνική αγάπη του Θεού, την οποία συμβολίζει η μητρική αγάπη. Και σαν “γιους” εννοούσα όλους τους ανθρώπους που γίνονται άξιοι για την αγάπη Μου με το που ακολουθούν τη διδασκαλία Μου.

Αλλά πού συναντά κανείς σήμερα ανθρώπους που να ακο­λουθούν σοβαρά την τόσο απλή και τόσο ωφέλιμη για την ψυ­χή τους διδασκαλία Μου; Ελάχιστα πλέον από τα παιδιά Μου συμβαδίζουν έστω στις μισές των περιπτώσεων με το θέλημα Μου. Οι υπόλοιποι παραείναι αιχμάλωτοι της υπεροψίας τους ή παραείναι φορτωμένοι με επίγειες έγνοιες για να ασχολη­θούν κάπως πιο σοβαρά με το Λόγο Μου. Αυτή είναι η αιτία που η θεϊκή διδασκαλία Μου έχει καταλήξει πια να είναι μία μόνο κατ’ επίφαση διδασκαλία ή απλά μία συνήθεια επειδή περιλαμβάνεται στην παράδοση του λαού και το αποτέλεσμα είναι ότι έχει κυριεύσει τους ανθρώπους η αμαρτία.

Γι’ αυτό έχει έρθει πλέον ο καιρός που πρέπει τα παιδιά Μου να οδηγηθούν με κάθε σοβαρότητα πίσω στο σωστό δρόμο. Μόνο που δυστυχώς αυτό δεν γίνεται πια με ήπια μέσα, αλλά μονάχα με το να περάσουν από μία πολύ σκληρή κρίση. Για­τί όπως λέει και η παροιμία, “όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ρά­βδος!” Γι’ αυτό, προκειμένου να εμποδίσω τους λαούς να βυ­θιστούν τελείως στον αιώνιο θάνατο εξαιτίας της υπέρογκης τυφλότητας τους, είμαι αναγκασμένος να αφήσω να τους βρει μία σοβαρή τιμωρία.

Ανέκαθεν – και τώρα επίσης – προειδοποιώ κάθε άνθρωπο χωριστά όπως και ολόκληρους λαούς στο σύνολο τους, στέλ­νοντας τους αρρώστιες ή κάνοντας να αποτύχουν τα εγκό­σμια σχέδια τους, ή χρησιμοποιώντας πολέμους, ακρίβεια και άλλα παρόμοια μέσα. Άφηνα και εξακολουθώ να αφήνω τους ανθρώπους να προκαλούν αμοιβαία ο ένας στον άλλον τις με­γαλύτερες καταστροφές εξαιτίας του εγωισμού τους. Και μο­λαταύτα τις περισσότερες φορές όλα αυτά δεν ωφελούν σε τίποτα! Οι άνθρωποι αναζητούν διαρκώς την αιτία για όλες αυτές τις κακές καταστάσεις κάπου αλλού αντί στον εαυτό τους, ενώ με την αμαρτωλή τους νοοτροπία επιρρίπτουν επι­πλέον την ευθύνη σε Μένα, τον αγαθό και μακρόθυμο Θεό τους.

Πόσο αποτυφλωμένη είσαι ανθρωπότητα! Για πόσο ακόμη πρέπει να υπομένω τις παράφρονες πράξεις σου; Νομίζεις πραγματικά μέσα στον παραλογισμό σου ότι θα μπορούσες να προβάλεις αντίσταση σε Μένα, τον Κύριο και Θεό σου; Αλί­μονο σε σένα, όταν έρθει ο καιρός της συμφοράς, μάταια θα υψώνεις τα χέρια σου σε Μένα για να σε βοηθήσω! Όταν πε­ράσει η περίοδος της χάριτος, τότε θα κλείσω τα αυτιά Μου στις κραυγές σου και θα κωφεύσω στις παρακλήσεις σου! Γιατί το ξέρετε ότι δεν αρκεί να φωνάζετε “Κύριε! Κύριε!” αλλά επιβάλλεται να βαδίζετε συνεχώς σωστά πάνω στους δρόμους που σας έχω υποδείξει, εάν θέλετε να έχετε ένα μερίδιο από το έλεος Μου.

Τώρα ας έρθουμε στην ερμηνεία του πέμπτου λόγου που εί­πα στο σταυρό. Αυτά τα παρηγορητικά λόγια: “σήμερα κιόλας θα βρίσκεσαι δίπλα Μου, στον παράδεισο!” τα είπα στο Δισμά, τον κακούργο που κρεμόταν στο σταυρό δεξιά από Μένα. Όμως αυτά τα λόγια δεν ίσχυαν μόνο για εκείνον, αλλά για όλους τους ανθρώπους που αποδέχονται τη διδασκαλία Μου και την εφαρμόζουν στη ζωή τους. Υπάρχει ωστόσο ένας λό­γος που στο Δισμά υποσχέθηκα μόνο τον παράδεισο κι όχι τον Ουρανό. Γιατί κάθε ανθρώπινη ψυχή μετά το θάνατο της περ­νά σε ένα χαμηλό ή υψηλότερο βαθμό φωτός ανάλογα με την τελειότητα της και ακόμη και ψυχές οι οποίες έχουν αποβάλ­λει ήδη σε αυτό τον κόσμο καθετί το γήινο από πάνω τους, μπορούν καταρχάς να περάσουν μόνο στον παράδεισο, δηλα­δή στον κατώτερο βαθμό της μακαριότητας. Διότι καμία ψυ­χή δεν μπορεί να περάσει στην ύψιστη μακαριότητα του Ου­ρανού της Αγάπης εάν δεν καθαρθεί κι εξαγνισθεί πρώτα. Έτσι ο Δισμάς είχε επίσης κατακτήσει τον πρώτο βαθμό με την αγά­πη του και την εμπιστοσύνη του σε Μένα, γι’ αυτό μπορούσα να του υποσχεθώ τον παράδεισο. Σύντομα θα έρθει ο καιρός όπου κάποιοι λίγοι θα φτάνουν μονάχα ως τον παράδεισο, για το λόγο ότι θα επιτρέψω στους ανθρώπους να κάνουν οτιδή­ποτε θέλει η ελεύθερη βούληση τους. Ακόμη και στα κακά πνεύματα θα δοθεί η ελευθερία τότε προτού έρθει η μεγάλη ε­ποχή που θα έρθω να κρίνω τους ανθρώπους, αν και προφα­νώς οι καλοί Μου άγγελοι θα έχουν λάβει επίσης την εντολή να προστατεύουν τα παιδιά Μου και να τα προφυλάσσουν από τις παγίδες του Σατανά. Γιατί τότε θα εκπληρωθεί η ρήση που λέει ότι: “θα έρθει μία εποχή όπου εάν το επέτρεπε ο Θεός, θα λύγιζαν και θα έπεφταν ακόμη και οι ευσεβείς”.

Τι είδους εποχή θα είναι αυτή θα αναρωτιέστε! Σας λέω λοι­πόν ότι είναι αυτή ακριβώς η εποχή της αλαζονείας, της υπε­ροψίας, της φιλαργυρίας, της διαφθοράς και της κάθε είδους   πορνείας, η οποία καταλαμβάνει τώρα όλους τους λαούς και c παρασύρει όλο και πιο βαθιά στα διάφορα πάθη από όπου χωρίς τη δική Μου βοήθεια δεν υπάρχει στον αιώνα τον άπα­ντα ελπίδα επιστροφής.

Με τον έκτο λόγο που είπα στο σταυρό, “Πατέρα, στα χέρια Σου παραδίδω το πνεύμα Μου!” ήθελα, κατά κάποιον τρόπο, να δώσω σε όλους τους ανθρώπους το παράδειγμα ότι η ψυχή επιστρέφει στην προαιώνια Πηγή της, και άρα ο καθένας θα πρέπει να διαμορφώσει έτσι τη ζωή του ώστε στο τέλος της ε­πίγειας πορείας του να μπορεί να παραδώσει την ψυχή του στον ουράνιο Πατέρα με χαρά και πραγματική αγαλλίαση. Για να το καταλάβετε όμως σωστά πρέπει να ξέρετε ότι δεν ήταν το πνεύμα Μου, αλλά μόνο η εξωτερική ψυχική περιβολή του, δηλαδή η ψυχή Μου η οποία είπε αυτά τα λόγια στο θεϊκό Πνεύμα του Πατέρα που εγκατοικούσε μέσα Μου.

Μετά από αυτό είπα τα τελευταία Μου λόγια: “Τετέλεσται!” Όντως είχε ολοκληρωθεί το μεγάλο έργο της λύτρωσης. Όμως ποιο το όφελος για μυριάδες και μυριάδες ψυχές οι οποίες λυ­τρώθηκαν επίσης από το αδαμικό αμάρτημα χάρη στο θάνατο Μου και τη μεσολαβητική Μου λειτουργία, αλλά δεν Με ακο­λούθησαν πνευματικά και έμπρακτα; Ο Ουρανός ήταν ανοι­χτός γι’ αυτές, αλλά με την αμαρτωλή, άστοργη φύση τους και την αμετανόητη διαγωγή τους επέσυραν πάλι πάνω τους την καταδίκη (τον εκ νέου εγκλεισμό μέσα στην ύλη).

Ως πρώτο και τελευταίο λόγο λέω σε σας τους ανθρώπους για άλλη μια φορά με όλη την έμφαση της αγάπης Μου, μετανοείστε, επιστρέψτε στα λόγια και στην πράξη στον Κύριο και Θεό σας. Αφήστε κατά μέρος την πλεονεξία σας και αναλογι­σθείτε τους φτωχούς αδελφούς σας που σας ικετεύουν μάταια να τους δείξετε συμπόνια. Σκεφθείτε σε τι θέση βρίσκονται οι αδύναμοι, όπως είναι οι χήρες γυναίκες και τα ορφανά παιδιά και κάντε υπόθεση σας την υπεράσπιση τους.

Γιατί όπως είναι γραμμένο, “με το μέτρο που μετράτε τους άλ­λους με το ίδιο μέτρο θα μετρηθείτε κι εσείς!” Δείτε το παρά­δειγμα λαών που πέρασαν και χάθηκαν από την ιστορία σαν προ­ειδοποίηση. Όσο παρέμεναν πιστοί στον Θεό, ήταν ισχυροί και ευτυχισμένοι. αφότου όμως άρχισαν να ακολουθούν δικούς τους δρόμους, τότε ο Θεός τους άφησε να καταρρεύσουν και ολό­κληρα βασίλεια εξαφανίστηκαν από προσώπου γης».

***

Έως εδώ παρουσιάστηκε εμπεριστατωμένα το έργο του αν­θρώπου Ιησού και της Αιώνιας Αγάπης. Στη συνέχεια θα φωτι­στεί η συμμετοχή της Σοφίας του Θεού στο μεγάλο μυστήριο της ενανθρώπισής του και της λύτρωσης μέσα από ένα κείμενο του Λόρμπερ στο βιβλίο «Εσωτερική ερμηνεία των Ευαγγελί­ων».

«Αυτά δεν έπρεπε να πάθει ο Χριστός και να δοξαστεί;»

 Κατά Λουκά 24, 26

«.. .Σαφώς εδώ θα μπορούσε κανείς να θέσει την εξής ερώ­τηση: “αφού ο Χριστός ήταν έτσι κι αλλιώς αυτή καθ’ αυτή η αιώνια Ζωή προσωποποιημένη, κατέχοντας όλη τη Λόξα της μέσα στον ίδιο Του τον Εαυτό, τότε γιατί έπρεπε να περάσει από τα πάθη, ώστε να κατακτήσει αυτή τη Δόξα;”

Ακούστε: Ο Χριστός δεν ήταν παρά ένας απλός άνθρωπος και σαν το πρώτο και βασικό πρότυπο έπρεπε να κατακτήσει αυτή την ολοκληρωμένη θεϊκή Δόξα μέσα από τις ίδιες Του τις πράξεις. Και αν δεν είχε κάνει αυτό το πράγμα, τότε θα εί­χε καταστραφεί ολόκληρη η Δημιουργία, γιατί σε Αυτόν συ­νενώθηκαν ξανά Πατέρας και Υιός σε Ένα – ή πράγμα που εί­ναι ένα και το αυτό – σε Αυτόν συνενώθηκαν ξανά μεταξύ τους η θεϊκή Αγάπη και η θεϊκή Σοφία. Γιατί παλαιότερα η Αγάπη είχε αποτραβηχτεί από τη Σοφία, επειδή η Σοφία λόγω της Αγιότητας της, είχε υπερυψώσει τον εαυτό της σε άφταστο ση­μείο, με αποτέλεσμα οι απαιτήσεις της να υπερβαίνουν κάθε δυνατότητα εκπλήρωσης. Όμως η Σοφία χωρίς την εσωτερι­κή της ένωση με την Αγάπη, ήταν άγονη όπως η έρημος. Με ποιο τρόπο θα μπορούσε λοιπόν να ενοποιηθεί ξανά η Σοφία με την Αγάπη; Η ίδια η Σοφία έπρεπε να εκπληρώσει μέσα στον άνθρωπο Ιησού όλες αυτές τις απαιτήσεις της προκειμέ­νου να δεχθεί να συμφιλιωθεί, και να ταπεινωθεί μέχρι το έσχατο σημείο, ώστε με αυτό τον τρόπο να ξαναγίνει Ένα με την Αγάπη της, που είναι ο “Πατέρας”.

Γι’ αυτό το λόγο ο Χριστός, ως αυτή καθ’ αυτήν η αιώνια και παντοδύναμη βασική Σοφία του Πατέρα, καταφρονούσε όλη τη σοφία αυτού του κόσμου και οι γνώστες της Γραφής φαίνονταν στα μάτια Του σαν βδέλυγμα, αν οι πράξεις τους δεν συμβάδιζαν με τις θεμελιακές εντολές της Ζωής, με τον τρόπο που αυτές αναφέρονται στις Γραφές.

Αυτός ως η αιώνια Σοφία του Πατέρα, έπρεπε να επιτελεί έργα Αγάπης και να διδάσκει τους ανθρώπους το μοναδικό της Νόμο. Έπρεπε μάλιστα να δεχτεί να αιχμαλωτιστεί και να σταυρωθεί από τη σοφία των μορφωμένων ιερέων, ώστε με αυτό τον τρόπο, Αυτός, που είναι το προαιώνιο Φως του Πα­τέρα, ή της ίδιας της Αγάπης, να υποστεί πάνω Του τη μεγα­λύτερη δυνατή ταπείνωση και να υποφέρει τη μέγιστη δυνατή συσκότιση –γι’ αυτό και πάνω στο σταυρό εκφώνησε το γνω­στό: “Πατέρα! Γιατί Με εγκατέλειψες;”

Το γεγονός ότι Αυτός, ως το προαιώνιο Φως όλης της απε­ραντοσύνης, έπρεπε να υποστεί στον ίδιο του τον Εαυτό μία ολοκληρωτική συσκότιση, αποδεικνύεται από το γεγονός – που μέχρι και σήμερα δεν έχει κατανοηθεί από κανέναν – ότι τη στιγμή που ο Χριστός εξέπνευσε επάνω στο σταυρό, επήλθε μία ολοκληρωτική συσκότιση σε ολόκληρο τον απέραντο χώ­ρο της Δημιουργίας. Σ’ αυτή την περίπτωση δεν συσκοτίστη­κε απλά και μόνο το φως του ήλιου της γης, αλλά για μία διάρ­κεια τριών ωρών, συσκοτίστηκε και το φως όλων των άλλων ήλιων σε ολόκληρη την απεραντοσύνη!

Και αυτή η στιγμή της συσκότισης ισοδυναμεί ακριβώς με εκείνη, κατά την οποία, όπως γνωρίζετε, η ψυχή του Ιησού με­τά το θάνατο Του κατέβηκε στην κόλαση για να λυτρώσει όλα αυτά τα πνεύματα που ήταν δέσμια της παλιάς σοφίας, οδη­γώντας τα προς το νέο Φως που μόλις τώρα άρχιζε να πληροί ολόκληρη την απεραντοσύνη, σαν συνέπεια της επανένωσης του Υιού με τον Πατέρα.

Έτσι ο Χριστός έπρεπε να εκπληρώσει στον Ίδιο του τον Εαυτό τον παλαιό νόμο της Σοφίας, μέχρι και το τελευταίο γιώτα, ώστε να εξευμενιστεί ενώπιον του Πατέρα κάθε παλαιό παράπτωμα ενάντια σ’ αυτό το νόμο, ή με άλλα λόγια, ήταν απαραίτητο να σταυρωθεί όλη η Σοφία, ώστε μέσα απ’ αυτό να δικαιωθεί η Αγάπη του Πατέρα.

Αφού λοιπόν αυτό το έπραξε ο Ίδιος ο Θεός, τότε εσείς τι θα ‘πρεπε να κάνετε; Πιστεύετε ότι μπορείτε να εισέλθετε στη Δόξα της αιώνιας Ζωής μέσα από τη δικαίωση της δικής σας σοφίας;

Τη στιγμή που ο Ίδιος ο Χριστός, ως η Ίδια η θεϊκή Σοφία, έπρεπε να κάνει και να κηρύττει ζωντανά έργα αγάπης και να αφήσει να σταυρωθεί όλη Του η Σοφία και να περάσει μέσα από όλο το πυκνότατο σκοτάδι, ώστε μέσα απ’ αυτό να εισέλ­θει πάλι στη δόξα του Πατέρα, ο οποίος Πατέρας ήταν η δια­χωρισμένη Αγάπη μέσα στον Ίδιο τον Χριστό, τότε και οι άν­θρωποι θα πρέπει να βαδίσουν επάνω στον ίδιο δρόμο ακο­λουθώντας τον Χριστό, αν επιθυμούν να εισέλθουν μαζί Του στη Δόξα της Πατρικής Του Αγάπης.

Στην αρχαία εκκλησία του κόσμου υπήρχε η εξής ρήση: “Εσείς οι άνθρωποι μπορείτε να φτάσετε στη θεϊκή Σοφία, η οποία με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόρθητη, μόνον μέ­σα από την αγάπη για τον Θεό!” Με τον Χριστό όμως λέγεται το εξής: “Τώρα Εγώ, ως η Ίδια η θεϊκή Σοφία, όντας η Οδός και η Ζωή, είμαι η πύλη προς την Αγάπη, ή με άλλα λόγια προς τον Πατέρα. Όποιος επιθυμεί πλέον να έλθει στον Πατέρα, πρέπει να εισέλθει διά μέσου Εμού!”

Πώς θα μπορούσε λοιπόν να έλθει κανείς στον Πατέρα; Μή­πως διά μέσου της Σοφίας, επειδή ο Χριστός ως η Πύλη, είναι η Ίδια η θεϊκή Σοφία; Όχι βέβαια! Γιατί ακριβώς αυτή η Σο­φία είναι που ταπεινώθηκε μέχρι το τελευταίο της ατομικό σω­ματίδιο. Αυτή καίτοι ούσα η απαραβίαστη θεϊκή Αγιότητα, κα­τήλθε σε χαμηλότερο σημείο απ’ όλους τους αμαρτωλούς. Αυτή η Σοφία, την οποία πριν δεν επιτρεπόταν να τη δει στο πλήρες της Φως ούτε καν το πιο ολοκληρωμένο αγγελικό πνεύ­μα, συναναστρεφόταν πλέον με αμαρτωλούς, τρώγοντας μάλιστα μαζί τους κάτω από τη δική τους στέγη και τελικά έπρε­πε να καρφωθεί στο σταυρό από ειδωλολάτρες μισθοφόρους καν πληρωμένους εκτελεστές!

