Loading...
Bertha Dudde 2019-02-03T13:22:40+00:00

Μπέρτα Ντούντε

BerthaBleiΠοια ήταν η Μπέρτα Ντούντε; Στην πραγματικότητα δεν είναι τόσο σημαντικό να ξέρει κανείς ποια ήταν η Μπέρτα Ντούντε. Πολύ πιο σημαντικό είναι να ελέγξει εάν τα όσα εί­χε τη χάρη να καταγράψει η γυναίκα αυτή προέρχονταν αλη­θινά από τον ίδιο τον Θεό. Και εφόσον αναγνωρίζει ότι πρό­κειται όντως για λόγια του Πατέρα, να εναρμονίσει τη ζωή του με αυτά. Το ότι ο καθένας οφείλει να ελέγχει το καθετί που του προτείνεται να πιστέψει με την αξίωση ότι είναι αληθινά λόγια που προέρχονται από τον Θεό, το ξέρει όποιος γνωρίζει την Αγία Γραφή. Αυτός ο έλεγχος βέβαια δεν είναι τόσο α­πλός, ιδίως μάλιστα στην εποχή μας, την εποχή του τέλους. Αλλά εφόσον υπάρχει αληθινή αγάπη για την αλήθεια, εφό­σον ακολουθούνται οι κατευθυντήριες γραμμές που μας δίνο­νται μέσα στη Βίβλο και επίσης εφόσον κανείς προσεύχεται με εσωτερικότητα στον Ιησού Χριστό για να τον φωτίσει σχε­τικά, τότε δεν είναι αδύνατη η διάκριση ανάμεσα στα αληθι­νά και στα τεχνηέντως φαινομενικά λόγια του Πατέρα.

Ένα από τα κριτήρια που έδωσε ο ίδιος ο Χριστός είναι ιδιαίτερα σημαντικό και είναι αυτό που αναφέρεται στο Ευαγγέλιο του Ματθαίου, κεφ. 7,15-21: «Προσέχετε τους ψευδοπροφήτες που σας έρχονται ντυμένοι με προβιά αρνιού, μέ­σα τους όμως είναι λύκοι αρπακτικοί. Θα τους αναγνωρίσετε από τους καρπούς τους. Μήπως μπορεί κανείς να μαζέψει στα­φύλια από τα αγκάθια ή σύκα από τα τριβόλια; Το καλό το δέντρο κάνει καλούς καρπούς, το κακό δέντρο κάνει κακούς. Ένα καλό δέντρο δεν μπορεί να κάνει σκάρτους καρπούς ούτε το άχρηστο δέντρο να κάνει καλούς καρπούς. Όποιο δέντρο δεν κάνει καλούς καρπούς, το κόβουν και το καίνε. Επομένως θα τους αναγνωρίσετε από τους καρπούς τους.

Δεν είναι όποιος Μου λέει ‘‘Κύριε, Κύριε’’, που θα μπει στη βασιλεία των ουρανών, αλλά εκείνος που κάνει το θέλη­μα του ουράνιου Πατέρα Μου!»

Με αυτή την παρομοίωση ο Ιησούς εξηγεί ότι κάποιος μπο­ρεί ν’ αναγνωρίσει το δέντρο από τους καρπούς του, αλλά και από το δέντρο να διαβλέψει τι είδους καρποί θα προκύψουν, τονίζοντας ιδιαίτερα ότι ένα κακό δέντρο δεν φέρνει καλούς καρπούς. Αυτό ισχύει για την πνευματική τοποθέτηση και δρά­ση ενός ανθρώπου αλλά και για την προσωπική του ζωή και τη δραστηριότητά του.

Εάν, όλα όσα προβάλλονται ως αλήθειες, ελέγχονταν με σοβαρότητα σύμφωνα με τα κριτήρια που δίνονται στη Βίβλο, τότε δεν θα υπήρχαν τόσοι πολλοί άνθρωποι που δέχονται ανε­πιφύλακτα ψεύτικες αποκαλύψεις ως «λόγια του Θεού» αλλά ούτε και τόσοι πολλοί από την άλλη που απορρίπτουν κάθε νέα αποκάλυψη.