Από αυτή την απέραντη ταπείνωση της θεϊκής Σοφίας, προ­κύπτει ολοφάνερα ότι κανένας δεν μπορεί να εισέλθει στη Δό­ξα της αιώνιας Ζωής με τη σπουδαιοφανή του σοφία. Τα βιβλία που έχει μελετήσει κανείς δεν πρόκειται να του γίνουν σκαλο­πάτι προς τη βασιλεία των Ουρανών σε καμία περίπτωση, αλ­λά το μόνο που μπορεί να τον βοηθήσει είναι η πραγματική ταπεινότητα καν η πραγματική έμπρακτη αγάπη για τον Πατέ­ρα.

Στον Χριστό, όλη η θεϊκή Σοφία προσχώρησε στην Αγάπη για τον Πατέρα και έτσι Πατέρας και Υιός έγιναν Ένα. Το ίδιο λοιπόν θα πρέπει να συμβεί και με τον άνθρωπο, γιατί δεν μπο­ρεί να εισέλθει στη Δόξα του Πατέρα, προτού ταπεινώσει μέ­χρι και την τελευταία σταγόνα υπεροψίας, όλους τους πόθους του υπερφίαλου νου του, οι οποίοι στοχεύουν σε κάθε είδους δόξα εφήμερη και μεγαλεία, και προτού αποθέσει τα πάντα στα πόδια της Αγάπης, πράγμα που θα έχει σαν συνέπεια να υποφέρει για ένα σύντομο διάστημα μία συσκότιση όλης της εγκόσμιας σοφίας του.

Ο Χριστός έπρεπε να υποφέρει και να πράξει όλα αυτά, ώστε να εισέλθει στη Δόξα του Πατέρα. Έτσι λοιπόν, και κάθε άνθρω­πος που επιθυμεί να εισέλθει στη Δόξα του Πατέρα, οφείλει να μιμηθεί τον Χριστό, ακολουθώντας Τον με ζωντανό τρόπο.

Ο Χριστός δεν είχε σπουδάσει σε πανεπιστήμια, ώστε να ει­σέλθει στη Δόξα του Πατέρα σαν πολυμαθής σοφός, αλλά η σχολή Του ονομαζόταν ταπεινοφροσύνη και έμπρακτη αγάπη! Όμως, εφ’ όσον ο Ίδιος ο Χριστός έδωσε το παράδειγμα μέ­σα από αυτή τη σχολή πώς θέλετε εσείς να εισέλθετε στη βα­σιλεία των Ουρανών μέσα από μια διαφορετική;

Πιστεύω ότι πάνω σ’ αυτό το θέμα δεν χρειάζεται να ειπω­θεί τίποτα περισσότερο, γιατί έχει διαφωτιστεί με τον πιο ξε­κάθαρο δυνατό τρόπο από τα βάθη της Σοφίας. Πράξτε και εσείς παρόμοια και θα ζήσετε.

Αμήν».

«Τετέλεσται. Το έργο ολοκληρώθηκε!»

 

Μετάδοση στην Μπέρτα Ντούντε στις 7.8.1960

«Αυτός που δέχτηκε να τον καρφώσουν στο σταυρό για τις δικές σας αμαρτίες, πράγματι ολοκλήρωσε το έργο του και λύ­τρωσε την ανθρωπότητα από την αμαρτία και το θάνατο. Για­τί μέσα στον άνθρωπο Ιησού ήμουν Εγώ ο Ίδιος και ως εκ τού­του δεν ήταν μόνο ένας άνθρωπος που πραγματοποίησε ένα έργο με απλή επίγεια αξία. Αλλά Εγώ ο Ίδιος λυπήθηκα την ανθρωπότητα και πλήρωσα για την ενοχή της για να της δώ­σω τη δυνατότητα να επιστρέψει κοντά Μου, πράγμα που ως τότε ήταν αδύνατο για οποιονδήποτε άνθρωπο, επειδή ήταν όλοι βεβαρυμένοι ακόμη με την αρχική ενοχή για την παλαιά τους αποστασία και την πτώση τους στα βάθη της αβύσσου. Πρέπει να δίνεται λοιπόν ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός ότι Εγώ ο Ίδιος ήμουν που πρόσφερα αυτή τη θυσία στο σταυρό μέσα σε ένα ανθρώπινο περίβλημα και να υπογραμμιστεί ότι στην ουσία η “Αγάπη” την πραγματοποίησε, αφού Εγώ ήμουν η ίδια η Αγάπη από πάντα.

Σεις οι άνθρωποι δεν μπορείτε να συλλάβετε όλο το βάθος αυτής της πράξης, ωστόσο μπορείτε να είσαστε βέβαιοι πως δεν ήταν “ανθρώπινο έργο” αυτό που συντελέστηκε, μολονότι ήταν ο άνθρωπος Ιησούς που άφησε τη ζωή του στο σταυρό. Όμως ο μόνος λόγος που έγινε αυτό ήταν για να λάβει η ανθρωπότη­τα γνώση της θυσίας του και να συνειδητοποιήσει την τεράστια ενοχή της, για την εξάλειψη της οποίας συντελέστηκε μία πρά­ξη που ήταν και θα παραμείνει ανεπανάληπτη. Χάρη σε αυτήν επετεύχθη η πλήρης εξάλειψη της ενοχής, ώστε τώρα εναπόκει­ται αποκλειστικά στη βούληση του ίδιου του ανθρώπου το να ελευθερωθεί από το βάρος της αμαρτίας που πια τον βαραίνει μόνο μέχρι να αναγνωρίσει συνειδητά τη σημασία που έχει για τον εαυτό του το λυτρωτικό έργο του Χριστού.

Αυτό δε το έργο πραγματοποιήθηκε για όλες τις εποχές και συνεπώς δεν χρειάζεται να επαναληφθεί αφού αρκεί πλήρως για τη λύτρωση όλων των αποστατημένων πνευμάτων. Γιατί Εγώ ο Ίδιος πήρα πάνω Μου το φορτίο τους, Εγώ ο Ίδιος θέ­λησα να εξαλείψω την ενοχή τους προς χάριν της Αγάπης Μου. Και προς χάριν της Δικαιοσύνης Μου πλήρωσα Εγώ για την ενοχή αυτή. Τα υπέρογκα πάθη που έπρεπε να υποστεί το αν­θρώπινο περίβλημα του Ιησού ήταν για Μένα ικανοποιητική εξιλέωση. Εντούτοις από μόνος του ο άνθρωπος Ιησούς δεν θα είχε μπορέσει να αντέξει όλα αυτά τα πάθη εάν δεν τον είχε καταστήσει ικανό γι’ αυτό η Αγάπη που ήταν μέσα του.

Έτσι δεν παύω να τονίζω ότι το λυτρωτικό αυτό έργο ήταν και θα μείνει ανεπανάληπτο, για το λόγο ότι η λυτρωτική του δύνα­μη αρκεί για όλη την αιωνιότητα. Όσο θα εξακολουθούν να υπάρχουν έκπτωτα πνεύματα δεν θα πάψει να γίνεται αναφορά στον Ιησού Χριστό, μια και η αναγνώριση του απελευθερωτι­κού του έργου από τους ανθρώπους θα τους απελευθερώνει από την ενοχή για την αλλοτινή τους αποστασία και πτώση. Και πραγματικά δεν χρειάζεται πια καμία άλλη εξιλαστήρια θυσία, αφού την πρόσφερα Εγώ αυτοπροσώπως για όλες τις αιωνιότητες.

Θα πρέπει λοιπόν να αρκεσθείτε σε αυτό που σας λέω και να μην παρασύρεται η προσοχή σας από γεγονότα σατανικής προέλευσης τα οποία δεν μπορεί να είναι συμβατά με το λυ­τρωτικό Μου έργο. Γιατί όποτε το χαρακτηρίζει κάποιος ως ανολοκλήρωτο, δηλαδή ατελές, ή όποτε κάποιος δείχνει έναν άλλο δρόμο προς τη μακαριότητα από εκείνον του σταυρού, τότε δεν είναι ποτέ δυνατό να ειπωθεί ότι μέσα από αυτόν μιλάει το Πνεύμα του Θεού. Αντίθετα σε αυτήν την περίπτωση βρίσκονται επί τω έργω δυνάμεις οι οποίες επιδιώκουν να εμπο­δίσουν την απελευθέρωση σας και προσπαθούν να σας απο­μακρύνουν από Μένα, που επιθυμώ να Με αναγνωρίσετε και να Με αγαπήσετε στη μορφή του Ιησού Χριστού. Και τότε πρέπει να προφυλαχθείτε γιατί ο αντίπαλος Μου είναι πολύ επιτήδειος στο να παρουσιάζεται σαν άγγελος του Φωτός και συνεπώς δεν θα σας είναι εύκολο να του αφαιρέσετε το φω­τεινό προσωπείο που φοράει.

Αρκεί ωστόσο να καλέσετε τον Ιησού Χριστό, ο οποίος γνω­ρίζει πολύ καλά τον εχθρό κι αντίπαλό του και να του ζητήσε­τε τη βοήθειά του. Γιατί αφού Αυτός κι Εγώ είμαστε ένα, όταν Με παρακαλείτε να σας δώσω ορθότητα σκέψης και τη συ­μπαράσταση Μου σε οποιοδήποτε πρόβλημα πνευματικής φύ­σης, δεν χρειάζεται πλέον να ανησυχείτε ότι θα πέσετε σε κά­ποια παγίδα. Γιατί πράγματι καθοδηγείσθε στους σωστούς δρό­μους και φανερώνεται ζωντανά επάνω σας η δύναμη του έργου της λύτρωσης. Έτσι αναγνωρίζετε με σιγουριά και με σαφή­νεια ποιο δρόμο πρέπει να πάρετε, όπως δε το πώς και πού ελ­λοχεύει ο κίνδυνος.

Εγώ σας απελευθέρωσα από κάθε αμαρτία γιατί ο σταυρικός θάνατος Μου ήταν η πληρωμή για την ενοχή σας και η εξιλα­στήρια αυτή πράξη δεν μπορεί να χάσει σε δύναμη επειδή πολεμάται από τον αντίπαλο Μου. Βέβαια εκείνος δεν θα πάψει να προσπαθεί να σας επηρεάσει εσάς τους ανθρώπους με σκο­πό να σας φέρει σε σύγχυση ώστε να αρχίσετε να Με αμφισβη­τείτε σαν λυτρωτή σας. Γιατί στην εποχή του τέλους θα εγερ­θούν πολλοί ψεύτικοι Χριστοί και ψεύτικοι προφήτες και θα προσπαθούν να σας παρασύρουν σε λάθος δρόμους. Τότε λοι­πόν οφείλετε να έχετε δυνατή πίστη και να ξέρετε ότι πρέπει να βασίζεστε μόνο στον Ιησού Χριστό. Γιατί τότε αναγνωρί­ζετε Εμένα ουσιαστικά και έτσι Με καλείτε ως Πατέρα σε κά­θε ανάγκη και κίνδυνο που απειλούν το σώμα ή την ψυχή σας.

Αμήν»

* * *

«Τετέλεσται» ήταν τα γνωστά τελευταία λόγια του Ιησού. Στο ερώτημα τι ήταν αυτό που έφτασε στην τελείωση του, απα­ντά ο ίδιος σε ένα από τα κείμενα της «Εσωτερικής ερμηνείας των Ευαγγελίων»:

«… Στη συνέχεια λέγεται βέβαια ότι “Τετέλεσται!” Όμως τι είναι αυτό που έχει ολοκληρωθεί; Αυτό που έχει ολοκληρω­θεί είναι ο αγώνας που Εγώ ο Ίδιος δίνω για εσάς. Γιατί δεν μπορώ να κάνω για εσάς τίποτε περισσότερο, παρά σαν Δημιουργός, σαν Θεός και Κύριος σας, ως η Ίδια η αιώνια Ζωή, να πάρω επάνω Μου το θάνατο σας!

Ότι Εγώ δεν είναι δυνατόν να πεθάνω κατά το αιώνιο Μου Πνεύμα, αυτό δεν χρειάζεται περαιτέρω εξηγήσεις. Αλλά μόνο τον αγώνα που δίνω για σας μπορώ να τον προχωρήσω ατελεύτητα μέχρι την ανώτατη δυνατή του βαθμίδα. Αυτό σημαίνει, ότι επειδή και εσείς οι ίδιοι εί­σαστε πεπερασμένα όντα, γι’ αυτό και ο αγώνας Μου αυ­τός είναι απαραίτητο να έχει κάποιον ανώτατο δυνατό στόχο. Όταν επιτευχθεί αυτός ο στόχος, από τη Δική Μου πλευρά τουλάχιστον ο αγώνας έχει ολοκληρωθεί. Αυτό το πράγμα όμως δεν ισχύει και για εσάς, που σ’ Εμένα τον υπέρμαχο σας, που ολοκλήρωσε τον αγώνα του για τη Ζωή σας, από τη μεγάλη σας ευγνωμοσύνη αντί για το ζωντανό νερό της αγάπης Μού προσφέρετε ξίδι ανά­μικτο με χολή.

Το έργο βέβαια έχει ολοκληρωθεί. Αλλά δυστυχώς όχι για εσάς, η προσπάθεια έχει ολοκληρωθεί μόνο για Εμέ­να τον Ίδιο, ή με άλλα λόγια: έκανα για εσάς τα πάντα όσα είναι δυνατόν να γίνουν από θεϊκής πλευράς. Γι’ αυ­τό το λόγο, έχω ολοκληρώσει το έργο Μου για εσάς. Κάνετε όμως και εσείς την αντίστοιχη προσπάθεια, ώστε αυτό το έργο να ολοκληρωθεί και σε εσάς.

Τούτο σημαίνει ότι ο άνθρωπος δεν λυτρώνεται με τη βία, αφού πρέπει να θελήσει μόνος του την τελείωσή του. Το ναι, δηλαδή η προσφορά του Θεού προς τον άνθρω­πο πρέπει να ανταποδοθεί με ένα ναι και μία προσφορά του ανθρώπου προς το Δημιουργό του. Γιατί όπως λέει ο Ιησούς στο “Μεγάλο Ευαγγέλιο του Ιωάννη”:

Εάν θα έσπρωχνα δια της βίας τις ψυχές προς το αλη­θινό φως, τότε θα ήταν σαν σκέτες ετεροκίνητες μηχα­νές. Χάρη στην ιερή ελευθερία της βούλησης του ανθρώ­που δεν μπορεί και δεν επιτρέπεται να μπει κανένας δια της βίας σε ένα καλούπι.

Έχω αρκετή δύναμη για να σας αλλάξω τρόπο σκέ­ψης και την ελεύθερη βούληση σας να την μετατρέψω σε ένα υποζύγιο δεμένο χειροπόδαρα. Κι αυτό το ζώο θα πειθαρχεί ταπεινά στο χαλινάρι της παντοδυναμίας Μου. από μόνο του όμως χωρίς τη χαλιναγώγηση Μου θα είναι νε­κρό…”»

Όμως ο Θεός δεν θέλει να έχουμε το θάνατο, αλλά την αθα­νασία1 άλλωστε γι’ αυτό λέει ο Ιησούς: «Όταν θα υψωθώ από τη γη θα τραβήξω όλους τους ανθρώπους κοντά μου» (κατά Ιωάννη 12, 32).

Το μεγαλύτερο δώρο που χάρισε ο Θεός στους ανθρώπους, την ελευθερία της βούλησης, την ονομάζει «ιερή ελευθερία». Έτσι και ο ίδιος σέβεται αυτό το απαραβίαστο δικαίωμα σε τέ­τοιο βαθμό που τους άφησε και τους αφήνει ακόμη να τον σταυρώνουν. Αυτός είναι ο λόγος που πολλά από όλα εκείνα που εγκαινιάστηκαν από το ουράνιο προς το γήινο επίπεδο χά­ρη στο Πάσχα παραμένουν μυστικά, γεγονός που κάνει πολ­λούς να αμφιβάλουν ότι η λύτρωση είναι πραγματική. Αλλά τους όρους και τους ρυθμούς της τελείωσης τους καθορίζει η θεία αγάπη και η σοφία με βάση την ατομική προαίρεση: «και στο σπόρο ακόμη του αφήνω καιρό για να βλαστήσει και να ριζώσει… και δένομαι κι Εγώ μαζί του…» («Μ.Ε.Ι.»)

Ο κόσμος λυτρώθηκε μέσα στον Χριστό ή όπως λέει ο Παύ­λος: «Ο Θεός ήταν μέσα στον Χριστό και συμφιλίωσε τον κό­σμο μαζί του». Μετά τη μεγάλη Παρασκευή και το Πάσχα ο κόσμος δεν είναι πλέον ο ίδιος κι ας φαίνεται έτσι εξωτερικά. Ο Ιησούς Χριστός ως «πρωτότοκος» μιας νέας δημιουργίας, ενός «νέου Ουρανού και μιας νέας Γης» ανύψωσε τον κόσμο μαζί του μέχρι το πρόσωπο του Θεού. «Τώρα τα κάνω όλα και­νούργια», λέει στο «Μ.Ε.Ι.», «γι’ αυτό όλες οι συνθήκες πρέ­πει να μεταμορφωθούν γιατί κι Εγώ ο Ίδιος έχω μεταμορφω­θεί εφ’ όσον ντύθηκα με την ύλη». Στην ουσία, η ύστατη συνέ­πεια είναι ότι στο σταυρό Θεός και άνθρωπος συγχωνεύτηκαν σε μία οντότητα. Όποιος σήμερα βλέπει τον Ιησού σαν απλό -αν και ξεχωριστό- άνθρωπο δεν θα μπορεί να πιστέψει ότι είναι ο «λυτρωτής» του. Μόνο όταν καταλάβει κανείς τη διτ­τή του υπόσταση ως αληθινό Θεό και αληθινό άνθρωπο αρχί­ζει να διεισδύει στο βαθύτερο νόημα του έργου του.

* * *

Γιατί μόνο ο Ιησούς και όχι κάποιος άλλος

διδάσκαλος πριν από αυτόν;

Σε αυτό το σημείο είναι ενδιαφέρον για το θέμα που εξετά­ζεται εδώ να ερευνηθεί η πνευματική κατάσταση της ανθρω­πότητας πριν τον ερχομό του Χριστού σε συνάρτηση με τις προσπάθειες μεμονωμένων αναζητητών, σοφών, ιερέων, μυημένων κ.ά. να διασπάσουν το σκοτάδι και να βρουν την πρό­σβαση προς τον Θεό.

Αναφέρθηκε προηγούμενα σ’ ένα σημείο από το «Μεγάλο Ευαγγέλιο του Ιωάννη» ότι εάν δεν είχε απειθήσει ο Αδάμ, ού­τε οι απόγονοι του θα μπορούσαν στη συνέχεια να απειθήσουν, γιατί τότε θα είχε πνίξει μέσα του τον κακό σπόρο κι έτσι δεν θα μπορούσε να κληρονομηθεί παρακάτω. «Με την ανυπακοή του όμως γονιμοποίησε αυτό το σπόρο και στους απογόνους του έγινε πια ολόκληρο δέντρο που μόλις μετά βίας αφήνει το φως του ήλιου να φέξει μέσα από το πυκνό του φύλλωμα. Στις μετέπειτα γενιές υπήρξαν συχνά ορισμένες ιδιαίτερα δυνατές ψυχές οι οποίες προσπάθησαν να διασπάσουν αυτό το φύλλω­μα για να μπορέσει να το διαπεράσει το φως του ήλιου. Στο βαθμό λοιπόν που το κατάφεραν σε μεμονωμένα σημεία του δημιουργήθηκαν οι πανάρχαιες θρησκείες της ανθρωπότητας. Αλλά αυτές οι δυνατές ψυχές δεν κατάφεραν να πετύχουν τον πυρήνα, την καρδιά του κολοσσιαίου δέντρου που ήταν καλά ριζωμένο ώστε να το αναγκάσουν να πεθάνει. Ο λόγος δε που δεν το κατάφεραν ήταν επειδή οι ίδιοι στη γήινη ζωή τους δεν ήταν απαλλαγμένοι από ενοχή, γιατί πρώτα απόλαυσαν τον κόσμο και μετά δίψασαν για αλήθεια και γνώση του Θεού. Μόνο όταν ο κόσμος τους φάνηκε πια ανούσιος άρχισαν να αναζητούν κάτι καλύτερο.

Οι αρχαίες θρησκείες της Ινδίας είναι οι πιο παλιές που σας είναι γνωστές. Ουσιαστικά η πιο παλιά είναι η αρχαία αιγυ­πτιακή στην καθαρή της μορφή, αλλά εκείνη η γνώση έχει χα­θεί. Όλοι αυτοί οι διδάσκαλοι ήταν τέτοιες δυνατές ψυχές οι οποίες άνοιξαν για τον εαυτό τους το δρόμο μέσα από τα κλα­διά και το φύλλωμα του δέντρου και μετά τον έδειξαν και στους υπόλοιπους. Όσα δε περιέγραψαν ή δίδαξαν ήταν αληθινά και σωστά πράγματα. Εντούτοις στην εποχή τους δεν μπορούσαν να διδάξουν άλλο από αυτά που δίδαξαν, για τον οποίο λόγο πολλά έχουν γίνει σήμερα παρωχημένα, πράγμα που είναι ευκολοεξήγητο εάν γνωρίζει κανείς τα βασικά αίτια των πραγ­μάτων. Αναλυτικότερα:

Προτού ενσαρκωθεί ως Ιησούς ο Θεός ήταν απρόσωπος1. Για το λόγο αυτό κανείς δεν μπορούσε να Τον δει, αλλά μόνο να αι­σθανθεί την οντότητα Του, η οποία σαν φυσικό φαινόμενο μό­νο ως φως μπορούσε να γίνει αισθητή, επειδή η φύση του Θε­ού είναι αμιγές Φως που σκορπά παντού τις αχτίνες του. Όπου υπάρχει δε το Φως, διαχέεται παντού και έτσι διαπερνά, πλημμυρίζει και ζωογονεί τα πάντα. Ων λοιπόν ο Θεός απρόσωπος σημαίνει ότι δεν υπάρχει ένα συγκεκριμένο σημείο από το οποί­ο πηγάζει η ακτινοβολία του, όπως λόγου χάρη σε έναν ήλιο, αλλά πρόκειται για μία θάλασσα Φωτός, στην οποία δεν παρου­σιάζεται κανένα σημείο συγκέντρωσης. Επομένως εκείνοι που κατάφεραν να διεισδύσουν πνευματικά στην οντότητα του Θεού μπορούσαν μόνο να την αισθανθούν σαν μία ζωή μέσα στο Φως, μία μεταρσίωση και μία γαλήνια αιώρηση μέσα σε Φως, μία μέ­θεξη με το Φως συνοδευμένη από παντελή έλλειψη οποιασδή­ποτε επιθυμίας2. Όταν λοιπόν ο άνθρωπος Ιησούς έγινε η προ­σωποποίηση του Θεού, όποιος τον πλησίαζε είχε μία τελείως διαφορετική αίσθηση της θεότητας, δηλαδή αισθανόταν απλά ότι πλησίαζε έναν άλλο άνθρωπο. Ως εκ τούτου, οι παλιοί ορα­ματιστές είχαν δίκιο με τα οράματα τους, αλλά και οι νεότεροι που έζησαν μετά από Μένα έχουν εξ ίσου δίκιο.

Μετά την πτώση του Εωσφόρου, όταν πήρε ορατή υπόστα­ση ο υλικός κόσμος, δημιουργήθηκε βέβαια ο πνευματικός Ήλιος ως έδρα της θεότητας, αλλά δεν επρόκειτο για μια μοναδική συγκέντρωση της.

Το φως ήταν παντού σε όλο τον πνευματικό κόσμο, για τον δε ενσαρκωμένο άνθρωπο όσο η ψυχή του ήταν συνδεδεμένη με το σώμα του, αυτός ο πνευματικός Ήλιος δεν ήταν ορατός πριν έρθω να ζήσω Εγώ στη γη. Μόνο στις πνευματικές οντότη­τες δινόταν η δυνατότητα να τον δουν σαν μια επιβράβευση της πίστης τους, αλλά ενώ πρώτα ήταν ορατός μόνο για εκείνες, τώ­ρα είναι επίσης ορατός για τον κάθε άνθρωπο που πιστεύει σε Μένα, εφ’ όσον έχει ανοιχτεί ο πνευματικός οφθαλμός του, για­τί ο άνθρωπος Ιησούς μπορεί ανά πάσα στιγμή να αποκαλύψει ολόκληρο το βασίλειό Του σε όλους όσους Τον πιστεύουν.

Ανακύπτει ένα επιπρόσθετο όμως ερώτημα, το γιατί συνα­ντά κανείς τα ίδια βασικά χαρακτηριστικά και στις αρχαίες θρησκείες;

Για όποιον κατάλαβε αυτές εδώ τις αποκαλύψεις, θα ήταν απορίας άξιο εάν δεν ήταν έτσι τα πράγματα. γιατί εφ’ όσον αυτές οι αρχαίες θρησκείες είναι ουσιαστικά πρόδρομοι της διδασκαλίας του Υιού του Ανθρώπου και του Θεού, άρα πρέ­πει να παρουσιάζουν τα βασικά χαρακτηριστικά της τελευταί­ας, δεν μπορούν δηλαδή να περιέχουν κάτι το διαφορετικό απ’ αυτή. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο η ζωή των μεμονωμένων διδασκάλων που είχαν εμφανιστεί στο ρου της ιστορίας παρου­σίαζε ομοιότητες με τη δική Μου.

Εάν ήταν πλήρως γνωστή η αρχαία αιγυπτιακή θρησκεία στα πρωταρχικά βασικά χαρακτηριστικά της, τα οποία έχουν φθά­σει τελείως αλλοιωμένα ως τη σημερινή εποχή, ένεκα της λα­τρείας των πολλών θεών, τότε θα αποφαινόταν κανείς ότι η χριστιανική θρησκεία προήλθε από την αρχαία αιγυπτιακή. Γιατί τόσο πολύ μοιάζουν αυτές οι δύο, ιδίως μάλιστα όταν οι οντότητες του Όσιρη, της Ίσιδας και του Ώρου κατανοηθούν όπως ήταν ακριβώς η αρχική τους έννοια.

Πώς πέτυχα Εγώ τότε να ρίξω κάτω το δέντρο της αμαρτίας και να μην ανοίξω απλά ένα άνοιγμα μέσα από το φύλλωμα του; Καταρχάς, ας ξεκαθαριστεί για τον καθένα τι σημαίνει η λέξη “αμαρτία”!

Ίσως κάποιος να έχει γρήγορα έτοιμη την απάντηση και να πει: αμαρτία είναι οτιδήποτε αντιβαίνει στη βούληση του Θεού. Σωστό είναι αυτό, αλλά ποια είναι τότε η βούληση του Θεού και πώς την αναγνωρίζει ο άνθρωπος, ο οποίος ούτε καν πιστεύει στον Θεό και ακόμη λιγότερο αναγνωρίζει τη βούληση Του:

Σε αυτή την περίπτωση πρέπει κανείς να κρίνει με βάση την ανθρώπινη οπτική. Στην ουσία δεν μπορεί κανείς να αμαρτή­σει απέναντι στον Θεό εάν δεν Τον έχει αναγνωρίσει. Όσο μπο­ρεί κανείς να εξοργιστεί φερ’ειπείν με έναν τυφλό ο οποίος ισχυρίζεται ότι το φως δεν υφίσταται μόνο και μόνο επειδή ο ίδιος δεν το βλέπει, άλλο τόσο μπορεί να ζητά ευθύνες ο Θεός από κάποιον που δεν Τον αναγνωρίζει από άγνοια.

Αλλά βέβαια κι ένας τρελός μπορεί να προσβάλει κάποιον όταν του εναντιωθεί με οποιονδήποτε τρόπο, είτε είναι ο γεί­τονας του είτε ένας άλλος άνθρωπος, τον οποίο μπορεί επίσης να μη βλέπει, όμως τον ακούει, τον αισθάνεται ή μπορεί, επι­πλέον, να απολαμβάνει άμεσα τις αισθητές ευεργεσίες του. Εί­ναι δυνατό δηλαδή να αμαρτήσει απέναντι στην αγάπη που του δείχνει ο άλλος, καθώς παρά την τυφλότητα του δεν μπο­ρεί να αρνηθεί την ύπαρξη του.

Το ίδιο ισχύει και για τον πνευματικώς τυφλό, ο οποίος έχει τη δυνατότητα να παραβεί την εντολή της αγάπης για τον πλη­σίον, ακόμη κι αν δεν αναγνωρίζει τον Θεό. Η αγάπη για τον πλησίον είναι ο δρόμος προς την αγάπη για τον Θεό, όπως έχει ήδη εξηγηθεί αρκετές φορές.

Επειδή λοιπόν ο άνθρωπος Ιησούς εκπλήρωσε αυτή την εντο­λή μέχρι κεραίας και μάλιστα από την παιδική του κιόλας ηλι­κία, γι’ αυτό μέσα του αναπτύχθηκε η αγάπη για τον Θεό σε τέτοιο βαθμό που στο τέλος μπόρεσε να αφομοιωθεί από αυτήν. Η αμαρτία δεν είχε καμία ισχύ επάνω του, γιατί από τον αρχικά σωστό δρόμο της φιλαλληλίας που εκδηλώνεται με ε­ξωτερικά έργα, επιδίωξε να περάσει στον εσωτερικό, αόρατο δρόμο της αγάπης για τον Θεό.

Αντίθετα, η πτώση από τη μία αμαρτία στην άλλη καταλή­γει σε όλο και μεγαλύτερη ψυχική σκληρότητα. Οι άνθρωποι μιλούν για καρδιές από πέτρα, προκειμένου να χαρακτηρίσουν μία τέτοια κατάσταση που είναι απρόβλεπτο πόσο μακριά μπορεί να οδηγήσει. Η ύλη, η εξωτερική επιθυμία, αυξάνει διαρκώς και όπως είναι φυσικό αντίστροφα φθίνει διαρκώς περισσότερο η συνείδηση ότι έχει κανείς έναν κάποιο πνευματικό – ψυχικό πυρήνα ως οντότητα. Η σκλήρυνση αυτή οδηγεί τελικά σε μια ζωώδη κατάσταση, που δεν είναι άλλο από σκέτη συντήρηση της ύπαρξης και αναπαραγωγή χωρίς καμία πνευ­ματική, εσωτερική ελευθερία.

Τη λύτρωση από μία τέτοια κατάσταση την προσφέρει μόνο μία καθαρά πνευματική διδασκαλία, η οποία οδηγεί στην ηθική συνείδηση της αξίας του ανθρώπινου όντος. Η διδασκαλία αυτή σάς έχει δοθεί απολύτως κατανοητά στα ουσιώδη της σημεία και με κάθε δυνατή διαύγεια. Ακολουθώντας την κανείς σπάει τις αλυσίδες της ύλης, απελευθερώνεται από τα δεσμά που τον δένουν με τον ηδονισμό, που του προκαλούν τα γήινα πράγματα και τελικά οι υλικές επιθυμίες και πόθοι του ,μετατρέπονται σε μια κατάσταση μιας πολύ καθαρής αίσθησης που τη χαρακτηρίζει η πλήρης γνώση του κακού. Εντούτοις ο ίδιος δεν διαπράττει πλέον το κακό, καθ’ ότι το δικό εγώ μειώνεται συνέχεια, ενώ συνήθως τούτο το εγώ (ο εγωισμός) αντίθετα μεγαλώνει διαρκώς. Όσο πιο πολύ δε υποχωρεί το εγώ, τόσο πιο απαλά γίνονται τα δεσμά της ύλης, ώσπου στο τέλος δεν τα αισθάνεται καν ως δεσμά.

Επομένως, μόνο ο Ιησούς μπόρεσε να καταρρίψει το δέντρο της αμαρτίας, γιατί αυτός περιέκλειε μέσα του το θείο Πνεύμα το οποίο είχε δώσει στον Αδάμ την εντολή που εκείνος τελικά δεν τήρησε.

Εύλογα μπορεί να ρωτήσει εδώ κανείς, πού είναι η απόδει­ξη ότι όντως έτσι έχουν τα πράγματα κι ότι δεν πέτυχαν το ίδιο επίτευγμα και οι προηγούμενοι διδάσκαλοι; Διότι αυτό που λέγεται εδώ είναι κάτι που δεν υπόκειται στην ανθρώπινη παρατήρηση, αφού πρόκειται για μια εσωτερική διαδικασία για την οποία εκτός από τον ίδιο τον Ιησού δεν μπορεί να προσφέρει κανένας άλλος τη μαρτυρία του. Επιπλέον ως εξωτερική διαδικασία δηλαδή η εμφάνιση ενός ξεχωριστού διδασκάλου με μια συγκεκριμένη πορεία και καλές διδαχές, αλλά και ο ιδιαί­τερος θάνατος ακόμη είναι κάτι το οποίο έχει παρουσιαστεί πολλές φορές στο παρελθόν. Πώς λοιπόν στην περίπτωση του Ιησού κόπηκε πραγματικά στα δύο το δέντρο της αμαρτίας, ενώ οι άλλοι διδάσκαλοι απλώς διαπέρασαν το φύλλωμα του; Άλλωστε δεν υπάρχει κανένα αξιόλογο εμφανές αποτέλεσμα από αυτό το έργο στον κόσμο, καθώς η αμαρτία ανθίζει τώρα πιο πολύ από ποτέ άλλοτε και είναι γεγονός ότι η ανθρωπότη­τα μόνο με εξωτερικά εμφανή κριτήρια μπορεί να κρίνει.

Όντως, με την πρώτη ματιά φαίνεται να είναι έτσι, εν τού­τοις από πιο κοντινή παρατήρηση τα πράγματα αλλάζουν. Οποιοσδήποτε αρχίσει να βαδίζει στον εσωτερικό δρόμο δεν θα αργήσει να αντιληφθεί πώς είναι φτιαγμένος στην πραγμα­τικότητα. Η εξωτερική όψη δεν λέει σχεδόν τίποτα, αφού δεν είναι παρά ένα κούφιο καρυδότσουφλο. Όποιος όμως δεν θέ­λει να ακολουθήσει τον εσωτερικό δρόμο, είναι αδύνατο να πεισθεί ή με άλλα λόγια είναι εξ ίσου δύσκολο να του μετα­δώσει κανείς μια εικόνα αυτού του δρόμου όσο το να δώσει σ’ έναν τυφλό να σχηματίσει μια ιδέα τού τι είναι τα χρώμα­τα. Επομένως, για να επιτύχει κανείς την τελείωση, πρέπει πρώτα να ακολουθήσει το δρόμο της. Ιδού λοιπόν ο δρόμος, βαδίστε τον πρώτα και μετά κρίνετε!

Χωρίς Εμένα δεν μπορεί κανένας να φτάσει στον Πατέρα και χωρίς την πίστη στον Ιησού ποτέ κανένας σοφός δεν αι­σθάνθηκε την πανίσχυρη θεία Οντότητα ως την Πρωταρχική Πηγή όλης της Αγάπης, που μπορεί να παρουσιαστεί με ένα συγκεκριμένο πρόσωπο.

Η απρόσωπη Θεότητα προσωποποιείται μόνο στον Ιησού και αυτή η ένωση αμφότερων μέσα στην ανθρώπινη μορφή καθιστά δυνατή την προσέγγιση του δημιουργήματος προς το Δημιουργό του, τη μεταμόρφωση της ύλης σε πνεύμα, ήτοι την επιστροφή των έκπτωτων πάνω από το διαχωριστικό τεί­χος μεταξύ ύλης και πνεύματος που αλλιώς αποτελούν δύο σημεία τα οποία αποκλείεται να συναντηθούν ποτέ. Και η γέ­φυρα μεταξύ τους είναι η ζωή του Ιησού.

Εδώ αναδύεται ένα άλλο ερώτημα: πόσο μακριά μπορούσαν να φτάσουν οι ψυχές που είχαν αποδημήσει πριν το θάνατο του Υιού του Ανθρώπου;

Ασφαλώς, στο βαθμό που είχαν ακολουθήσει τη διδασκαλία ενός από τους πολλούς προγενέστερους διδασκάλους, μπορού­σαν να φτάσουν ως τη γνώση και επίσης στη μακαριότητα μέσα τους αλλά φυσικά όχι και στο να δουν τη Θεότητα προσωποποι­ημένη. Αυτό συνέβηκε για πρώτη φορά όταν το σώμα του Ιησού κείτοταν στον τάφο. Το αμιγώς γήινο σώμα βρισκόταν εκεί ενώ η ψυχή του με το θείο Πνεύμα που ενείχε πήγε στον άλλο κόσμο και φάνηκε σε όλους ως Αυτός που είναι και ήταν.

Σχετικά με το θέμα αυτό εδώ μπορούν να γίνουν μόνο κά­ποιες νύξεις. Αλλά αργότερα θα αποκαλυφθεί επακριβώς αυ­τό το γεγονός.

Με αυτή την αποκάλυψη στον κόσμο των πνευμάτων άρχι­σε η δόμηση και η κατοίκηση της νέας Ιερουσαλήμ ως της πό­λης του Θεού που θα υφίσταται στους αιώνες των αιώνων».

Η υπέρβαση του θανάτου

«Το σώμα Μου βρίσκεται εδώ στη θέση των ψυχών σας. για να ζήσουν οι ψυχές σας θα χάσει αυτό τη ζωή κι η χαμένη του ζωή θα αποτελεί παντοτινά κέρδος για τις ψυχές σας. Την τρί­τη μέρα όμως θα μεταμορφωθεί και θα πάρει μία άλλη ζωή. Τότε η πληθώρα του αιώνιου Πνεύματος Μου θα εισχωρήσει μέσα σας και θα σας οδηγήσει σε όλη την αλήθεια. Εγώ είμαι ο δρόμος, η αλήθεια, η ανάσταση και η ζωή. Όποιος πιστεύει σε Μένα και ζει σύμφωνα με τη διδασκαλία Μου έχει μέσα του την αιώνια ζωή και δεν πρόκειται να δει ούτε να αισθαν­θεί το θάνατο ακόμη κι αν το σώμα του πέθαινε χιλιάδες φο­ρές. Γιατί όποιος Με πιστεύει, ακολουθεί τις εντολές Μου και Με αγαπάει πάνω από όλα, αυτός είναι μέσα Μου κι Εγώ εί­μαι μέσα του πνευματικά. Κι όπου είμαι Εγώ, εκεί είναι και η αιώνια ζωή».

Από τις νέες αποκαλύψεις στον Γιάκομπ Λόρμπερ

Η κάθοδος στον κάτω κόσμο

 

«Έτσι πήγε και κήρυξε στις ψυχές που ήταν φυλακισμέ­νες στον Άδη, ακόμη και σε εκείνες που κάποτε είχαν απειθήσει στον Θεό ενώ Αυτός περίμενε υπομονετικά να μετανιώσουν, όπως έγινε παραδείγματος χάρη και τον καιρό του Νώε…. Για το λόγο αυτό ο Χριστός κήρυξε το χαρμόσυνο μήνυμα και στους νεκρούς, ώστε παρ’ όλο που σύμφωνα με την ανθρώπινη μοίρα η σάρκα τους είναι κα­ταδικασμένη, να ζουν ζωή θεϊκή χάρη στο Πνεύμα».