Η Μπέρτα Ντούντε (1891-1965) ανάμεσα στο 1937 και στο 1965 κατέγραψε πάνω από 9.000 αποκαλύψεις που της δό­θηκαν μέσω του «εσωτερικού Λόγου». Ο τρόπος που λάμβα­νε χώρα η πνευματική επικοινωνία με τον Θεό, ήταν ίδιος με κείνον που ίσχυε -μεταξύ άλλων- και στην περίπτωση του με­γάλου μύστη και προφήτη Γιάκομπ Λόρμπερ (1800-1864).

Δεν έλαβε δηλαδή κανένα απολύτως μήνυμα σε κατάστα­ση ύπνωσης (τρανς) ή ημιύπνωσης ούτε και μέσω της λεγόμε­νης «αυτόματης γραφής». Θα πρέπει αυτό να τονισθεί σε αντι­διαστολή με τον τρόπο μεταδόσεων των κατώτερων πνευμά­των, τα οποία επικοινωνούν κατά προτίμηση με τις παραπάνω μεθόδους. Αυτό όμως πέρα από τους κινδύνους που εμπερι­κλείει, σημαίνει επίσης και ένα δραστικό περιορισμό της ελεύ­θερης βούλησης και της προσωπικότητας του διαμέσου.

Η ίδια η Ντούντε περιγράφει τη θεόληπτη έμπνευση με αυ­τά τα λόγια:

«Η μετάδοση του ‘‘λόγου’’ γίνεται ως εξής: Μετά από μία κατανυκτική προσευχή και σύντομη αυτοσυγκέντρωση, αφουγκράζομαι μέσα μου. Οι σκέψεις αναδύονται από κει με ενάρ­γεια, οι λέξεις ρέουν μεμονωμένες και ευκρινείς η μία μετά την άλλη…

Με αργό ρυθμό, ώστε να προλαβαίνω να γράφω, η κάθε φράση προστίθεται στην προηγούμενη. Καταγράφω τις λέξεις στενογραφικά, όπως γίνεται με μία υπαγόρευση, δίχως να συμ­μετέχω με τις σκέψεις μου ή να επεμβαίνω στη δομή του κει­μένου. Ποτέ δεν πέφτω σε κατάσταση ύπνωσης ούτε σχημα­τίζω εγώ τις προτάσεις, παρά είναι σαν να ξεπηδούν οι λέξεις από μόνες τους, χωρίς εγώ να συλλαμβάνω το συνολικό νόημά τους κατά τη διάρκεια της καταγραφής.

Μετά από μέρες, καμιά φορά μάλιστα και εβδομάδες, με­ταφέρω το στενογράφημα σε κανονική γραφή, χωρίς να το δια­βάσω προηγούμενα ολόκληρο. Αντιγράφω τη μία λέξη μετά την άλλη, χωρίς να αλλάζω ούτε μία συλλαβή ή να ‘‘βελτιώνω’’ τί­ποτα και σε καμία περίπτωση δεν επεξεργάζομαι το νόημα ή το ύφος της υπαγόρευσης. Συνήθως η διάρκεια μιας τέτοιας υπα­γόρευσης είναι περίπου μισή ώρα. Εδώ θα πρέπει να τονίσω με έμφαση ότι η όλη διαδικασία γίνεται χωρίς κανέναν εξαναγκα­σμό και χωρίς οποιαδήποτε κατάσταση έκστασης. Τα πάντα γί­νονται απλά, με νηφάλιο πνεύμα, χωρίς να διεγείρεται ή να ε­πηρεάζεται η θέλησή μου. Μπορώ ανά πάσα στιγμή να διακό­ψω και να συνεχίσω μετά από ώρες ή και μέρες από το ίδιο σημείο που κόπηκε η πρόταση. Η υπαγόρευση συνεχίζεται ρέ­οντας κανονικά, χωρίς να διαβάσω απ’ αρχής τα προηγούμενα».