Επιστολή Πέτρου Α’3, 19-20.4,6

Τα λόγια αυτά του Πέτρου συνιστούν μία σημαντική βιβλι­κή μαρτυρία ότι η Αγάπη του Πατέρα δεν παύει να εκδηλώ­νεται με το σωματικό θάνατο παρά ακολουθεί και στην υπερκόσμια φυλακή τους τις ψυχές που παρέμειναν τυφλές και ανυ­πότακτες στην επίγεια ζωή.

Η κάθοδος στα πεδία του κάτω κόσμου για να λυτρώσει τις ψυχές εκείνες που ήθελαν να λυτρωθούν, ήταν η πρώτη πρά­ξη του Ιησού Χριστού που είχε γίνει πλέον ένα με το αιώνιο Πνεύμα του Πατέρα, ενόσω το φυσικό του σώμα βρισκόταν ακόμη στον τάφο του. Αυτό αποδεικνύει πόσο σημαντικό ρό­λο παίζει στο θείο σχέδιο το να φθάνει το μήνυμα της αγάπης και της ελευθερίας στις ψυχές που είναι αιχμάλωτες της αβου­λίας τους ή της κακής τους βούλησης.

Πολλοί χριστιανοί δεν δέχονται ότι έλεος υπάρχει πάντα, δη­λαδή ότι η δυνατότητα τελειοποίησης και επίτευξης της μα­καριότητας υπάρχει και μετά το θάνατο. Το μόνο που βλέπουν είναι στατικά είτε μία αιώνια μακαριότητα είτε μία αιώνια κα­ταδίκη. Αυτό όμως είναι σε καταφανή αντίφαση με την επι­στολή του Πέτρου στην οποία γίνεται σαφές ότι η ευσπλαχνί­α του Θεού δεν γνωρίζει κανένα όριο.

Στον λορμπερικό «Ρόμπερτ Μπλουμ» που περιγράφει τις εξελικτικές πορείες διαφόρων ψυχών στον άλλο κόσμο ανα­φέρεται ένας διάλογος μεταξύ του Χριστού και μιας ψυχής που ζητά απαντήσεις όσον αφορά το θέμα της ύπαρξης ή μη μιας αιώνιας καταδίκης. Ενδιαφέρον έχει η απάντηση του Κυρίου:

«… Πώς μπορεί να έχω δημιουργήσει ένα ον για τον αιώνιο θάνατο, τη στιγμή που Εγώ είμαι η ίδια η αιώνια Ζωή. Είναι βέβαια γραμμένο για έναν αιώνιο θάνατο, που είναι μια πα­ντοτινή, μόνιμη καταδίκη, η οποία προκύπτει από την αιώνια αμετάβλητη Τάξη Mου. Αυτή είναι η λεγόμενη φωτιά της ορ­γής ή ακόμη καλύτερα ο ζήλος της θέλησης Μου, η οποία προ­φανώς πρέπει να μείνει αιώνια αμετάβλητη, γιατί αλλιώς θα εξαφανίζονταν όλα τα δημιουργήματα με μιας.

Όποιος λοιπόν παρασύρεται από τον κόσμο και την ύλη του (ο οποίος αναγκαστικά πρέπει να είναι και να παραμένει κα­ταδικασμένος, γιατί αλλιώς δεν θα ήταν ο “κόσμος”), πρέπει να θεωρείται νεκρός και χαμένος για όσο διάστημα δεν θέλει να αποκοπεί από την καταδικασμένη ύλη. Συνεπώς είναι απα­ραίτητο να υπάρχει μια αιώνια καταδίκη, ένα αιώνιο πυρ και ένας αιώνιος θάνατος για χάρη των δημιουργημάτων. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι ένα πνεύμα που βρίσκεται σε καταδίκη, πρέπει να μείνει καταδικασμένο για όσο διάστημα μπορεί να διαρκέσει αυτή η καταδίκη. Κατά το ίδιο μέτρο, κτίζοντας στη γη μια φυλακή που θα κρατήσει, αυτό δεν σημαίνει πως οι φυ­λακισμένοι θα πρέπει να μείνουν έγκλειστοι εκεί μέσα για όσο καιρό θα υπάρχει η φυλακή.

Δεν είναι άραγε φανερό για τον καθένα ότι “φυλακή” και «φυλάκιση» σημαίνει δυο διαφορετικά πράγματα; Βέβαια η φυλακή είναι και παραμένει αιώνια, όπως η φωτιά της θέλη­σης Μου δεν μπορεί να σβήσει ποτέ, αλλά οι φυλακισμένοι παραμένουν στη φυλακή μόνο ώσπου να δείξουν μεταμέλεια και να βελτιωθούν.

Εξάλλου δεν υπάρχει ούτε μια συλλαβή σε ολόκληρη τη Γρα­φή που να μιλάει για μια αιώνια απόρριψη ή καταδίκη ενός πνεύματος. Γίνεται μόνο λόγος για μια αιώνια καταδίκη της αταξίας απέναντι στην αιώνια Τάξη Μου. Η αμαρτία, ως παρεκτροπή από τάξη ή ανομία, είναι πραγματικά καταδικασμέ­νη αιώνια όμως ο αμαρτωλός είναι υπό καταδίκη μόνο όσο διατηρεί την αμαρτία!

Κατά συνέπεια υπάρχει στ’ αλήθεια μια αιώνια κόλαση, όμως δεν υπάρχει κανένα πνεύμα που να είναι καταδικασμένο αιώ­νια, παρά μόνο ώσπου να βελτιωθεί! Είπα βέβαια στους Φαρισαίους ότι η καταδίκη τους θα είναι ακόμη μεγαλύτερη, αλλά δεν είπα σε καμία περίπτωση ότι θα καταδικασθούν αιώνια».

* * *

Το τι ακριβώς διαδραματίστηκε κατά την κατάδυση του Ιησού Χριστού στον κάτω κόσμο όπου μετέφερε την είδηση της νέας ζωής το περιέγραψε ο ίδιος σε μία μετάδοση στην Μπέρτα Ντούντε στις 20.6.1956:

«Όσο βρισκόμουν στη γη, η μόνη σκέψη μου ήταν να προ­φυλάξω τους ανθρώπους από το να κατρακυλήσουν στο πιο βαθύ σκοτάδι, το οποίο τους οδηγούσε κατευθείαν στην κό­λαση χωρίς να τους αφήνει άλλη διέξοδο. Για το λόγο αυτό δίδασκα ακατάπαυστα την αγάπη κι έτσι μπορούσαν εύκολα να πιστέψουν στο λυτρωτικό Μου έργο, ούτως ώστε αυτό το έρ­γο έφερνε ήδη το αποτέλεσμα του για αυτούς τους ανθρώπους που Με ακολουθούσαν. Ωστόσο όλοι οι άνθρωποι τότε ήταν υπερβολικά δεμένοι με τα επίγεια, ελάχιστοι μονάχα πίστευαν στη συνέχιση της ζωής τους μετά το θάνατο. Αυτοί λοιπόν που ήταν δεκτικοί στη διδασκαλία Μου για την αγάπη, τους ήταν πιο εύκολο να Με αναγνωρίσουν, αφού Μου παρείχαν τη δυ­νατότητα να τους διδάξω και από την πλευρά τους αποδέχο­νταν τη διδασκαλία Μου ως αληθινή. Κατά συνέπεια ένα με­γάλο μέρος εκείνων που Με έζησαν από κοντά μπόρεσαν να περάσουν ως “λυτρωμένοι” στο βασίλειο Μου, οι περισσότε­ροι όμως έμειναν κλειστοί απέναντι στη διδασκαλία Μου και χωρίς αγάπη, γι’ αυτό έπρεπε να επωμιστούν μόνοι τους τη μοίρα τους στον άλλο κόσμο.

Μετά το θάνατο Μου στο σταυρό κατέβηκα και σ’ αυτό το βασίλειο όπου μπόρεσα να ελευθερώσω επίσης όλους εκεί­νους που βρίσκονταν στον προθάλαμο της κόλασης. Επρόκει­το για εκείνους τους ανθρώπους οι οποίοι είχαν ζήσει μεν θεάρεστη ζωή, όμως δεν μπορούσαν να εισέλθουν στο βασίλειο του Φωτός, επειδή ήταν ακόμη βεβαρυμένοι με το βάρος της αρχικής αμαρτίας των πνευμάτων και αυτός ήταν ο λόγος που έπρεπε να πραγματοποιηθεί πρώτα το λυτρωτικό Μου έργο για να μπορέσουν να ελευθερωθούν. Σ’ αυτούς λοιπόν τους ανθρώπους εμφανίστηκα τότε ως “άνθρωπος Ιησούς”, γιατί ούτε αυτοί έπρεπε να εξαναγκαστούν να πιστέψουν. Παρου­σιάστηκα αναμεταξύ τους με τη μορφή των παθών Μου, ού­τως ώστε πολλοί έθεσαν το ερώτημα: “Αν εσύ είσαι ο Μεσσίας που μας έχουν υποσχεθεί, τότε γιατί με τη δύναμη σου δεν εμπόδισες να σου επιβληθεί αυτό το τέλος, γιατί έπρεπε να πε­θάνεις με αυτόν το φρικτό θάνατο στο σταυρό;” Γιατί Με πε­ρίμεναν να έρθω ως ο Σωτήρας που τους είχαν υποσχεθεί. Ακό­μη και εκείνοι έπρεπε να Με ακολουθήσουν αβίαστα, αλλά δεν ήταν δύσκολο να πεισθούν τελικά ότι Εγώ ήμουν ο υπεσχημένος Μεσσίας.

Στη συνέχεια όμως κατέβηκα στην κόλαση, γιατί ήθελα να φέρω και σ’ εκείνη την περιοχή τη λύτρωση από την πρώτη πτώση. Αλλά εκεί είχα λιγότερη επιτυχία στο να πείσω τις ψυ­χές, δεδομένου ότι εμφανίστηκα μπροστά τους με την ίδια μορ­φή, Με έβλεπαν δηλαδή ως τον “Ηττημένο” και αφού δεν πα­ραδέχονταν την εξουσία Του, δεν ήθελαν να αναγνωρίσουν ού­τε και τον ίδιο. Ωστόσο όποιος ήθελε, μπορούσε να Με ακολουθήσει και Εγώ τον ελευθέρωσα απ’ τα δεσμά του. Και δεν παύω να κατεβαίνω ως τα έγκατα για ν’ ανάψω ένα μικρό φως για όλους, ώστε έστω και στιγμιαία να θυμηθούν Εκείνον που τους παρουσιάστηκε κάποτε προκειμένου να ελαττωθεί σταδιακά η αντίσταση τους. Γιατί σκοπός Μου είναι η Αγάπη Μου να λυτρώσει ακόμη και εκείνους οι οποίοι ήταν κάποτε τόσο σκληροί και δεν είχαν παρά λόγια μίσους και χλευασμού για Μένα. Αλλά η Αγάπη Μου δεν έχει μνησικακία και δεν παύει να φροντίζει να σωθούν όλοι, για να μη βρεθεί πάλι κα­νείς στα δεσμά εκείνου που τους είχε υπό την κατοχή του για τόσο μακρύ διάστημα και έτσι δεν έχει γίνει μάταια ούτε και για κείνους το απελευθερωτικό Μου έργο.

Όμως δεν μπορώ και να τους εμποδίσω να έχουν τέτοια αντί­σταση απέναντι Μου ώστε όλες οι προσπάθειες Μου να παραμένουν άκαρπες. Γιατί Εγώ δεν αναγκάζω ποτέ κανέναν να Με αναγνωρίσει, δίνω μονάχα στον καθένα τις μεγαλύτερες δυνατότητες να βρει τη διέξοδο προς το Φως.

Γι’ αυτό το λόγο λοιπόν εσείς οι άνθρωποι Μού προσφέρετε μεγάλη βοήθεια όταν προσεύχεστε γι’ αυτές τις ψυχές γιατί έτσι ξεφεύγουν όλο και κάποιες ψυχές, τις οποίες αγγίζει η δύ­ναμη της προσευχής και μπορούν να οδηγηθούν στο Φως. Με μεγάλη δε ευγνωμοσύνη έρχονται στο φωτεινό βασίλειο, μά­λιστα προσελκύουν και άλλες ψυχές προς τα πάνω, επειδή γνω­ρίζονται μεταξύ τους και συνεπώς ξέρουν ποιες επιφυλάξεις επικρατούν στις άλλες ψυχές οπότε προσπαθούν να τις διαλύ­σουν. Έτσι και καταστεί κατ’ αρχήν δυνατό να μάθουν και αυ­τές για τη γέφυρα που στήθηκε χάρη στο έργο της συμπόνιας Μου, τότε αναζητούν μέσα τους και προσπαθούν να Με βρουν. Τότε λοιπόν είναι βέβαιο πλέον ότι συγχωρείται η μεγάλη τους αδικία, ώστε ανοίγεται μπροστά τους η πύλη για το φωτεινό βασίλειο και έτσι τερματίζεται μια μακριά μαρτυρική πορεία.

Αλλά όσοι δεν είναι ακόμη έτοιμοι γι’ αυτό, στο τέλος θα φυ­λακιστούν και πάλι μέσα στην ύλη για να έχουν πάλι τη δυνατό­τητα να ξαναγίνουν κάποτε άνθρωποι με αυτοσυνείδηση και με τη δυνατότητα να επιλέξουν ανάμεσα σε Μένα ή τον αντίθεο. Επομένως η πορεία πάνω στη γη από βαθμίδα σε βαθμίδα μπο­ρεί να επαναληφθεί παραπάνω από μία φορά, και είναι βέβαιο ότι κάποια φορά θα στραφούν με τη θέληση τους σε Μένα, κά­ποια φορά θα σημάνει και γι’ αυτούς η ώρα της λύτρωσης.

Αμήν»

***

 Η μετουσίωση του σώματος

Ένα ενδιαφέρον ερώτημα αφορά τη μοίρα του υλικού σώμα­τος του Ιησού μετά το θάνατο του. Από τα αποκαλυπτικά κεί­μενα προκύπτει ότι στις τρεις ημέρες της παραμονής στον τάφο ο φυσικός του φορέας διαλύθηκε πλήρως και μετουσιώθηκε. Σε όλο το προηγούμενο διάστημα το θείο Πνεύμα καταλάμβανε όλο και πιο πολύ την ψυχή του Υιού του Ανθρώπου και όταν ο Ιησούς φώναξε, «Πατέρα στα χέρια σου παραδίδω το πνεύμα μου», η ψυχή του ενώθηκε πλήρως, οριστικά και. για πάντα με το αρχέγονο Πνεύμα από το οποίο είχε προέλθει ως «Υιός». Αυτό που απέμενε ήταν η πνευματοποίηση και του υλικού σώμα­τος, πράγμα που συνέβη κατά την παραμονή στον τάφο.

Και σε αυτό το θέμα ο Ιησούς Χριστός δεν είναι μόνο ο πρώ­τος διδάξας αλλά και πρότυπο για τον άνθρωπο, αφού όλοι οι κάτοικοι του υλικού σύμπαντος θα αναστηθούν κάποια μέρα και θα φορέσουν για πάντα το πνευματικό τους σώμα, αφήνο­ντας πίσω τους οποιαδήποτε μορφή ύλης που δεν έχει πνευματοποιηθεί. Η σάρκα και το αίμα, λέει ο Παύλος, δεν μπο­ρούν να κληρονομήσουν τη βασιλεία του Θεού. Έτσι σπείρεται ένα φυσικό σώμα όμως ανασταίνεται σώμα πνευματικό.

Σε σχέση με την παρεξηγημένη έννοια της ανάστασης της σάρκας ο Ιησούς διαλύει στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο» τις σχετι­κές παρανοήσεις των μαθητών του:

«Είναι αυτονόητο, πως όταν εγκαταλείψει η ψυχή το γήινο σώμα, δεν πρόκειται ποτέ πια αυτό να αναστηθεί και να ξανα­ζωντανέψει στο σύνολο του. Γιατί αν υπήρχε μια τέτοια περί­πτωση, τότε την «ημέρα της κρίσης» θα έπρεπε να αφυπνιστούν και να ζωντανέψουν ταυτόχρονα όλα τα μέρη του σώ­ματος επίσης, τα οποία είχε αποβάλλει κατά την – καμιά φορά μάλιστα μακρόχρονη – διάρκεια της επίγειας ζωής του. Και όχι μόνο τα μαλλιά, τα νύχια, τα χαμένα δόντια, τα κομμάτια της επιδερμίδας που έφυγαν με το πλύσιμο, αλλά επιπλέον το αί­μα που χύθηκε σε ορισμένες δύσκολες καταστάσεις, ο ιδρώ­τας και διάφορα άλλα. Φαντασθείτε λοιπόν μια τέτοια ανθρώ­πινη μορφή που θα είχε αναστηθεί την ημέρα της κρίσης, τι αστεία όψη που θα είχε!…

Εκτός αυτού υπάρχει επίσης κάτι άλλο το οποίο δεν συμφω­νεί με την αιώνια Τάξη του Θεού, από την άποψη ότι ο ίδιος ο Θεός είναι ένα αγνότατο πνεύμα και όλοι οι άνθρωποι έχουν τον αποκλειστικό προορισμό να γίνουν στο τέλος αγνά πνεύ­ματα, όμοια με τον Θεό για την αιωνιότητα. Σε τι θα τους εξυπηρετούσαν τότε τα σώματα; Βέβαια οι άνθρωποι θα δια­θέτουν και τότε σώματα. Όμως δεν πρόκειται να είναι αυτά τα χονδροκομμένα, υλικά σώματα της γης, αλλά εντελώς καινούρ­για πνευματικά. Αυτά τα πνευματικά σώματα θα έχουν προέλ­θει από τα καλά έργα πού θα έχουν κάνει εδώ, ακολουθώντας όσα διδάσκει η διδασκαλία που σας δίνω τώρα».

Κατά τα προηγούμενα επομένως το «σαρκίο» ασφαλώς δεν μπορεί να αναστηθεί αλλά άνθρωποι ιδιαίτερα προχωρημένοι πνευματικά, μπορούν να πνευματοποιήσουν όχι μόνο την ψυ­χή τους αλλά και το φυσικό τους επίσης σώμα. Κι αυτό γιατί το αποκαθαίρουν εντελώς χάρη στην αγάπη και την ταπεινο­σύνη τους, που είναι ουράνιες ιδιότητες, οπότε ακόμη και τα χονδροφυή, σατανικής προέλευσης συστατικά του μεταμορ­φώνονται τελείως. Ένας τέτοιος άνθρωπος πετυχαίνει να επα­ναφέρει στο Δημιουργό του όλα όσα του ανέθεσε να εξαγνί­σει στη διάρκεια του περάσματος από τη γη κι έτσι συμβάλ­λει κατά τον όρο του Ωριγένη στην «αποκατάσταση» των πνευμάτων που είναι αιχμάλωτα στον κόσμο της ύλης. Αυτόν τον υπέρτατο στόχο ζωής τον επέτυχε ο Ενώχ της Π. Διαθήκης, ο οποίος διελύθη και «δεν τον είδε πλέον κανένας», ομοίως και ο Ηλίας που ανέβηκε στα ουράνια με «ένα πύρινο άρμα», το σύμβολο του πύρινου πνεύματος του, αλλά και στην Και­νή Διαθήκη, τη νεότερη συμφωνία μεταξύ Θεού και ανθρώ­πων υπάρχουν τέτοια παραδείγματα.

Στον λορμπερικό «Επίσκοπο Μάρτιν» διαβάζουμε επίσης σχετικά:

«Ο Κύριος: Όποιος Με αγαπάει πιο πολύ από όλα, αγνά και φλογερά, θα μεταμορφωθεί χάρη σε αυτή την ισχυρή αγάπη, όσο βρίσκεται ακόμη στο σώμα του. Η σάρκα του θα διαλυ­θεί αμέσως από τη φωτιά του πνεύματος του, θα καθαρθεί και θα αφομοιωθεί στη ζωή και το είναι του Πνεύματος…

Υπάρχουν αρκετά τέτοια παραδείγματα μεταμόρφωσης στη γη, τόσο στους αρχαίους καιρούς, όσο και στους μεταγενέστε­ρους χρόνους. Αλλά για να υπάρξει ένα τέτοιο αποτέλεσμα θα πρέπει να προηγηθεί η ανάλογη, απαραίτητη αιτία. Όταν δεν υπάρχει αρκετή θερμότητα δεν λιώνει ούτε το κερί, πόσο μάλλον το σίδερο! Το καταλαβαίνεις αυτό το πράγμα;

Μάρτιν: Βέβαια, το καταλαβαίνω. Γιατί κι εγώ είμαι ένα τέ­τοιο κερί ή σίδερο. Έχω τόσο πολύ λίγη θέρμη μέσα μου που δεν φθάνει καν για να μαλακώσει λίγο το κερί, για να λειώσει δε το σκληρό σίδερο της ύλης μου ούτε καν γίνεται λόγος. Αναμφισβήτητα θα υπάρχουν πολλοί επίσης αδελφοί στη γη που η ύλη τους δεν θα είναι μόνο σίδερο, αλλά διαμάντι! Γι’ αυτό σίγουρα θα είναι δύσκολο για όλους μας να μεταμορφω­θούμε με τον τρόπο που λες Εσύ.

Ο Κύριος: Το ξέρεις πως για Εμένα πολλά πράγματα είναι δυνατά που εσένα σου φαίνονται αδύνατα. Σε βεβαιώνω πως ακόμα και μέσα στους τάφους συμβαίνουν θαύματα που τα μάτια των ανθρώπων στη γη δεν μπορούν να δουν και να τα παρατηρήσουν».

Στο ίδιο θέμα της μετουσίωσης του Ιησού αναφέρεται και μία αποκάλυψη στην Μπέρτα Ντούντε από τις 15.12.1940:

«Απαντώντας σωστά στο ερώτημα σχετικά με τη μετουσί­ωση του Ιησού μετά το σταυρικό του θάνατο, δίνεται ταυ­τόχρονα και η ερμηνεία στα λόγια του ότι “ο Πατέρας Μου και Εγώ είμαστε ένα”, Ο Θεός ο ίδιος θυσιάστηκε μέσω ενός ανθρώπου ο οποίος ξεπέρασε καθετί το ανθρώπινο από αγά­πη σε Αυτόν και για αυτό διαμόρφωσε την ψυχή του έτσι που να μπορεί το Υπέρτατο Ον να κατοικήσει μέσα του με όλη του την πληρότητα. Το σώμα του, η εξωτερική φόρμα που περιέκλειε την ψυχή του, υπάκουσε πλήρως στη θέληση της και κατευθυνόταν επίσης αποκλειστικά προς το θείο. Επομένως κάθε ουσία του σώματος του ήταν πνευματικό στοιχείο το οποίο ήταν απόλυτα προσανατολισμένο προς τον Θεό και ως εκ τούτου δεν χρειαζόταν πλέον να εξελιχθεί άλλο στη γη, έτσι σαν επακόλουθο μετά το σωματικό θάνατο μπορούσε να περάσει απολύτως τέλειο στο πνευματικό βασίλειο. Κάθε τέ­λειο πνευματικό στοιχείο ενοποιείται με την προαιώνια Δύ­ναμη, οπότε χάρη στην τέλεια συγχώνευση μαζί της γίνονται ένα.

Η εξελικτική πορεία των πνευμάτων που κάποτε εξέπεσαν από τον κόλπο του Θεού διαρκεί ατέλειωτα μακρύ διάστημα*. Η εξέλιξη προς τα ύψη συνεχίζεται και στο επέκεινα περνώντας μέσα από αναρίθμητες βαθμίδες. Εντούτοις η εξωτερική φόρ­μα ενός όντος η οποία αποτελείται από λιγότερα εξελιγμένα πνευματικά στοιχεία μένει πάντοτε πίσω στη γη, ενώ η ψυχή του που μένει τότε ελεύθερη αναζητεί ως πνευματικό ον τη σύν­δεση με άλλα εξίσου ώριμα όντα στον άλλο κόσμο. Αντίθετα το εξωτερικό περίβλημα αποσυντίθεται και οι μεμονωμένε; πνευματικές ουσίες που προκύπτουν από την αποσύνθεση βρί­σκουν άλλες παρόμοιες για να συνδεθούν και να συνεχίσουν μαζί την πορεία στη γη προς μία. ανώτερη βαθμίδα εξέλιξης.

Το σώμα του Ιησού όμως αποτελούσε εξαίρεση γιατί είχε φτάσει ήδη στην πνευματική τελειότητα χάρη στην αγνότητα του και στην ενεργή αγάπη του. Επιπλέον τα ασύλληπτα πά­θη που πέρασε στο σταυρό συνεπάγονταν την τελική κάθαρ­ση για τα πνευματικά στοιχεία που αποτελούσαν την εξωτερι­κή φόρμα του, το σώμα του. Έτσι το πνευματοποιημένο πλέον σώμα μπόρεσε να ενωθεί με την τέλεια ψυχή, δεν ήταν δηλα­δή υποχρεωμένο να μείνει άλλο στη γη, ούτως ώστε θεϊκό Πνεύμα, ψυχή και σώμα ενώθηκαν και έγιναν ένα. Ο άνθρω­πος Ιησούς ήταν ο μεσολαβητής μεταξύ Θεού και ανθρώπων… Τώρα όμως Θεός και Ιησούς Χριστός είναι ένα… Δεν πρόκει­ται για δύο ξεχωριστές οντότητες η μία δίπλα στην άλλη, αλλά είναι μία μόνο οντότητα, η οποία περιλαμβάνει καθετί τέλειο.

Η Θεότητα Ιησούς δεν είναι άλλη από την ίδια την αιώνια Θε­ότητα στην οποία απλά ενσωματώθηκε η εξωτερική φόρμα του ανθρώπου Ιησού, με άλλα λόγια οι πνευματικές ουσίες του αν­θρώπινου σώματος του μπόρεσαν να συγχωνευθούν με την προ­αιώνια Δύναμη γιατί ήδη με το θάνατο του είχε φτάσει στον από­λυτο βαθμό τελειότητας που είναι η προϋπόθεση για την ολο­κληρωτική ενοποίηση με τον Θεό. Ο Ιησούς πέτυχε με το σώμα του την υπέρβαση κάθε ύλης επειδή καταφρονούσε τις γήινες χαρές, δηλαδή στεκόταν υπεράνω τους, και επίσης επειδή είχε αυστηρή αυτοπειθαρχία, ώστε για τους λόγους αυτούς ο σωματικός τους φορέας δεν χρειαζόταν να εξελιχθεί περαιτέρω.

Όλες οι πνευματικές ουσίες που είχαν αποτελέσει την εξω­τερική φόρμα του Ιησού μπόρεσαν να ενωθούν με την ψυχή του ώστε άφησαν ταυτόχρονα με αυτήν το γήινο πεδίο για να περάσουν στα ύψη του Φωτός. Από εκεί και έπειτα το περι­βάλλον της ψυχής ήταν υπέρλαμπρο Φως, ως εκ τούτου ψυχή και σώμα του Ιησού έπρεπε να εγκαταλείψουν τη γη τελείως μετουσιωμένα. Γιατί το ον αυτό που είχε συγχωνευθεί τελεί­ως με τον Θεό έπρεπε να δέχεται το Φως και τη Δύναμη Του και άρα να τα ακτινοβολεί και το ίδιο όπως η Θεότητα. Γιατί καθώς (ήταν) είναι πλέον ένα με τον Θεό, έχει γίνει επίσης η πληρότητα Φωτός και Δύναμης.

Αυτή η διαδικασία όπου το Φως ακτινοβολεί και διαπερνά τε­λείως ένα ον συνήθως παραμένει κρυφή για τους ανθρώπους αλ­λά ο Θεός από την αγάπη του γι’ αυτούς στην περίπτωση του Ιησού την άφησε να γίνει ορατή. Σκοπός Του ήταν να τους δώσει ένα δείγμα της ισχύος και της λαμπρότητας Του κι επιπλέον να τονώσει την πίστη εκείνων που είχαν την αποστολή να κηρύξουν τη δύναμη και τη δόξα Του στον κόσμο. Επίσης ήθελε να αποδεί­ξει στους ανθρώπους ότι ο Ιησούς είχε νικήσει το Θάνατο και ότι στο εξής δεν υπάρχει θάνατος για αυτούς που Τον ακολουθούν και προσπαθούν να βαδίσουν στη γη τον ίδιο δρόμο με Εκείνον.

Η μετουσίωση του Ιησού είναι ένα θέμα που έχει αμφισβη­τηθεί πολλές φορές από την ανθρωπότητα και τις περισσότε­ρες φορές την κατέταξαν στη σφαίρα της μυθολογίας, δεδο­μένου ότι δεν διαθέτουν καμία πνευματική αντίληψη για τον απώτερο προορισμό του κάθε όντος, την τελειωτική ένωση με τον Θεό, την ενοποίηση μαζί Του…

Ο Ιησούς όμως λέει “ο Πατέρας και Εγώ είμαστε ένα” για το λόγο ότι μέσα Του η ένωση είχε ήδη λάβει χώρα. Η ψυχή Του ήταν διαμορφωμένη έτσι που μπορούσε να περιλάβει τον Θεό μέσα της και ως εκ τούτου λάμβανε ήδη το Φως και τη Δύναμη Του. Σαν συνέπεια μπορούσε να διδάσκει όλη τη σο­φία καινά ενεργεί με θεία δύναμη. Ήταν τέλειος όπως ο Πα­τέρας Του στον Ουρανό και γι’ αυτό μπορούσε να δημιουργεί και να ενεργεί όπως Εκείνος.

Η φύση Του ήταν αγάπη, τα λόγια Του ήταν αγάπη κι ως επα­κόλουθο μπορούσε να ενεργεί δυνάμει αυτής της μεγάλης Του αγάπης προς τους ανθρώπους. Γιατί οτιδήποτε υπάρχει ή συμ­βαίνει στο σύμπαν είναι αποκλειστικά και μόνο δημιούργημα της αγάπης.

Η γήινη πορεία Του ήταν μία ατελείωτη αλληλουχία θαυμά­των που έγιναν χωρίς επιδεικτικότητα και λάμψη, την τερμά­τισε όμως μέσα σε υπέρλαμπρο φως καθώς μετουσιώθηκε μπροστά στα μάτια των δικών Του και ανήλθε στα ύψη, στην αιώνια Λαμπρότητα…

Αμήν»

 

Η Ανάσταση

«Την τρίτη μέρα του Πάσχα η Θεότητα επέστρεψε και κά­λεσε το σώμα του Υιού τον Ανθρώπου’ τότε αυτό διαλύθη­κα αμέσως ολότελα, και η ψυχή το φόρεσε σαν ένδυμα. Τη διαδικασία αυτή οι Ρωμαίοι φρουροί την είδαν σαν αστρα­φτερό φως που γέμισε τη σπηλιά του τάφου τρομάζοντας τους τόσο πολύ ώστε έφυγαν τρέχοντας για να φέρουν την είδηση ότι είχα αναστηθεί.

Οι ιερείς πλήρωσαν τότε πολλά χρήματα στους στρα­τιώτες για να πάνε σε μάκρυνες περιοχές και να χαθούν τα ίχνη τους, πράγμα που και έκαναν. Στη συνέχεια διέδω­σαν τη φήμη ότι η σωρός Μου είχε κλαπεί και αυτή η πί­στη διατηρήθηκε μέχρι και σήμερα».

«Το Μεγάλο Ευαγγέλιο του Ιωάννη»

«Την πρώτη μέρα μετά το Σάββατο, το πρωί, κι ενώ ακόμα ήταν σκοτεινά, έρχεται η Μαρία η Μαγδαληνή* στο μνήμα και βλέπει την πέτρα μετατοπισμένη από την είσοδο του μνή­ματος. Τρέχει λοιπόν, και πηγαίνει στο Σίμωνα Πέτρο και στον άλλο μαθητή που ο Ιησούς τον αγαπούσε, και τους λέει: “Πή­ραν τον Κύριο από το μνήμα και δεν ξέρουμε πού τον έβα­λαν”. Βγήκαν τότε έξω ο Πέτρος και ο άλλος μαθητής κι έρ­χονταν στο μνήμα. Έτρεχαν και οι δυο μαζί. Ο άλλος μαθητής όμως έτρεξε γρηγορότερα από τον Πέτρο κι έφτασε πρώτος στο μνήμα. Σκύβει μέσα να δει και βλέπει τις νεκρικές πάνι­νες λουρίδες στο έδαφος, δεν μπήκε όμως μέσα. Έφτασε με­τά και ο Σίμων Πέτρος, που ερχόταν πίσω του, και μπήκε μέ­σα στο μνήμα. Εκεί βλέπει στο έδαφος τις πάνινες λουρίδες κάτω, και το σουδάριο με το οποίο είχαν δέσει το κεφάλι του Ιησού να μην είναι μαζί με τις λουρίδες, αλλά σε μια μεριά τυ­λιγμένο χωριστά. Εκείνη τη στιγμή, μπήκε μέσα και ο άλλος μαθητής, που είχε έρθει πρώτος στο μνήμα, τα είδε αυτά και πίστεψε. Γιατί ως τότε δεν είχαν καταλάβει τη Γραφή, που λέει ότι σύμφωνα με το σχέδιο του Θεού ο Μεσσίας θα ανασται­νόταν από τους νεκρούς. Οι μαθητές έφυγαν τότε και γύρισαν πάλι στο σπίτι τους.

Η Μαρία όμως στεκόταν έξω κοντά στον τάφο κι έκλαιγε. Καθώς λοιπόν έκλαιγε, έσκυψε να δει μέσα στο μνήμα και βλέ­πει δύο αγγέλους ντυμένους στα λευκά, να κάθονται εκεί που βρισκόταν πριν το σώμα του Ιησού, ο ένας προς το μέρος του κεφαλιού κι ο άλλος προς το μέρος των ποδιών. Της λένε τό­τε εκείνοι: “Γυναίκα, γιατί κλαις;” “Πήραν τον Κύριο μου”, τους λέει αυτή, “και δεν ξέρω πού τον έβαλαν”. Και καθώς τα είπε αυτά, γύρισε προς τα πίσω και βλέπει τον Ιησού να στέ­κεται όρθιος, δεν το κατάλαβε όμως πως ήταν ο Ιησούς. Της λέει εκείνος: “Γυναίκα γιατί κλαις; Ποιόν ζητάς;” Εκείνη νό­μισε πως ήταν ο κηπουρός και του λέει: “Κύριε, αν τον σήκω­σες εσύ, πες μου πού τον έβαλες, κι εγώ θα τον πάρω από κει”. Της λέει ο Ιησούς: “Μαρία!” Γυρίζει εκείνη και του λέει: “Ραββουνί!” που σημαίνει “Διδάσκαλε”. “Μη μ’ αγγίζεις”, της λέει ο Ιησούς, “γιατί δεν ανέβηκα ακόμα στον Πατέρα. πήγαινε όμως στους αδελφούς μου και πες τους: “ανεβαίνω σ’ εκείνον που είναι δικός μου και δικός σας Πατέρας, δικός μου και δι­κός σας Θεός”. Πηγαίνει τότε η Μαρία η Μαγδαληνή στους μαθητές και τους αναγγέλλει: “Είδα τον Κύριο”. Και διηγήθηκε αυτά που της είπε.

Την ίδια μέρα, δηλαδή την πρώτη μέρα μετά το Σάββατο, ό­ταν βράδιασε κι ενώ οι μαθητές ήταν συγκεντρωμένοι κάπου με κλειστές τις πόρτες, επειδή φοβούνταν τις ιουδαϊκές αρχές, ήρθε ο Ιησούς, στάθηκε στη μέση και τους λέει: “Ειρήνη σ’ εσάς”. Κι όταν το είπε αυτό, τους έδειξε τα χέρια και την πλευ­ρά του. Οι μαθητές χάρηκαν που είδαν τον Κύριο. Ο Ιησούς τους είπε πάλι: “Ειρήνη σ’ εσάς. Όπως ο Πατέρας έστειλε ε­μένα, έτσι στέλνω κι εγώ εσάς”. Έπειτα από τα λόγια αυτά φύ­σηξε στα πρόσωπα τους και τους λέει: “Λάβετε Άγιο Πνεύμα. Σε όποιους συγχωρήσετε τις αμαρτίες, θα τους είναι συγχω­ρημένες. σε όποιους τις κρατήσετε ασυγχώρητες, θα κρατη­θούν έτσι”.

Ο Θωμάς όμως, ένας από τους δώδεκα μαθητές, που λεγό­ταν Δίδυμος, δεν ήταν μαζί τους όταν ήρθε ο Ιησούς. Του έλε­γαν λοιπόν οι άλλοι μαθητές: “Είδαμε τον Κύριο με τα μάτια μας”. Αυτός όμως τους είπε: “Εγώ αν δεν δω στα χέρια του τα σημάδια από τα καρφιά, και δεν βάλω το δάχτυλο μου στα ση­μάδια από τα καρφιά, και δεν βάλω το χέρι μου στη λογχισμένη πλευρά του, δεν θα πιστέψω”.

Οχτώ μέρες αργότερα οι μαθητές ήταν πάλι μέσα στο σπίτι, μαζί τους κι ο Θωμάς. Έρχεται ο Ιησούς, ενώ οι πόρτες ήταν κλειστές, στάθηκε στη μέση και είπε: “Ειρήνη σ’ εσάς”. Έπει­τα λέει στο Θωμά: “Φέρε εσύ το δάχτυλο σου εδώ και δες τα χέρια μου, και φέρε το χέρι σου και βάλτο στην πλευρά μου. Και μην αμφιβάλεις, αλλά πίστευε”. Ο Θωμάς του αποκρίθη­κε: “Εσύ είσαι ο Κύριος μου και ο Θεός μου”. Του λέει τότε ο Ιησούς: “Πείστηκες επειδή με είδες με τα μάτια σου. μακάριοι εκείνοι που χωρίς να με έχουν δει πιστεύουν”.

Ο Ιησούς έκανε βέβαια και πολλά άλλα θαύματα μπροστά στους μαθητές του, που δεν είναι γραμμένα σ’ αυτό εδώ το βι­βλίο. Αυτά όμως γράφτηκαν για να πιστέψετε πως ο Ιησούς είναι ο Χριστός ο Υιός του Θεού, και πιστεύοντας να έχετε δι’ αυτού τη ζωή».

Η εξήγηση για τις αναντιστοιχίες μεταξύ των Ευαγγελίων

 Τα στοιχεία που παραθέτουν τα βιβλικά Ευαγγέλια γύρω από την ανάσταση όπως είναι γνωστό διαφέρουν μεταξύ τους ση­μαντικά. Η πιο λιτή παρουσίαση ανήκει στον Ιωάννη, ο οποίος ήταν αυτόπτης μάρτυρας και ο πιο αφυπνισμένος πνευματικά από όλους τους μαθητές.

Στο νέο Λόγο του Θεού που καταγράφηκε από τον Γιάκο­μπ Λόρμπερ δίνεται η εξήγηση για την αναντιστοιχία μεταξύ των Ευαγγελίων στο θέμα της ανάστασης. Παραδείγματος χά­ριν διευκρινίζεται ότι η Μαρία η Μαγδαληνή είχε και άλλες γυναίκες μαζί της όταν πήγε στον τάφο του Κυρίου έτσι ώστε στο σύνολο ήταν επτά, καθώς όμως αυτές οι πρώτες μάρτυρες είχαν διαφορετικές ικανότητες φυσικής αλλά και πνευματικής όρασης και αντίληψης, σαν αποτέλεσμα οι παρατηρήσεις και οι διηγήσεις διαφέρουν αντίστοιχα. Με βάση λοιπόν αυτές τις διαφορετικές παρατηρήσεις προέκυψαν ποικίλες διαδόσεις οι οποίες τελικά αποτυπώθηκαν στα τέσσερα Ευαγγέλια. Σε μία επεξήγηση που δόθηκε μέσω του Λόρμπερ λέει ο Κύριος:

«Αν τα συνοψίσετε όλ’ αυτά, τότε δεν μπορεί πια να σας εί­ναι δύσκολο να συλλάβετε την αιτία αυτών των φαινομενικά αντιφατικών μαρτυριών των τεσσάρων Ευαγγελιστών. Γιατί όπως οι μαρτυρίες που δόθηκαν στους Αποστόλους και στους μαθητές διέφεραν επειδή οι γυναίκες δεν έβλεπαν με τον ίδιο τρόπο, έτσι και οι καταγραφές διέφεραν ανάλογα με την πίστη των συντακτών τους. Παρ’ όλο που τα έγραψαν όλ’ αυτά υπό την καθοδήγηση του Πνεύματος Μου, η βούληση τους ήταν απόλυτα ελεύθερη, καθώς και η κρίση τους και το τι αποδέχο­νταν σύμφωνα μ’ αυτήν. Στο βαθμό δε που η βούληση ήταν ευθυγραμμισμένη χάρη στην αναγέννηση τους με τη δική Μου, έτσι τότε και τα όσα μετέδωσαν ήταν σύμφωνα με το θέλημα Μου. Αφού, λοιπόν, τώρα τα ξέρετε όλ’ αυτά, μην αφήνετε να σας δημιουργούν σύγχυση τέτοιες ασήμαντες διαφορές, παρά ανά ν’ ασχολείστε μ’ αυτά, να υλοποιείτε με θέρμη και αλήθεια το Λόγο Μου, και τότε σύντομα δεν θα συναντάτε πια καμία αντίφαση.

Μα όσο παραμένετε απλοί ακροατές του Λόγου και θέλετε να τον υποτάξετε στη νωθρή τάξη του μυαλού σας, είναι φυ­σικό να βρίσκετε τις μεγαλύτερες και χειρότερες αντιθέσεις ειδικά στα σημεία που αφορούν τη δική σας αιώνια ανάστα­ση! Αν, όμως, θέλετε οπωσδήποτε να εργαστείτε με κριτικό πνεύμα, τότε πρώτα να συλλάβετε τη σειρά αλληλοδιαδοχής των Ευαγγελιστών και να τη συγκρίνετε με τις τέσσερις κύ­ριες καταστάσεις του ανθρώπου, δηλαδή από την πιο εξωτε­ρική του πίστη μέχρι την εσώτατη αναγέννηση. Ή το ότι ο άνθρωπος αρχίζει το βράδυ, δοκιμάζεται όσο διαρκεί η νύχτα, έως ότου έρθει κατόπιν η αυγή, οπότε το φως αυξάνει διαρ­κώς μέχρι να ξημερώσει η αιώνια ημέρα της ζωής μέσω του Ιωάννη! Αν το καταλάβετε αυτό, τότε ποτέ πια δεν θα συνα­ντήσετε αντιφάσεις!»

Η Μαρία Μαγδαληνή πρώτη στον τάφο

Στην περιγραφή της ανάστασης από τον Ιωάννη κάθε λέξη έχει εκτός από τη φυσική της σημασία και μία βαθιά πνευμα­τική έννοια.

Με «την πρώτη μέρα μετά το Σάββατο», αρχίζει η αναφορά του Ιωάννη. Για τους Ιουδαίους η ημέρα αυτή σήμαινε μία νέα αρχή για τις εργασίες τους, οπότε σε παραλληλία αυτά τα πρώ­τα λόγια υποδηλώνουν επίσης ότι με την ανάσταση του Ιησού Χριστού άρχισε μία νέα ζωή για όλη τη δημιουργία. «Κοίτα, τα κάνω όλα νέα!» λέει γι’ αυτό το λόγο στην Αποκάλυψη. Αλλά επειδή ήταν ακόμη «νωρίς το πρωί κι ήταν ακόμη σκο­τεινά», λίγες μόνο ψυχές ήταν ήδη αφυπνισμένες.

Εκείνη την ώρα έρχεται η Μαρία η Μαγδαληνή στο μνήμα και βλέπει μετατοπισμένη την πέτρα που το σφράγιζε και το μνήμα άδειο. Τότε η Μαγδαληνή, της οποίας η αγάπη επικε­ντρώνεται ακόμη στο εξωτερικό, σωματικό επίπεδο, σπεύδει αναστατωμένη να βρει τον Πέτρο, που η ακράδαντη πίστη του βασίζεται στην ορθή του κρίση και νοημοσύνη, και τον Ιωάν­νη που αντιπροσωπεύει την πηγαία, ουράνια αγάπη: «Πήραν τον Κύριο από το μνήμα και δεν ξέρουμε που τον έβαλαν».

Τότε οι δυο μαθητές τρέχουν δίπλα – δίπλα για να βρουν τον Κύριο. Αλλά ο «άλλος μαθητής» ο οποίος δεν αναφέρει το ανθρώπινο όνομα του επειδή αυτός συμβολίζει το καθαρό ουράνιο, τρέχει γρηγορότερα από τον Πέτρο και φθάνει πρώτος στο άδειο μνήμα. «Σκύβει να δει μέσα» και με τη στάση αυτή που δηλώνει ταπεινοσύνη συνειδητοποιεί αστραπιαία τη βαρύτητα του γεγονότος για την ανθρώπινη ολοκλήρωση. Βλέποντας τα άδεια νεκρικά πανιά το πνεύμα του του λέει ότι δεν χρειάζεται να μπει μέσα στον τάφο, το οποίο μεθερμηνευόμενο σημαίνει ότι δεν χρειάζεται να σκύψει πάνω από τις εξωτε­ρικές, υλικές αποδείξεις και επαληθεύσεις. Ο Ιωάννης «βλέπει αλλά δεν μπαίνει μέσα» καθώς μεγάλα προαισθήματα δονούν την ύπαρξη του.

Μετά από αυτόν έφτασε και ο Πέτρος «που ερχόταν πίσω του». Η νοημοσύνη όσο ζήλο και ικανότητα και αν έχει, δεν τρέχει το ίδιο γρήγορα όπως η αγάπη, γιατί δεν έχει τη φλόγα της ούτε τη θεϊκή της δύναμη. Επιπλέον η νοημοσύνη δεν συλλαμβάνει τόσο εύκολα και γρήγορα από μακριά την αλήθεια, όπως η αγάπη που αφουγκράζεται ταπεινά τι έχει να της φα­νερώσει το πνεύμα. Έτσι η πίστη χωρίς να σταματήσει πρέπει να «μπει μέσα στο μνήμα», στο εξώτερο υλικό περίβλημα της πνευματικής ζωής, για να εξετάσει τα εξωτερικά σημάδια και να εξακριβώσει από κοντά την ορθότητα των αποδείξεων.

Η νοημοσύνη του Πέτρου «είδε» επίσης τα «λινά πανιά» και ερευνώντας παραπέρα βρήκε και το «σουδάριο με το οποίο ήταν δεμένο το κεφάλι του Ιησού να μην είναι μαζί με τα πα­νιά, αλλά σε μία άλλη μεριά τυλιγμένο χωριστά». Από αυτό συμπέρανε ότι δεν είχαν κλέψει εχθροί το σώμα του Κυρίου, παρά είχε απομακρυνθεί με έναν άλλο τρόπο από μια ειρηνι­κή δύναμη που δρούσε με τάξη. Αλλά ο Πέτρος δεν τολμά να πιστέψει απόλυτα στο θαύμα της ανάστασης, μένει βουβός και δεν μπορεί να καταλήξει σε ένα οριστικό συμπέρασμα.

Τότε όμως μπαίνει και «ο άλλος μαθητής» μέσα που μέχρι εκείνη τη στιγμή στεκόταν με σεβασμό έξω από το μνήμα, βλέ­πει και πιστεύει ότι ο Κύριος αναστήθηκε με τη δική του θεϊ­κή δύναμη από το θάνατο’ ενώ ο νους κοντοστέκεται και αναρωτιέται, η καθαρή αγάπη έχει φθάσει ήδη στην απάντηση κι έχει βρει την αλήθεια.

Έτσι οι δυο μαθητές «απήλθον ουν πάλιν προς εαυτούς», τουτέστιν επέστρεψαν «στα σπίτια τους», έχοντας αποκομίσει ο καθένας διαφορετικά αποτελέσματα από την από κοινού πο­ρεία τους. Όμοια επιστρέφει στο πατρικό του ο κάθε άνθρω­πος μία μέρα φέρνοντας μαζί του αυτά που προσπορίστηκε στο δρόμο του χάρη στην αγάπη και τα έργα του.

Στο μεταξύ η Μαρία «στεκόταν κοντά στον τάφο και έκλαι­γε». Η αγάπη της είναι πολύ γήινη ακόμη γι’ αυτό δεν διαι­σθάνεται την ουράνια διάσταση του μυστηρίου. Η σκέψη της μένει προσκολλημένη στα εξωτερικά φαινόμενα. Με δάκρυα στα μάτια «σκύβει να δει μέσα στο μνήμα». Και αυτή την τα­πεινή αγάπη την ανταμείβει ο Θεός με τη χάρη του, προσφέ­ροντας της την αλήθεια βαθμηδόν, όπως μπορεί να τη συλλά­βει και να την αντέξει. Της δίνεται η πνευματική όραση και «βλέπει δυο λευκοντυμένους αγγέλους να κάθονται εκεί όπου εκείτετο το σώμα του Ιησού, ο ένας προς το μέρος του κεφα­λιού και ο άλλος προς το μέρος των ποδιών».

Τη ρωτάνε τότε εκείνοι:

«Γυναίκα, γιατί κλαις;» «Πήραν τον Κύριο μου», τους απα­ντάει αυτή, «και δεν ξέρω που τον έβαλαν».

Τότε από μια εσωτερική ώθηση γυρίζει προς τα πίσω και βλέπει τον Ιησού με το μετουσιωμένο σώμα του να στέκεται μπροστά της. Μα η πνευματική όραση της Μαρίας δεν είναι ακόμη αρκετά εξασκημένη για να αναγνωρίσει μέσα στο ημίφως της χαραυγής τον Κύριο ο οποίος δεν έχει ολοκληρώσει ακόμη την άνοδο του στον Πατέρα Του. Ακούγοντας όμως το όνομα της από το στόμα του με την πνευματική της ακοή, τον αναγνωρίζει και αναφωνεί αυθόρμητα «Δάσκαλε!» στα εβρα­ϊκά, στη δική της πηγαία γλώσσα. Αλλά όταν πάει να τον αγκα­λιάσει ο Ιησούς τη σταματά, επειδή η αγάπη της εξακολουθεί να είναι ανάμεικτη με το γήινο στοιχείο, έτσι ώστε δεν μπο­ρεί να πλησιάσει ακόμη το καθαρό θείο. «Μη με αγγίζεις», της λέει ο Ιησούς, «γιατί δεν ανέβηκα ακόμη στον Πατέρα».

Έτσι μέχρι να εξαγνιστεί και η ίδια της επιτρέπεται να αγκαλιάσει μόνο τα πόδια του, όπως αναφέρει ο Ματθαίος.

Η διαφορά που παρουσιάζεται μεταξύ Ιωάννη και Ματθαίου στην περιγραφή αυτής της σκηνής εξηγείται στον Γιάκομπ Λόρμπερ ως εξής:

«Η Μαγδαληνή ήταν και αισθησιακά ερωτευμένη μαζί Μου τόσο ώστε ζήλευε και Με θεωρούσε κυριολεκτικά ως τον επι­λεγμένο αγαπημένο της. Πίστευε ότι ήμουν ένας μεγάλος προ­φήτης, αλλά η θεία φύση Μου της ήταν ακόμη άγνωστη. Εξαι­τίας της ερωτευμένης της καρδιάς, κανένας άλλος δεν είχε χά­σει τόσα πολλά με τα πάθη και το θάνατο Μου όσα εκείνη, αφού δεν είχε στερηθεί μονάχα τον Σωτήρα και Δάσκαλο και Κύριο της, αλλά, όπως πίστευε βαθιά στην καρδιά της, και τον μοναδικό αγαπημένο της. Γι’ αυτό ήταν τόσο απαρηγόρητη.

Για τον ίδιο λόγο, ήταν η πρώτη που ρώτησε για Μένα μπρο­στά στους άλλους, που ρωτούσαν περισσότερο από βαθύ πέν­θος παρά από μια τέτοια ακαταμάχητη αγάπη.

Όταν, λοιπόν, εκείνη είδε ξαφνικά Εμένα, τον χαμένο της αγαπημένο να στέκει μπροστά της, η καρδιά της ελευθερώθη­κε από όλα τα δεσμά της. Έβγαλε μια κραυγή και ήθελε αμέ­σως, μετά το ξέσπασμα της παθιασμένης αγάπης της, να πέ­σει πάνω Μου. Αναλογίσου, όμως (ποιος και) πώς είμαι, και τότε θα καταλάβεις το “Μη Μ’ αγγίζεις!” Μα πρέπει επίσης να λάβεις υπόψη σου τη δυνατή αγάπη της Μαγδαληνής, και τότε θα καταλάβεις το αγκάλιασμα των ποδιών Μου.

Ακόμη, σκέψου ότι ο αγαπημένος Μου Ιωάννης έγραφε μέ­σα από την ψυχή Μου, ενώ ο Ματθαίος από τα “πόδια” Μου. Τότε, όλα αυτά θα γίνουν για σένα ακόμη πιο κατανοητά, όπως επίσης και η μεγάλη μετάνοια της Μαγδαληνής μετά την Ανά­ληψη Μου, αφού μόνον όταν συνέβη αυτό κατάλαβε ποιος ήταν στ’ αλήθεια εκείνος που νόμιζε αγαπημένο της. Μετά από αυτό, χάρη στη μετάνοια της μέσα σε πνεύμα ταπεινότη­τας, άρχισε να Μ’ αγαπά στ’ αλήθεια.

Σου λέω όμως επίσης πως αν κάποιος δεν Μ’ αγαπήσει όπως η Μαγδαληνή, δεν θα Με βρει αργότερα, δεν θα περάσει στη ζωή που στηρίζεται στα “πόδια” Μου, ούτε ποτέ θα λυθεί η διαρκής αντίφαση του ως προς την εγκόσμια ζωή. Να ξέρεις ότι το βασίλειο Μου είναι ιερή καθαρότητα και διαύγεια και τίποτα μη αγνό δεν μπορεί να μπει εκεί μέσα. Γι’ αυτό, σκέ­ψου τη συκιά που δεν καρποφορεί και τον υπηρέτη δύο κυ­ρίων, και λύσε την εσωτερική σου αντίφαση! Μελλοντικά, πο­τέ μην ξεχάσεις για χάρη του κόσμου ποιος είμαι Εγώ, ο Θεός σου, ο Πατέρας σου, ο μοναδικός σύμβουλος σου!

Κοίτα. σήμερα μιλάω, αύριο θα δράσω και. μεθαύριο θα έρ­θω! Αν δεν βρω κάποιον σπίτι του, θα προσπεράσω! Αμήν. Αυτά λέει Εκείνος που πάντα αφήνει να αγκαλιάσετε τα πό­δια Του».

Ειρήνη σε σας!”

Με την ανατολή της τρίτης ημέρας όλα τα στοιχεία του σώ­ματος του Ιησού είχαν πνευματοποιηθεί πλήρως ώστε μαζί με την ψυχή του ενώθηκαν αδιαχώριστα και δια παντός με το Πνεύμα του Πατέρα, το προαιώνιο Φως, «τον Θεό τους και Θεό μας».

Αφού είχε ολοκληρωθεί η ανάσταση, μπορούσε πλέον ο Ιησούς Χριστός να εμφανισθεί με το άφθαρτο πνευματικό του σώμα στους μαθητές οι οποίοι για το φόβο των Ιουδαίων εί­χαν συγκεντρωθεί κάπου κεκλεισμένων των θυρών, ανάστατωμένοι και γεμάτοι ερωτηματικά.

Μέσα σε αυτήν την ταραγμένη ατμόσφαιρα εμφανίζεται ο Χριστός και τους λέει δύο φορές «Ειρήνη σε σας!» Ο πρώτος χαιρετισμός συμβολίζει την είσοδο του Χριστού στο ταραγ­μένο εσωτερικό του ανθρώπου όταν του ανοίγεται και παρα­λαμβάνει την ειρήνη του, το τέλος στις κάθε λογής αντιθέσεις που έρχεται με την ανάσταση.

Ο δεύτερος χαιρετισμός είναι αυτός που δίνει τη δύναμη να βαδίσει στα χνάρια του Ιησού και να φέρει σε πέρας το έργο του:

«Δεν είναι η ανάληψη και η ανύψωση στο αόρατο βασίλειο Μου το καθήκον που σας περιμένει τώρα σύμφωνα με το με­γαλεπήβολο σχέδιο του Πατέρα και το σοφό Του θέλημα. Αλ­λά όπως ο Πατέρας έστειλε Εμένα, έτσι στέλνω κι Εγώ εσάς!

Λάβετε το Άγιο Πνεύμα Μου ώστε να τελειοποιηθούν η αγά­πη, η σοφία και η δύναμη σας και να μπορείτε να εργάζεστε κατά τη βούληση Μου.

Διδάξτε και μαρτυρείστε αυτά που σας δίδαξε και σας μαρ­τύρησε μέσω Εμού το Πνεύμα. Σε όποιον συγχωρήσετε τις αμαρτίες του, θα είναι συγχωρημένες. Σε όποιον δεν δώσετε συγχώρεση, οι αμαρτίες του θα παραμείνουν ασυγχώρητες. Γιατί θα σας το πει το Πνεύμα ποιος βρίσκεται μέσα στην τά­ξη του Πατέρα και ποιος όχι. Αυτόν θα πρέπει τότε να τον κα­θοδηγήσετε και να τον διδάξετε με αγάπη, υπομονή, ευσπλα­χνία και ηπιότητα κατευθύνοντας τον προς το στόχο της τε­λειότητας και της αιώνιας ζωής δίπλα και μέσα σε Μένα».

Παρακάτω το Ευαγγέλιο λέει ότι «ο Θωμάς, ένας από τους δώδεκα μαθητές, που λεγόταν Δίδυμος, δεν ήταν μαζί τους όταν ήρθε ο Ιησούς».

Σε αυτό το σημείο προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι ο κατά τα άλλα ολιγόλογος και εσωτερικός Ιωάννης αναφέρει το πα­ρωνύμιο του Θωμά στο Ευαγγέλιο του. Το παρωνύμιο όμως αυτό υποδηλώνει ότι στο Θωμά υπήρχε μία διπλή φύση. Όπως είναι γνωστό από το έργο του Λόρμπερ, ο Θωμάς, μαζί με τον Ανδρέα, τον αδερφό του Πέτρου, ήταν ο πρώτος μαθητής που ακολούθησε τον Ιησού ευθύς εξαρχής, από τον τόπο της βά­πτισης του κιόλας. Άρα ένιωθε μέσα του από πάντα μια δυνα­τή έλξη για το θεϊκό. Επιπλέον, όταν ο Ιησούς πήγε να ανα­στήσει το Λάζαρο, προκαλώντας έτσι την οργή του ναού, ο Θωμάς παρότρυνε με θάρρος τους συμμαθητές του να τον ακο­λουθήσουν: «Πάμε κι εμείς κι ας πεθάνουμε μαζί του!» (κατά Ιωάννη 11,16).

Αλλά καίτοι μαθητής του Κυρίου ο Θωμάς δεν μπορούσε να πάψει να νοιάζεται και να ανησυχεί για το γήινο σπίτι του και τις υποθέσεις του. Προτού ακολουθήσει οριστικά το διδάσκα­λο του πίστευε ότι έπρεπε να γυρίσει στην πατρίδα του για να φροντίσει τα του οίκου του και να εξηγήσει στους δικούς του το λόγο της μαθητείας του κοντά του. Βέβαια όπως και στην περίπτωση της Μάρθας, της αδερφής του Λάζαρου, το βασι­κό του κίνητρο ήταν η ειλικρινής αγάπη για τον πλησίον.

Εντούτοις η αγάπη αυτή δεν ήταν τέλεια, καθώς κατά την ουράνια τάξη πραγμάτων η φιλαλληλία δεν ασκείται ανεξάρ­τητα κι αυθαίρετα, αλλά προηγείται η αγάπη στον Θεό. Με βάση την αγάπη για το Δημιουργό αγαπιέται επίσης και το κά­θε δημιούργημα του, αλλά σε δεύτερη μοίρα. Επομένως όταν κανείς ζει κατά κύριο λόγο με τον Πατέρα, τότε είναι που φρο­ντίζει, προστατεύει και προσεύχεται με τον καλύτερο τρόπο για τους αγαπημένους του.

Κατ’ επέκταση δεν ήταν απόλυτα σύμφωνο με την ουράνια τάξη το γεγονός ότι ο «δίδυμος» Θωμάς άφησε την πνευματι­κή πατρίδα του για να φροντίσει τη γήινη, έστω και προσωρι­νά. Και σίγουρα δεν ήταν τυχαίο και άνευ σημασίας ότι ήταν 0 Θωμάς που επιστρέφοντας από την επίσκεψη του στον κό­σμο, έφερε μαζί του ως νέο προσήλυτο το συμπατριώτη του Ιούδα, πράγμα που του προκάλεσε πολλές στενοχώριες και ορ­γή στη συνέχεια.

Ο λόγος λοιπόν που ο Θωμάς δεν παραβρισκόταν στη σύνα­ξη των μαθητών στην Ιερουσαλήμ όταν τους παρουσιάστηκε ο Χριστός ήταν επειδή είχε να επιμεληθεί κάποια εγκόσμια κα­θήκοντα. Μετά το θάνατο του Διδασκάλου του, ο Θωμάς που τον βασάνιζε μια εσωτερική ανησυχία και αμφιβολία, πήρε ένα δικό του δρόμο για να φροντίσει σε έναν άλλο τόπο κά­ποιες απαραίτητες κατά τη γνώμη του υποθέσεις. Εντούτοις το τι έκανε ακριβώς δεν αναφέρεται στο Μεγάλο Ευαγγέλιο μια που τα αυθαίρετα επίγεια έργα του ανθρώπου που δεν εμπνέονται από το Πνεύμα του Θεού, δεν έχουν καμία μόνι­μη αξία.

Έτσι αυτός που ήταν από τους πρώτους που αναγνώρισαν τη μεσσιανική σημασία του γιου του Ανθρώπου, ήταν αναγκα­στικά ο τελευταίος που μπόρεσε να δει τον Αναστημένο στην τελείωση του. Αλλά μετά από αυτήν την ταπείνωση, ο Θωμάς ήταν ίσως ο πρώτος που είχε τη χάρη να αναγνωρίσει στο πρό­σωπο του πρώην Γιου του Ανθρώπου και θεοποιημένου τώρα Ιησού, το μοναδικό Θεό Ιεχωβά και να του πει: «Εσύ είσαι ο Κύριος και Θεός μου!»

Ο λόγος που ο Θωμάς είχε αυτήν την πρωτιά απέναντι στους άλλους μαθητές οφειλόταν δίχως άλλο στην έντονη αγάπη του Θωμά για το συνάνθρωπο του. Γιατί όποιος δεν αγαπάει τον αδελφό του που τον βλέπει, πώς να αγαπήσει τότε τον Θεό που δεν βλέπει. Όποιος αγαπάει τον αδελφό του ανοίγει έτσι την καρδιά του για να δεχθεί σταδιακά το Πνεύμα και την αγάπη του Θεού με κάθε πληρότητα. Ένας τέτοιος άνθρωπος που τρέ­φει γνήσια αγάπη για τον πλησίον φέρει ήδη μέσα του σπερ­ματικά την αγάπη για το Δημιουργό του ώστε δεν χρειάζεται παρά ένα μικρό σπρώξιμο για να ανοίξει η καρδιά του. Και όποιος μέχρι τότε αγαπούσε βαθιά το διπλανό του αυτός θα αγα­πήσει πολλαπλά τον πιο κοντινό «πλησίον» του, που δεν είναι ένα ατελές πλάσμα όπως οι άλλοι, αλλά το υπερτέλειο Θείο Ον. Εξ ου και ο Χριστός χρειάστηκε απλά να βγάλει τις παρωπίδες από το Θωμά για να τον αναγνωρίσει σε όλη του την αλήθεια. Κι αυτό ο Διδάσκαλος το έκανε, όπως περιγράφει ο Ιωάννης στο Ευαγγέλιο του, με μεγάλη προσοχή και προσήνεια.

Έρχεται ειδικά γι’ αυτόν κι ενώ οι άλλοι είχαν μόνο δει τις πληγές του, στο Θωμά επιτρέπεται να τις αγγίξει και να βάλει το δάχτυλο του «εις τον τύπον των ήλων», στα πόδια, στα χέ­ρια και τελικά στην καρδιά. Η μία απόδειξη μετά την άλλη προσφέρονται στον αμφισβητία που λόγω της αναποφάσιστης φύσης του παλινδρομεί μεταξύ ουρανού και κόσμου. Και κα­θώς ανοίγουν τα μάτια του, του λέει ο Κύριος με σοβαρότη­τα: «Και να μην είσαι άπιστος, αλλά να πιστεύεις!»

Η Ανάληψη

Ακολουθούν δύο συμπληρωματικές μεταξύ τους μαρτυρίες, δύο όψεις του ίδιου ακατάληπτου γεγονότος της Ανάληψης, που ήταν ουσιαστικά η τελευταία βαθμίδα, η επισφράγιση της πλήρους συγχώνευσης Υιού και Πατέρα. Προέρχονται από το Μαξ Ζέλτμαν* και την Μπέρτα Ντούντε.

«…Ο Κύριος είχε ζητήσει να έρθουν κοντά Του οι μαθητές Του κι έτσι, προχωρώντας στην κορυφή της πομπής, έφτασαν σε ένα πλάτωμα όπου ήταν σαν να είχαν ον άγγελοι στρώσει χαλιά και μεγάλες κουβέρτες. Ήταν μια πολύ ωραία νύχτα και όλοι απολάμβαναν τα άστρα που λαμπύριζαν. Ο Κύριος εξακο­λουθούσε να είναι σιωπηλός, αλλά οι μαθητές Του πλημμυρίζο­ντας από ζωή, αποκάλυψαν για άλλη μια φορά το μεγάλο έργο της αγάπης του Θεού για τις ανθρώπινες ψυχές που πλανιό­νταν στο σκοτάδι. Έτσι πέρασε εκείνη η νύχτα, τα άστρα χλό­μιασαν και η ροδαυγή ανήγγειλε τον ερχομό της νέας μέρας.

Και όταν ο ήλιος φάνηκε στον ορίζοντα, ο Κύριος πλησία­σε τον καθένα ξεχωριστά και θέτοντας τα χέρια του στο κεφά­λι του, τον ευλογούσε και τον ονόμαζε με το όνομα του. Σε άλλους έκανε κάποια παράκληση, σε άλλους έδινε μια υπό­σχεση. Έτσι ο καθένας έλαβε το μερίδιο της αγάπης του. Με­τά από αυτό συγκεντρώθηκαν τριγύρω του οι μαθητές Του, στους οποίους είπε κάτι to ιδιαίτερο που οι άλλοι δεν μπόρε­σαν να το συλλάβουν.

Τότε ο Κύριος στράφηκε για άλλη μια φορά σε όλους και εί­πε: “Παιδιά Μου! Κι εσείς αδέλφια Μου! Αυτή τη στιγμή έχουν μαζευτεί σε αυτό το μέρος μάρτυρες από όλους τους κό­σμους και όλοι οι γονείς και προγονοί σας ευλογούν αυτή την ώρα, όπου εκπληρώνεται η μυστική επιθυμία τους. Ακούστε: αυτή η στιγμή είχε προβλεφθεί και είχε συμπεριληφθεί στο με­γάλο σχέδιο της ενανθρώπισής Μου. Αλλά από δω και στο εξής, θα πρέπει να συνειδητοποιήσετε ότι πρέπει να γίνετε αυτεξούσιοι σε όλες σας τις πράξεις γιατί σας αφήνω μόνο τον ζωντανό Μου Λόγο! Όταν σε λίγο θα Με δείτε να χάνομαι από τα μάτια σας, ας εκπληρωθεί η τελευταία Μου επιθυμία να γίνετε ανεξάρτητοι. Από δω και πέρα, η ελεύθερη εσωτε­ρική ανάπτυξη της αγάπης σας, όπως και η έμπρακτη εφαρ­μογή της δεν θα εμποδίζονται από την παρουσία. Μου. Κι έτσι σαν κληρονομιά Μου, αφήνω το έργο Μου με εμπιστοσύνη στα χέρια σας για να το ολοκληρώστε. Να το φυλάτε σαν το πιο ιερό σας αγαθό, να το προστατεύετε με όλη σας την αγά­πη ώστε ο εχθρός της ζωής να μη μπορέσει να σας το κατα­στρέψει. Μπορεί βέβαια Εγώ να γυρίζω σπίτι, γιατί Με περιμένει η πατρίδα όλων των πατρίδων! Παρόλα αυτά όμως θα παραμείνω αόρατος κοντά σας και κοντά σε όλους όσους Με αγαπούν και θέλουν να Με υπηρετήσουν, εδώ στη γη σας. Γι’ αυτό ψάξτε και είναι βέβαιο ότι θα Με βρείτε! Όμως, με δυσκολία θα μπορέσει να Με βρει όποιος δεν μπορέσει να Με βρει εδώ στη γη. Και γι’ αυτό θα παραμείνω στη γη, μέχρις ότου γυρίσουν στο σπίτι, όλοι όσοι έχουν χαθεί.

Ο Κύριος έστρεψε το βλέμμα Του για αρκετή ώρα προς τον ήλιο, σαν να ατένιζε μεγάλες χρονικές περιόδους και μετά εί­πε: “Τώρα θα σας αφήσω μόνους σας. Αλλά ας αποτελέσει για εσάς την παρηγοριά και τη δύναμη σας το ότι Εγώ νίκησα τον κόσμο και ότι θα σας στείλω το νικηφόρο Πνεύμα Μου! Εξο­πλισμένοι με Αυτό το πνεύμα, πηγαίνετε σε όλο τον κόσμο και μεταφέρετε το Λόγο και τη Διδασκαλία Μου παντού, όπου το Πνεύμα θα σας οδηγήσει. Αντί για Εμένα να φυτεύετε εσείς τώρα τη ζωή της αγάπης Μου βαθιά μέσα στις καρδιές όλων των ανθρώπων. Και εκείνα που εσείς βιώσατε μαζί Μου σαν μάρτυρες, θα τα βιώσουν με εσάς όλοι εκείνοι που θα σας ακο­λουθήσουν. Βλέπω στην καρδιά σας την ερώτηση για το πό­τε θα έρθω πάλι για να στήσω το βασίλειο Μου ανάμεσα σε όλους εκείνους που Με περιμένουν με λαχτάρα. Πάνω σ’ αυ­τό σας λέω ότι δεν είναι υπόθεση σας να γνωρίζετε το πού και πότε. Αυτό είναι κάτι που το γνωρίζει μόνο ο Πατέρας. Όμως εσείς, σύντομα θα νοιώσετε μέσα σας τη δύναμη και την ισχύ του Πνεύματος Μου, το οποίο θα σας ωθήσει να κηρύξετε το Λόγο Μου σε όλα τα έθνη!” Και ενώ η όψη του είχε ήδη αρ­χίσει να λαμπρύνεται, άπλωσε τα δύο Του χέρια και ευλογώ­ντας τους είπε: “Λάβετε την ευλογία Μου! Η αγάπη και η ει­ρήνη Μου, ας είναι η παντοτινή κληρονομιά σας!”

Μπροστά στα μάτια όλων κατέβηκε ένα φωτεινό σύννεφο, το οποίο περιέβαλε τον Κύριο και Διδάσκαλο εξ ολοκλήρου. Και έτσι ανεβαίνοντας προς τον ουρανό, εξαφανίστηκε από τα μάτια όλων. Όλοι κοιτούσαν με λατρεία τον αγαπημένο τους Διδάσκαλο να εξαφανίζεται κι εκείνη τη στιγμή εμφα­νίστηκαν ανάμεσα τους δύο ουράνιες οντότητες, οι οποίες τους έδωσαν την υπόσχεση: “Έτσι όπως Τον είδαμε καλυμμένο να εξαφανίζεται προς τα πάνω, έτσι καλυμμένος θα έρθει πάλι κάποτε! Τότε η παιδική αγάπη και η πίστη στον Θεό θα αποκαλύψουν πλήρως την αγάπη και το έλεος του Υιού του Θεού”».

«Η αποστολή Μου στη γη είχε ολοκληρωθεί όταν ανέβηκα στον ουρανό. Είχα ελευθερώσει τον κόσμο από την αμαρτία και το θάνατο, είχα αναστηθεί και είχα εμφανιστεί στους μα­θητές Μου για να τους ενισχύσω στο δρόμο που έπρεπε να πά­ρουν για να διδάξουν το Ευαγγέλιο. Ήμουν πλέον τελείως δια­ποτισμένος με Φως και Δύναμη και μπορούσα να εγκαταλεί­ψω πια τη γη για να επιστρέψω στο Βασίλειο Μου, από όπου είχα προέλθει, στο Βασίλειο του Φωτός και της Μακαριότη­τας. Γιατί το σώμα Μου είχε πλέον μεταμορφωθεί. Είχε γίνει το πνευματικό Μου φόρεμα, το οποίο δεν ήταν πια υποκείμε­νο στους νόμους της φύσης, αλλά μπορούσε να βρίσκεται οπουδήποτε το μετέφερε η Θέληση Μου. Γιατί ήταν πνεύμα, όπως το προαιώνιο Πνεύμα του Πατέρα, το Οποίο επίσης δεν ήταν εγκλεισμένο μέσα σε μια μορφή. Αντίθετα πλημμύριζε όλο το άπειρο, συνεπώς και Μένα τον Ίδιο, τον άνθρωπο Ιησού, ο οποίος είχε αφομοιώσει μέσα του την Αιώνια Θεό­τητα με σκοπό να Της προσφέρει το ανθρώπινο περίβλημα που χρειαζόταν προκειμένου να μπορεί να κατοικήσει ανάμεσα στους ανθρώπους. Όμως το περίβλημα αυτό ήταν υποκείμενο στους φυσικούς νόμους και ως εκ τούτου έπρεπε πρώτα να αποκτήσει έναν υψηλό βαθμό ωριμότητας, ώστε να μπορεί να δεχτεί την Αιώνια Θεότητα μέσα του.

Η αποστολή Μου είχε συνεπώς τελειώσει, αλλά έπρεπε να υπάρξει επίσης μια μαρτυρία για το γεγονός της ανάληψης Μου στον Ουρανό, γιατί αυτή ήταν η αποκορύφωση του έρ­γου Μου. Αυτή ήταν η απόδειξη για την ανθρωπότητα ότι εί­χα κατορθώσει να μεταμορφώσω τον Εαυτό Μου, γεγονός που αποδεικνυόταν φανερά και ορατά. Γιατί έθεσα εκτός ισχύος όλους τους νόμους της φύσης όταν ανέβηκα στα ουράνια και περιβλήθηκα με όλη Μου τη δόξα παραμένοντας ωστόσο ορα­τός για τους μαθητές Μου. Τους έδωσα επί τούτου τη δύναμη για να μπορούν να Με βλέπουν γιατί διαφορετικά θα είχαν εξοντωθεί. Άλλωστε μπορούσαν να Με δουν μονάχα οι μαθητές εκείνοι οι οποίοι ήταν στενά δεμένοι μαζί Μου χάρη στην αγά­πη τους και επομένως διέθεταν επίσης το βαθμό ωριμότητας που επέτρεπε μια τέτοια θέαση.

Με τον ίδιο τρόπο και άλλες ψυχές που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση, όταν επιστρέφουν από τη γη στο βασίλειο του Φω­τός, έχουν επίσης τη δυνατότητα να Με δουν μέσα στη Λάμψη και τη Δόξα Μου, δεδομένου ότι ο βαθμός της πνευματικότητας τους τους το επιτρέπει. Γιατί και γι’ αυτές τις ψυχές δεν ισχύει κανένας περιορισμός πια, θα περιβληθούν επίσης με κάθε δόξα, θα τους επιτρέπεται να βλέπουν τον Θεό πρόσωπο με πρόσωπο, γιατί θα βρίσκονται στο πρωταρχικό τους στοιχείο, την αγάπη, η οποία είναι ταυτόχρονο, φως και δύναμη και αυτό είναι το πνευ­ματικό φόρεμα που μπορεί να φορέσει η κάθε ψυχή όταν εγκα­ταλείπει την επίγεια ζωή ώριμη για το υπερκόσμιο βασίλειο.

Κι αυτό θα πρέπει να το πιστέψετε, δεν θα πρέπει να αμφι­βάλετε για την αγάπη και την ισχύ του Θεού και Πατέρα σας, ο Οποίος θα σας κάνει να απολαύσετε κάποτε τέτοια μακαριό­τητα η οποία σας είναι αδιανόητη όσο είσαστε ακόμη στη γη. Αλλά Εγώ σας έδωσα ήδη ένα παράδειγμα του τι μπορεί να πετύχει ένας άνθρωπος που ζει αγαπώντας τους άλλους με ανιδιοτέλεια. Επιπλέον σας έδειξα ποια μοίρα τον περιμένει, εφό­σον στη γη ζούσε πάντα σε αρμονία με το Θέλημα Μου, ώστε το είναι του μεταμορφώθηκε σε αγάπη. Γιατί τότε έχει γίνει πλέον όμοιο με το δικό Μου προαιώνιο Είναι, με αποτέλεσμα να ακτινοβολεί και αυτός επίσης με κάθε λάμψη και δόξα. Θα είναι δε ορατό αυτό και σε όλους τους άλλους που βρίσκονται στην ίδια πνευματική βαθμίδα και επομένως έχουν ενωθεί μα­ζί Μου, αφού Εγώ είμαι και θα παραμείνω σε όλη την αιωνιό­τητα το Ον που ακτινοβολεί το Φως και τη Δύναμη.

Το γεγονός της ανάληψης έλαβε πραγματικά χώρα, ο άνθρω­πος Ιησούς έδωσε μ’ αυτό την τελευταία απόδειξη της θεϊκότητάς του στη γη, όταν την εγκατέλειψε μέσα σε μια περίσ­σεια ακτινοβολία φωτός για να επιστρέψει στο Βασίλειο απ’ όπου είχε προέλθει η ψυχή του. Γιατί είχε έρθει από το Βα­σίλειο του Φωτός, ήταν με τον Θεό, και επέστρεψε πάλι πίσω στον Θεό του Οποίου ήταν και παρέμεινε παιδί και τώρα είχε συγχωνευθεί τελείως μαζί Του.

Επομένως η ανάληψη ήταν η τελευταία απόδειξη πως δεν προερχόμουν από αυτήν τη γη, αλλά ότι είχα κατέβει από ένα Βασίλειο Φωτός και Λαμπρότητας. Αυτό το Βασίλειο ήταν λοιπόν πάλι ο προορισμός Μου, που ήταν και θα παραμείνει για πάντα και ο δικός σας επίσης προορισμός. Γιατί και εσείς οφείλετε να επιστρέψετε στο Φως, χάρη στην ένωση σας μα­ζί Μου θα μπορείτε να πάρετε πάλι σε όλη την πληρότητα το Φως και τη Δύναμη Μου, ώστε να αναστηθείτε επίσης και να αναληφθείτε στον Ουρανό, που είναι η αληθινή σας πατρίδα.

Αμήν»

Επιστροφή στον Ήλιο της Χάρης

Η Ανάσταση είχε την έννοια ότι η αποπνευματωμένη ψυχή του Ιησού -μαζί με τα εξαϋλωμένα στοιχεία του σώματος του-συγχωνεύτηκε πλήρως από το αιώνιο Πνεύμα του Πατέρα και έγινε η παντοτινή μορφή με την οποία αυτός αποκαλύπτεται στα πλάσματα του.

Η Ανάληψη από την άλλη σημαίνει ότι το προαιώνιο Πνεύ­μα του Πατέρα περιβεβλημένο με τη θεοποιημένη ψυχή του Ιησού μετά την ολοκλήρωση του λυτρωτικού έργου, επέστρε­ψε εκεί όπου ανέκαθεν βρισκόταν και θα βρίσκεται για πάντα το πανζωοποιό κέντρο Ισχύος* του Θεού, αφού και η Θεότη­τα έχει ένα κέντρο, όπως καθετί άλλο στο σύμπαν.

Αυτός ο «τόπος κατοικίας» του Πατέρα ή της Αιώνιας Αγάπης έχει περιγραφεί εκτεταμένα από τους νέους προφήτες. Στον κό­σμο των αγνών πνευμάτων και των αγγέλων ονομάζεται Ήλιος της Χάρης. Στον λορμπερικό «Ρόμπερτ Μπλουμ» λέγεται επ’ αυτού ότι κοιτώντας από την οπτική γωνία της γης ο Θεός κα­τοικεί στην περιοχή του μεγάλου αστερισμού του Λέοντα και συγκεκριμένα στην καθαρά πνευματική σφαίρα του κύριου κε­ντρικού ήλιου του σφαιρικού μας περιβλήματος, δηλαδή του κοσμικού αρχιπελάγους όπου ανήκουμε. Αυτός δε ο ανυπολόγιστα μεγάλος πρωταρχικός ήλιος στα καθ’ ημάς ονομάζεται Ρέγουλους, δηλαδή Κυβερνήτης ή Άστρο του Βασιλέως.

Πριν την ενανθρώπιση του Θεού ο Ήλιος της Χάρης ήταν «ένα απρόσιτο Φως» ακόμη και για τις πιο υψηλές αγγελικές οντότητες. Τώρα είναι προσιτός για όλα τα τελειοποιημένα παι­διά του Θεού που εκεί μπορούν να πλησιάσουν τον Πατέρα στη μορφή του Ιησού Χριστού. Στη σφαίρα αυτή έχουν τη δυνατό­τητα να συναναστρέφονται μαζί του απολαμβάνοντας ασύλλη­πτη μακαριότητα επειδή η θεοποιημένη ψυχή του Χριστού λει­τουργεί ως περίβλημα που καλύπτει το «πυρ το αναλίσκον» του θεϊκού κέντρου Ισχύος, το οποίο δεν μπορεί να δει κανένα δη­μιουργημένο πλάσμα καινά μείνει στη ζωή.

Ο Ήλιος της Χάρης ονομάζεται επίσης ανώτατος Ουρανός της Αγάπης. Πριν από αυτόν είναι οι προπαρασκευαστικές ου­ράνιες σφαίρες του «ουρανού της σοφίας” και του “ουρανού της αγάπης και της σοφίας».

Αυτές οι τρεις βαθμίδες είναι κατά αξιολογική σειρά, ανάλο­γα με το βαθμό ωριμότητας, οι «κατοικίες» των πιο τέλειων πνευμάτων, είναι οι «τόποι διαμονής που ετοίμασε ο Ιησούς για τους δικούς του» μέσα στο Φως (κατά Ιωάννη 14, 2).

Το Μυστήριο της Τριαδικότητας του Θεού

Το πολυδιάστατο μυστήριο του Πατέρα, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος ανέκαθεν δημιουργούσε προβλήματα στους χριστιανούς. Σίγουρα είχε τους λόγους του ο Ιησούς που έλε­γε στους μαθητές του: «Εάν δεν καταλαβαίνετε το γήινο, πώς θα συλλάβετε το ουράνιο;»

Πάνω σε αυτό το όντως πολύ δύσκολο θέμα ο Ιησούς είχε διδάξει επανειλημμένα τους αποστόλους, ο δε Πέτρος, όπως προκύπτει από το «Μ.Ε.Ι.», του είχε θέσει με πολλές μορφές το ερώτημα: «Μας μιλάς συνέχεια για τον Πατέρα στον Ου­ρανό σαν να πρόκειται για ένα δεύτερο πρόσωπο, ενώ εμείς μέχρι τώρα Σε θεωρούσαμε στα κρυφά πάντα ως τον Ίδιο τον Πατέρα, Ποιος είσαι τελικά στην πραγματικότητα;» Και έλα­βε την απάντηση από τον Ιησού: «η προαιώνια Σοφία του Θεού ή αυτή καθαυτή η εσώτατη θεία οντότητα είναι μέσα στην Αγάπη, ακριβώς όπως το φως είναι μέσα στη θερμότητα της φλόγας, παράγεται και πηγάζει από την ισχυρή θερμότητα της Αγάπης και τελικά παράγει από την ίδια της την ύπαρξη πάλι θερμότητα η οποία με τη σειρά της παράγει πάλι φως. Κατά τον ίδιο τρόπο, από την Αγάπη – η οποία ισοδυναμεί με τον Πατέρα και κατά βάση είναι ο ίδιος ο Πατέρας. παράγε­ται το φως της θείας Σοφίας το οποίο ισοδυναμεί με τον Υιό ή είναι ο ίδιος ο Υιός στην ουσία. Ο Υιός όμως δεν είναι ένα δεύτερο ον, αλλά απόλυτα ένα με αυτό που ονομάζεται “Πα­τέρας”, ακριβώς όπως φως και θερμότητα ή θερμότητα και φως είναι ένα, καθότι η θερμότητα παράγει διαρκώς φως και το φως παράγει διαρκώς θερμότητα. …Το φως δεν πηγάζει α­πό τη φλόγα, η οποία είναι ένα πυρ; Κι αφού πηγάζει από τη φλόγα είναι κάτι το διαφορετικό από τη φλόγα που φωτίζει; …Δες τη φλόγα της αναμμένης λάμπας. Μπορείς να ξεχωρί­σεις το φως από τη φλόγα ή τη φλόγα από το φως; Η φλόγα λοιπόν είναι αυτό που ονομάζω Εγώ “Πατέρα” και “Αγάπη” ενώ το φως είναι ο Υιός της που εκπέμπεται από τη φλόγα για να φωτίσει το σκοτάδι της νύχτας. Άρα δεν είναι μία ο­ντότητα η φλόγα και το φως της; …Πιστέψτε αυτό που σας λέω: Πατέρας και Υιός δεν είναι δύο, αλλά απολύτως ένα σε όλα».

«Αλλά τι είναι τότε το Άγιο Πνεύμα;» ρωτάει ο Πέτρος. «Το Άγιο Πνεύμα δεν το καταλαβαίνουμε καθόλου».

Και η απάντηση του Ιησού κατά λέξη: «Ο Πατέρας, Εγώ ως Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι αδιαχώριστα ένα και το αυτό από προαιώνια. Ο Πατέρας μέσα Μου είναι η αιώνια Αγάπη και ως εκ τούτου η αρχική αιτία και η αφ’ εαυτού πρώτη Ου­σία όλων των πραγμάτων, η οποία γεμίζει όλο το άπειρο. Εγώ ως Υιός είμαι το Φως και η Σοφία, η οποία εκπορεύεται από το πυρ της αιώνιας Αγάπης. Αυτό το ισχυρό Φως είναι η αιώ­νια, τελειότατη αυτοσυνείδηση, η διαυγέστατη αυτεπίγνωση του Θεού και ο αιώνιος Λόγος εντός Του, μέσω του οποίου έ­γιναν όλα όσα υπάρχουν. Αλλά για να γίνουν όλα αυτά, χρειά­ζεται επιπλέον η ισχυρότατη βούληση του Θεού κι αυτό είναι ακριβώς το Άγιο Πνεύμα μέσα στον Θεό, μέσω του οποίου έρ­γα και όντα αποκτούν την πλήρη υπόσταση τους. Το Άγιο Πνεύμα είναι ο μεγάλος εκφρασμένος Λόγος που λέει: “γενηθήτω” και έτσι παίρνει υπόσταση οτιδήποτε αποφάσισαν η Αγάπη και η Σοφία του Θεού.

Αυτά λοιπόν βρίσκονται μέσα Μου: η Αγάπη, η Σοφία και όλη η Ισχύς! Ως εκ τούτου υπάρχει ένας μόνο Θεός κι αυτός είμαι Εγώ. Ο λόγος δε που έχω πάρει τώρα ένα σώμα είναι για να αποκαλύψω – έχοντας μία προσωπικότητα σαν τη δική σας -από πιο κοντά τον Εαυτό Μου σε εσάς τους ανθρώπους αυτής της γης, τους οποίους έχω πλάσει όμοιους με Μένα από την πρωταρχική ουσία της Αγάπης Μου. …Μη σκοντάφτετε στη ρήση που λέει ότι ο Πατέρας είναι μεγαλύτερος από τον Υιό, γιατί με τούτο Θέλει να πει ότι η Αγάπη ως ο Πατέρας είναι το θεμελιακό είναι του Θεού κι από αυτήν εκπορεύεται αέναα το φως και το αείποτε ισχυρό Πνεύμα. …Στην Αγάπη κρύβονται πολύ περισσότερα από όσα μπόρεσε ποτέ να διαπιστώσει η απλή Σοφία, εξού και ο Πατέρας, ως η Αιώνια Αγάπη, είναι μεγαλύτερος από τον Υιό, ο οποίος στέκεται τώρα μπροστά σας (σ.τ.μ. στους μαθητές). Αλλά σύντομα θα έρθει η ώρα (σ.τ.μ. της ανάστασης) όπου ο Πατέρας εντός Μου με το άδυ­το των αδύτων του θα γίνει πλήρως ένα μαζί Μου, το μοναδι­κό προαιώνιο Υιό. …Μη σκεφθείτε ότι κατά τη βάπτιση του Ιησού στον Ιορδάνη αποκαλύφθηκε μία τριπρόσωπη Θεότη­τα. Αυτό που συνέβη εκεί ήταν απλά ένα φαινόμενο που επέ­τρεψε ο Κύριος προκειμένου να αναγνωρίσουν με αυτό τον τρόπο οι άνθρωποι την πλήρη Παντοδυναμία και την πλήρη Θεότητα μέσα στον έναν Κύριο».

* * *

Το ίδιο θέμα της Τριαδικότητας του Θεού διαπραγματεύε­ται μία άλλη μετάδοση στην Μπέρτα Ντούντε στις 11.5.1958:

«Το πρόβλημα της Τριαδικότητας του Θεού είναι ένα από τα πολλά τα οποία έχουν γίνει δυσεπίλυτα λόγω μίας τελείως λανθασμένης αντίληψης και παρουσίασης. Η απλή, κατανοητή σε όλους εξήγηση δεν γίνεται αποδεκτή για το λόγο ότι στη σκέψη των ανθρώπων έχει επέλθει σύγχυση με τις διάφορες έν­νοιες οι οποίες είναι ακατάληπτες για τον ανθρώπινο νου. Αλ­λά γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο υπάρχει η επιμονή σε αυτές τις έννοιες οι οποίες διατηρούνται ως αναμφισβήτητες σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που έχει απαγορευθεί στους ανθρώπους να κά­νουν τις δικές τους σκέψεις σχετικά με αυτό το θέμα.

Ωστόσο το πρόβλημα αυτό εύκολα κατανοείται και εξηγείται για οποιονδήποτε καταλαβαίνει την “ενανθρώπιση του Θεού” μέσα στον Ιησού, που δεν βλέπει δηλαδή ως τρία διαφορετικά πρόσωπα την Οντότητα του Θεού και επομένως αναγνωρίζει ως Θεό το Πνεύμα, που τα πάντα πληροί. αυτός επιπλέον κατα­νοεί ότι η αφάνταστη κι ασύλληπτη Θεότητα εκδηλώθηκε στον Ιησού προκειμένου να είναι ένας “ορατός” Θεός για τα όντα που είχε δημιουργήσει. Ένας τέτοιος άνθρωπος συνεπώς κατα­λαβαίνει τι σημαίνουν οι έννοιες ΠΑΤΕΡΑΣ – ΥΙΟΣ- ΑΓΙΟ ΠΝΕΥ­ΜΑ, γιατί για όλες αυτές υπάρχει μόνο ένα Ον, το οποίο συγκε­ντρώνει μέσα Του την Αγάπη, τη Σοφία και τη Δύναμη.

Η Αγάπη δημιούργησε τα πάντα και ως εκ τούτου είναι ο γεννήτορας, ο “Πατέρας” κι από Αυτόν εκπορεύτηκε ο “Υιός” μέσα στον Οποίον εκδηλώθηκε ο ΠΑΤΕΡΑΣ, Αλλά ο Υιός εί­ναι επίσης η “ΣΟΦΙΑ”, καθότι η Αγάπη μόνο είναι το πυρ από το οποίο απαυγάζεi το Φως. Συνεπώς Αγάπη και Σοφία δεν μπορούν να χωριστούν η μία από την άλλη, όπως επίσης ΠΑ­ΤΕΡΑΣ και ΥΙΟΣ είναι ένα. Επιπλέον η Αγάπη είναι επίσης ΔΥΝΑΜΗ που εκφράζεται πάντα με ύψιστη Σοφία. Είναι το “Πνεύμα” του Θεού, το αδιάλλειπτο απαύγασμα της Αγάπης Του, που βοηθά ακόμη και το πιο ατελές να φθάσει στην ύστα­τη τελείωση.

Επομένως ένα μόνο Ον μπορεί να εννοηθεί ως ΘΕΟΣ-ΠΑΤΕΡΑΣ-ΥΙΟΣ και ΠΝΕΥΜΑ, ένα Ον του οποίου η πεμπτου­σία είναι Αγάπη, Σοφία και Δύναμη. Το γεγονός ότι το Ον αυ­τό εκδηλώθηκε μέσα στον άνθρωπο Ιησού δεν επιτρέπει να θεωρείται η Θεότητα σαν ένα διττό Ον, που τα μέρη του μά­λιστα μπορεί κανείς να τα επικαλεστεί χωριστά. Ούτε δικαιολογείται να προστίθεται σε αυτό το διπλό Ον ένα τρίτο ως “Πνεύμα” το οποίο επίσης επικαλούνται χωριστά από τα άλ­λα δύο όσοι δεν κάνουν τον κόπο να σκεφθούν από μόνοι τους αυτό το πρόβλημα, αλλά απλά υιοθετούν αυτά που τους διδά­σκουν αφώτιστοι δάσκαλοι.

Αυτό εξάλλου αποδεικνύεται από το γεγονός ότι για πολλούς ανθρώπους δεν είναι δυνατό να επικαλεστούν ως Ιησού τον Πατέρα, ούτε μπορούν να καταλάβουν ότι τον Θεό μπορούν να τον προσεγγίσουν μόνο στον Ιησού Χριστό και ότι η επίκληση προς τρεις αποδέκτες διεισδύει σε ένα μόνο αυτί. γιατί η αιώνια Θεότητα δεν μπορεί να διασπαστεί, καθώς ήταν αυ­τή η ίδια που πλησίασε μέσα από τον Ιησού Χριστό τους ανθρώπους ο οποίοι αδυνατούσαν να συλλάβουν το αιώνιο Πνεύμα που περιλαμβάνει και πληρεί τα πάντα.

Οι τρεις έννοιες Πατέρας, Υιός και Άγιο Πνεύμα ωθούν εσάς τους ανθρώπους που δεν έχετε ακόμη αφυπνίσει το πνεύμα σας να στέλνετε τις σκέψεις και τις προσευχές σας προς δια­φορετικές διευθύνσεις, αφού καλείτε χωριστά να σας έρθει ο Θεός Πατέρας ή ο Ιησούς ή το Άγιο Πνεύμα. Αλλά θα μάθετε να προσεύχεσθε σωστά μόνο όταν αυτές οι τρεις γίνουν μία έννοια για σας, όταν θα επικαλείσθε ένα μόνο Ον, το οποίο συ­νενώνει μέσα Του την Αγάπη – τον Πατέρα, τη Σοφία – τον Υιό, και τη Δύναμη – το Πνεύμα. Τότε μόνο θα έχετε λύσει με το σωστό τρόπο το πρόβλημα της τριαδικότητας του Θεού.

Παρ’ όλο που η διδασκαλία σχετικά με την “τριπρόσωπη Θε­ότητα” συμπληρώνεται με την προσθήκη ότι οι τρεις είναι Ένα. εντούτοις αποτελεί μία μεγάλη παραπλάνηση για τους ανθρώ­πους που οδηγεί σε άλλες λανθασμένες αντιλήψεις. Γιατί ακρι­βώς στην επίκληση του Ιησού ως Θεού έγκειται μία υπέρμε­τρη δύναμη, την οποία χάνετε εφόσον ζείτε με εσφαλμένες δο­ξασίες και αδυνατείτε να απαλλαγείτε από αυτές.

Θα σας ωφελούσε πάρα πολύ αλλά και για τη γνώση σας θα ήταν μεγάλο κέρδος εάν σκεφτόσασταν σε βάθος πάνω σε αυ­τό το θέμα. Αλλά κάτι τέτοιο το αποφεύγετε γιατί έχετε γίνει σκλάβοι, ενώ ο Θεός σάς έχει χαρίσει πλήρη ελευθερία. Αυτή την πνευματική ελευθερία λοιπόν οφείλετε να την αξιοποιείτε και ο Ίδιος ο Θεός θα σας βοηθήσει αληθινά να φωτιστούν οι σκέψεις σας, γιατί αφού είναι αυτός ο Ίδιος το Φως, θέλει σε όλους εσάς που ζητάτε Φως, να σας δώσει το Φως.

Αμήν».

2024-02-01T13:24:57+00:00